της Σοφίας Μανδηλαρά
11η Σεπτεμβρίου – Επιθέσεις στο Παρίσι. Η Ευρώπη μπροστά σε νέα αλλά παλιά διλήμματα.
Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, την απώλεια των ανθρώπινων ζωών ακολούθησε, μεταξύ άλλων, η απώλεια ελευθεριών, που παρουσιάστηκε ως μονόδρομος απέναντι στην ασύμμετρη απειλή της τρομοκρατίας. Σε διεθνές επίπεδο, ξεκίνησε ένα σπιράλ βίας υπό τον μανδύα της υπεράσπισης της δημόσιας ασφάλειας. Την ίδια ακριβώς έννοια επανέφεραν στο προσκήνιο οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου στην καρδιά της Ευρώπης. Νωρίτερα το 2015, είχε προηγηθεί η επίθεση στη γαλλική σατυρική εφημερίδα Charlie Hebdo. Το πρώτο θύμα ήταν ο τύπος.
Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και ο πόλεμος κατά της δημοσιογραφίας
«Όλοι οι Αμερικάνοι πρέπει να προσέχουν τι λένε και να προσέχουν τι κάνουν», εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου Ari Fleischer, μόλις στις 26 Σεπτεμβρίου 2001. Κάθε κριτική προς τη διοίκηση «βοηθάει μόνο τους τρομοκράτες και δίνει πυρομαχικά στους εχθρούς της Αμερικής», Γενικός Εισαγγελέας Η.Π.Α. John Ashcroft1. Το επάγγελμα του δημοσιογράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ασκείται με τη στοιχειώδη δεοντολογία, κατά τη διακυβέρνηση Bush σκιαγραφήθηκε ως εσωτερικός εχθρός, έγινε εξ ορισμού επικίνδυνο. Πράγματι, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2002, ο θάνατος τουλάχιστον 10 δημοσιογράφων συνδέεται με την επίθεση στους δίδυμους πύργους: ένας δημοσιογράφος σκοτώθηκε επί τόπου στην κατάρρευση του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου, ο δημοσιογράφος της Wall Street Journal Daniel Pearl απήχθη και δολοφονήθηκε στο Πακιστάν και 8 δημοσιογράφοι έχασαν τη ζωή τους στο Αφγανιστάν καλύπτοντας τον διαβόητο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Και όμως, αυτά τα θλιβερά γεγονότα, ήταν μόνο η αρχή, ή καλύτερα η επιφάνεια.
Οι διεθνείς επιπτώσεις του παραδείγματος των Η.Π.Α.
Όπως αναφέρει η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (Committee to Protect Journalists), διεθνώς αναγνωρισμένη οργάνωση με έδρα τη Νέα Υόρκη, στο τέλος του 2000, ήταν φυλακισμένοι 81 δημοσιογράφοι ενώ στο τέλος του 2001 το νούμερο είχε ήδη φτάσει τους 118 και το 2011, στην μαύρη δεκαετή επέτειο, τους 145. Σχεδόν ως αποκλειστική κατηγορία για την κράτηση τους εμφανίζεται η καταχρηστική ερμηνεία της έννοιας της δημόσιας ασφάλειας.
