Ξέρεις, οι χελώνες ανασηκώνουν για λίγο το κεφαλάκι τους κι ύστερα, το πιο πολύ, ντρέπονται μάλλον και κοιτούν το χώμα, παρ’ εκτός κι αν ταλαιπωρούνται από κάποιο αυχενικό σύνδρομο ή αν τα πατώματα τους φαίνονται πιο οικεία για να σέρνονται.
Οι χελώνες, πάντως, το πιο πολύ της ζωής τους το περνούν, καθώς παρατηρούν οι ζωολόγοι, ανάμεσα σε αράγιστες βεβαιότητες επηρεασμένες προφανώς από το άθραυστο κέλυφος τους. Γι’ αυτό και σπάνια χρησιμοποιούν λέξεις όπως «μπορεί», «ίσως» και λοιπά, παρ’ εκτός κι αν πρόκειται για την αφεντιά τους. Αν είναι για τους Άλλους, και κυρίως το τι είναι οι Άλλοι, εκεί οι βεβαιότητες γίνονται αράγιστο καύκαλο.
Στους πρώτους ψιθύρους, στις πρώτες καλημέρες, οι χελώνες είναι συνήθως πολύ-πολύ ανοιχτές. Όπως και στους τελευταίους ψιθύρους, επίσης.
Αλλά εκεί που δεν χαρίζουν κάστανα είναι στην αστοχία, στην παράλειψη, στην ανεπάρκεια, στην υστερόβουλη κίνηση που θα υποψιαστούν, στη λειψή ανταπόκριση της Άλλης – χελώνας εννοείται. Εκεί ανοίγουν έκπληκτες τα θεόρατα μάτια τους κι ο Άλλος έχει βρεθεί, απρόσμενα, σε τεράστια απόσταση. Πάντα έκπληκτες οι χελώνες πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Θα τις έχετε δει κι εσείς, πιθανολογώ.
Οι Άλλοι δεν είναι πια αυτό που ήταν, οι Άλλοι είναι λιγοστοί, οι Άλλοι είναι άτολμοι, οι Άλλοι βρίσκονται αιφνιδιαστικά σε απόσταση. Οι Άλλοι αποδεικνύονται πάντα Άλλοι. Πως να μην κλειστεί κανείς στο καβούκι του! Και αυτό τους φαίνεται λογικό. Πολύ λογικό.
Για τις χελώνες, αργά ή γρήγορα, κάποια μέρα στη ζωή τους, όλα μικραίνουν ξαφνικά, όπως συμβαίνει και στους ανθρώπους που σαν μεγαλώνουν και ενηλικιωθούν αναρωτιούνται πως μίκρυνε έτσι το πατρικό τους σπίτι. Έτσι και με τις χελώνες: ότι κάποτε τους φάνταζε μεγάλο και σπουδαίο, ξαφνικά μικραίνει κι εκείνες πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Οι ιδεολογίες μικραίνουν, οι αξίες μικραίνουν, η πίστη μικραίνει, η ελπίδα μικραίνει, ο τόπος μικραίνει, ο Άλλος μικραίνει, το εισόδημα μικραίνει και μονάχα η πέτσα του σκληρού δέρματος τους παχαίνει ξεδιάντροπα. Και αυτό τους φαίνεται καλό.
Οι καθώς πρέπει χελώνες, αλλά και γενικώς οι χελώνες, απεχθάνονται ακόμη τις φράσεις «δεν τα βγάζω πέρα ρε συ» ή «παρ’ όλα αυτά είμαι εδώ» και στις πιο πολλές περιπτώσεις απέναντι τους στέκουν αντικείμενα, έτοιμα για μετρήσεις, υπολογισμούς και κυρίως φράγκα.
Και όλα αυτά προστατευμένες, καθώς φαντάζονται, στο αράγιστο κέλυφος τους.
Οι συγκρούσεις τους, προφανώς πολύ συχνά, διαρρηγνύουν την ζωώδη αυτή πανοπλία, το εντός τους σώμα τραντάζεται, αλλά αυτό μοιάζει με λεπτομέρεια, αρκεί να διασφαλίζεται η επουλωτική επανόρθωση που μπορούν να προσφέρουν, τα εξωραϊσμένα συναισθήματα, τα φράγκα, η σιλικόνη και ο ναρκισσισμός που περνιέται για αφειδώλευτη προσφορά.