Η 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε η νομιμοποιητική βάση για μία άνευ προηγουμένου επίθεση στον τύπο εντός και εκτός συνόρων. Στην πρώτη φάση του πολέμου στο Αφγανιστάν, οι δημοσιογράφοι είχαν από καθόλου έως ελάχιστη πρόσβαση ενώ οι πληροφορίες που τελικά απελευθερώνονταν στα μέσα ήταν αυστηρά ελεγχόμενες είτε επί τόπου, είτε πίσω στις Η.Π.Α. αφού τα Μ.Μ.Ε. επέλεγαν να προβάλλουν τις επίσημες και άρα ασφαλείς πληροφορίες, παρά το ρεπορτάζ. Ο ανταποκριτής της Washington Post Doug Struck κατήγγειλε ότι μέλη του Αμερικανικού στρατού σημαδεύοντας τον, του απαγόρευσαν να ερευνήσει το θάνατο άμαχων πολιτών στο Αφγανιστάν: «Εάν προχωρήσεις παρακάτω, θα σε πυροβολήσουμε».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρεμβατικότητας των Η.Π.Α., η προτροπή του Colin Powell, Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α., τον Οκτώβριο του 2001 προς τις αρχές του Κατάρ να χαλιναγωγήσουν τον αραβικό δορυφορικό τηλεοπτικό σταθμό Al-Jazeera εξαιτίας των υποτιθέμενων αντιαμερικανικών θέσεων του. Τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν τα γραφεία του Al-Jazeera στην Καμπούλ και την Βαγδάτη, σκοτώνοντας έναν ρεπόρτερ και φυλάκισαν στο Guantanamo για 6 χρόνια χωρίς να του απαγγελθεί οποιαδήποτε κατηγορία ακόμα έναν.
Απολυταρχικά καθεστώτα που είτε συνδέονταν με τις Η.Π.Α. ως σύμμαχοι, είτε είχαν δική τους ατζέντα, χρησιμοποίησαν την επιχειρηματολογία Bush για να καταστείλουν τις ελευθερίες του τύπου και της έκφρασης. Το Πακιστάν εκμεταλλεύτηκε τον αναβαθμισμένο ρόλο του στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, ώστε να δώσει ελευθερία κινήσεων στην υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων και αντικατασκοπίας, η οποία έχει κατηγορηθεί πολλάκις ότι συνδέεται με το βασανισμό και τη δολοφονία δημοσιογράφων. Δυστυχώς, δεν ήταν το μόνο. Αντίστοιχα περιστατικά καταγράφονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη: στην Ινδονησία, σε χώρες της δυτικής Αφρικής, την Κίνα, την Δυτική Όχθη, απαγορεύτηκε στους δημοσιογράφους η κάλυψη αντι-αμερικανικών διαδηλώσεων και η αρθρογραφία αντίθετα προς τη νέα αμερικανική πολιτική κατά της τρομοκρατίας.
Bush και Putin σε κοινή γραμμή ενάντια στην ελευθερία του τύπου
Όμως, το ευνοϊκό κλίμα χρησιμοποίησαν και καθεστώτα που δε συνδέονταν άμεσα με αυτή την πολιτική, όπως η Ερυθραία, που τον Σεπτέμβριο του 2001 αμέσως μετά την επίθεση στις Η.Π.Α., σε μία νύχτα ανέστειλε τη λειτουργία όλων των ιδιωτικών Μ.Μ.Ε. και φυλάκισε 14 δημοσιογράφους. Αλλά και στη Ρωσία, οι Τσετσένοι αυτονομιστές χαρακτηρίστηκαν ως τρομοκράτες και οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τις επιπτώσεις του πολέμου επί τόπου κατηγορήθηκαν ότι συνέβαλαν στην αποσχιστική προπαγάνδα. Το Δεκέμβριο του 2001, το Ισραήλ βομβάρδισε και κατεδάφισε τις εγκαταστάσεις του ραδιοφωνικού σταθμού Φωνή της Παλαιστίνης στη Δυτική Όχθη, ενώ χρησιμοποίησε και σφαίρες εναντίον δημοσιογράφων για να τους αποκλείσει στην ακτή ώστε να μην καλύψουν επίθεση στην Γάζα.
Πρόκειται για μια σιωπηλή χιονοστιβάδα καταστολής σε παγκόσμιο επίπεδο. Σιωπηλή εν πολλοίς γιατί η προσοχή της δημόσιας γνώμης ήταν στραμμένη στην υπόλοιπη επικαιρότητα και γιατί οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι προφανώς δεν είχαν την ελευθερία να την καταγράψουν, όπως θα έπρεπε.