Αν οι χελώνες αγαπούσαν πραγματικά, αν τους είχε χαριστεί, εκ φύσεως, μια σταλιά αυτοπαραίτηση, θα μπορούσαν, ίσως, στην πρώτη σύγκρουση που ένιωσαν το κέλυφος τους να ραγίζει, να διακρίνουν τον ομιχλώδη ορίζοντα των δικών τους υστερημάτων. Στη σμίκρυνση του Τόπου, στην αφαίμαξη της ελπίδας, ακόμη και στην απόσταση του αγαπημένου Άλλου, θα ανακάλυπταν έκπληκτες όχι την εγωτική δήθεν οδύνη της σμίκρυνσης και της απόστασης, αλλά τις δικές τους αστοχίες, τις δικές τους υστερόβουλες χρόνιες παθογένειες, τις δικές τους ιδιοτέλειες, τη δική τους λειψή ανταπόκριση στη «δίψα αυτού του Τόπου για ζωή». Θα χάριζαν, κοντολογίς, το αδειανό καύκαλό τους, να πιεί νερό να ξεδιψάσει ο Ξένος και το χώμα που τις ανέχεται.
Αν οι χελώνες αγαπούσαν πραγματικά, θα κατέβαζαν ξανά και ξανά το μικρό ντενεκεδάκι τους στο μαγγανοπήγαδο του κενού και της μοναξιάς του αγαπημένου Άλλου, του μονάκριβου Τόπου τους. Κι’ εκεί ανάμεσα στα λυτρωτικά ξεδιψάσματα θα μουρμούριζαν αρχαίες προσευχές, με τα μαρτυρίκια της Αγάπης καρφιτσωμένα στο πέτο της καλής τους φορεσιάς.
«Εγώ είμαι αυτός που άφησα τόσο κενό στην ψυχή του Άλλου και της πατρίδας. Εγώ, κανείς άλλος. Εγώ, που δίχως μέτρο αγαπώ και ποθώ;»
Αλλά, θα ξέρετε δα κι εσείς, από πείρα και στοιχειώδη σπουδή στην ζωολογία, πως το τείχος ανάμεσα στις χελώνες, τα καβούκια τους εννοώ, είναι αδιαπέραστο.
Οι χελώνες, έτσι κι αλλιώς, διακρίνονται για την αψεγάδιαστη «αυτογνωσία» τους. Στιλβώνουν καθημερινά το κέλυφος με λογής-λογής αλοιφές με την αταλάντευτη σιγουριά πως η στιλπνότητα απλώνεται ως μέσα τους. Προσωπικά οι ίδιες δεν έχουν ποτέ κανένα ψεγάδι. Τον Τόπο, τις ιδεολογίες, τις αξίες, την ελπίδα, τον Έρωτα, τον έχει προδώσει η άλλη (χελώνα εννοείται). Η άλλη έβαλε λιγότερα στο παιχνίδι. Τουλάχιστον σε σχέση με το τι έχει εκείνη προσφέρει, η άλλη απολαμβάνει περισσότερο. Μα ναι, είναι βέβαιο, αναμφίβολα περισσότερα.
Όλοι οι λογαριασμοί βγάζουν τις χελώνες αδικημένες. Κι όλο μετρούν κι’ όλο λογαριάζουν κι’ όλο γυαλίζουν το ελκυστικό τους κέλυφος. Πώς να μην δικαιούνται να οργίζονται, να αντιδρούν, να κλαίνε, να «επαιτούν σάρκα εκεί που τους αρνούνται πνεύμα» και αντιστρόφως; Πώς να μην ντύνουν την προδομένη υπερπροσφορά τους με την μοχθηρή φορεσιά της απαίτησης;
Ανάμεσα στις χελώνες η ρήξη πάντα άγρια και θηριώδης. Όχι το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, αλλά το αλάτι. Η κάθε χελώνα με τις δικές της μετρήσεις, τα δικά της ζύγια, τους δικούς της υπολογισμούς, τα δικά της αλάτια και τις δικές της πληγές. Για την κάθε χελώνα το μόνο που μετράει είναι ο δικός της πόνος. Των άλλων, του Άλλου, ο πόνος είναι για το σινεμά και για το facebook. Για την κάθε χελώνα ο δικός της πόνος είναι αβάσταχτος. Και η αδικία σε βάρος της το ίδιο.
Γι’ αυτό κάθε Πρωτοχρονιά, οι χελώνες, αναμοχλεύουν το παρελθόν. Ξύνουν τις πληγές των Άλλων και του Τόπου. Βυθίζουν ανελέητα το μαχαίρι στη μνήμη των δέντρων, των πουλιών, του αέρα και της θάλασσας. Εδώ και χρόνια, δεκάδες χρόνια, κάθε χελώνα βλέπει στην άλλη την αποτυχία της να ζήσει. Η άλλη είναι η πιστοποίηση της μοναξιάς της, το δελτάριο εισόδου της στην κόλαση. Το εξιτήριο από τον Παράδεισο που είχε ονειρευτεί. Κι αυτό, ακόμη κι αν η άλλη, αν ο Άλλος, αν ο Τόπος ολόκληρος σφαδάζει στη δική του μοναξιά. Ακόμη κι αν μια ελάχιστη τρυφεράδα σ’ έναν καρπό, ένα χάδι σ’ έναν δέντρο, μια αγκαλιά στη θάλασσα κι ένας λόγος γλυκός σ’ ένα παιδί θα μπορούσαν να τα αναστήσουν όλα απ’ την αρχή.
Όχι! Στο πρόσωπο της άλλης οι χελώνες βλέπουν πάντα και μόνο το δικό τους κενό, το δικό τους παράπονο, την εις βάρος τους αδικία.
«Εμένα ποιος με ρωτάει, ρε; Ποιος μετράει την δική μου ανάγκη; Το δικό μου αβάσταχτο πόνο;»
Δεν υπάρχει πόνος και πίκρα πιο βασανιστική από την σύγκρουση των χελώνων που πίστεψαν πως ήταν αμοιβαία και ολοκληρωτικά ερωτευμένες ή των μοναχικών εαυτών που φαντάστηκαν ότι συστήνουν κοινωνία. Σύγκρουση πάντοτε παράλογη, όμως με όπλο πάντοτε την λογική. Η κάθε χελώνα, με την δική της τετράγωνη, αράγιστη λογική, καρφιτσωμένη στο πέτο της βεβαιότητας της.
Σας διαβεβαιώ ότι σ’ αυτό τον σπαραγμό φτάνει νομοτελειακά κάθε χελωνίστικος Φόβος που παριστάνει τον Έρωτα και κάθε χελωνίστικη συλλογικότητα που καμώνεται πως είναι κοινωνία.
Δεν πρόκειται για απλή απογοήτευση. Ότι δηλαδή πάει τέλειωσε η γοητεία της σχέσης ή της κοινωνίας. Είναι που από πίσω κρύβεται πονηρά η ασυνείδητη πίκρα για το ανέφικτο της ζωής, η απελπισία για το ακατόρθωτο της αμοιβαίας ολοκληρωτικής αυτο-προσφοράς, αυτής της προσφοράς που συνιστά τη ζωή. Η απώλεια του Τρόπου αυτού του Τόπου.
Οι χελώνες ερωτεύονται, αγαπούν, δουλεύουν, ζουν και πεθαίνουν θωρακισμένες ανεπίγνωστα στο άθραυστο κέλυφος της θνητότητας τους. Δηλαδή το εγώ τους. Και να φανταστείς ότι οι χελώνες είναι λένε αιωνόβιες. Βάλε τώρα με το μυαλό σου πως ερωτεύονται οι άνθρωποι. Σκέψου πως κοινωνούν οι άνθρωποι. Ζουν το θαύμα του Έρωτα ο καθένας από μόνος του. Ο Άλλος είναι μόνο μια αφορμή ή ένα άλλοθι. Ζουν τον Έρωτα του Τόπου τους ο καθείς κι η μοίρα του.
Ώσπου μια νύχτα, συντρίβονται οι ασύμπτωτοι πόθοι τους πάνω στα αράγιστα κελύφη.
Γι’ αυτό κάθε Πρωτοχρονιά, οι χελώνες δεν έχουν και πολλούς λόγους να σβήσουν βεγγαλικά σε σαμπάνιες, δεν κλείνουν το φως, δεν ψάχνουν το φλουρί, δεν ανταλλάσσουν «συμφωνημένα εορταστικά υπονοούμενα». Οι χελώνες δεν γιορτάζουν και δεν ανοίγουν σαμπάνιες. «Αράζουν» στα καλογυαλισμένα καβούκια τους και απεύχονται μην έρθει ο καιρός που θα τις βρει με το βαρύ τους καύκαλο ανάσκελα στο χώμα γεμάτο βρόχινο νερό. Και αυτό τους φαίνεται καλό. Η αλήθεια ποτέ δεν ήταν το στοιχείο τους.
Οι χελώνες δεν ζουν καλά και μείς χειρότερα, γιατί τουλάχιστον αυτές είχαν το άλλοθι πως ήτανε χελώνες. Εμείς τι άλλοθι να σκαρφιστούμε ;
Γι’ αυτό σου λέω ρε συ, φέτος, βγες απ’ το καβούκι σου…
Το άρθρο στολίζει το έργο της Anthos Kosmos