Η Γαλλία αντιμέτωπη με τους δικούς της δαίμονες
Με κομψό τρόπο, η ίδια αποσιώπηση επιχειρήθηκε και στη Γαλλία, ήδη από την επίθεση του περασμένου Ιανουαρίου στην εφημερίδα Charlie Hebdo. Λίγες μέρες μετά την πορεία αρχηγών κρατών υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας για την ελευθερία και τη δημοκρατία, το Ανώτατο Συμβούλιο Οπτικοακουστικών Μέσων της Γαλλίας (Conseil Supérieur de l'Audiovisuel) επέβαλλε κυρώσεις σε όλα τα μέσα ενημέρωσης της Γαλλίας, πλην ενός!
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση 500 ωρών προγραμμάτων, η ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή εντόπισε 36 «παραλείψεις» και στις 11 Φεβρουαρίου 2015 προχώρησε αναλυτικά σε 15 συστάσεις και σε 21, πιο σοβαρές, επίσημες προειδοποιήσεις. Εκτός του M6, όλα τα μέσα ενημέρωσης της Γαλλίας τιμωρήθηκαν. Το LCI, το ειδησεογραφικό κανάλι του γκρουπ TF1 που είχε συνεχή κάλυψη των γεγονότων, δέχτηκε 2 συστάσεις και 3 προειδοποιήσεις. Η σύσταση είναι μια τυπική ανάκληση στην τάξη και δεν έχει επιπτώσεις. Η προειδοποίηση όμως είναι κίτρινη κάρτα. Εάν το μέσο ξαναδεχτεί την ίδια κύρωση, ενδέχεται να του επιβληθεί πρόστιμο ή ακόμα και να του αφαιρεθεί η άδεια χρήσης συχνότητας. Οι 13 από τους συνολικά 16 δημοσιογραφικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία δέχτηκαν προειδοποιήσεις που μπορεί να επιφέρουν περαιτέρω κυρώσεις.
Το κριτήριο του Ανώτατου Συμβουλίου Οπτικοακουστικών Μέσων ήταν διπλό: η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και, για ακόμα μια φορά, η δημόσια ασφάλεια. Το πρώτο σκέλος είναι λογικό, αφού αφορά μέσα που περιέγραψαν ως τρομοκράτες πολίτες χωρίς να/πριν να επιβεβαιωθεί από την αστυνομία. Όσον αφορά τη δεύτερη αιτιολογική βάση όμως, η ρυθμιστική αρχή εγκάλεσε μέσα που μετέδωσαν εικόνες ή πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρήσεις της αστυνομίας, όσο ακόμα οι τρομοκράτες δεν είχαν συλληφθεί, και ειδικότερα σχετικά με την ομηρία στο σούπερ μάρκετ Hyper Cacher. Παρεμπιπτόντως, και τον Ιανουάριο του 2015 δεν έγινε μόνο μια επίθεση. Ξεκινώντας από το Charlie Hebdo ακολούθησαν διαδοχικές τρομοκρατικές ενέργειες έως τις 9 Ιανουαρίου, μια εκ των οποίων στο προαναφερθέν σούπερ μάρκετ.
Η Fleur Pellerin, Υπουργός Πολιτισμού, μάλλον δικαιολόγησε το Ανώτατο Συμβούλιο αφού δήλωσε ότι «διενήργησε με βάση το ρόλο του και εντός του ρόλου του». Επίσης, ανακοίνωσε ότι σε συνεργασία με το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα επεξεργαστούν ένα πιο σαφές πλαίσιο για τους δημοσιογράφους σχετικά με το τι μπορούν να μεταδίδουν και πώς, ώστε να μη διακινδυνεύουν την δημόσια ασφάλεια. Το οξύμωρο είναι ότι το Γαλλικό κράτος, είτε μέσω των ανεξάρτητων αρχών του, είτε μέσω της πολιτικής ηγεσίας, αντί να συσπειρωθεί γύρω από την προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, που υπήρξε και ο πρώτος τρομοκρατικός στόχος, εναντιώθηκε σε αυτή.
Όλα τα Μ.Μ.Ε. της Γαλλίας, συμπεριλαμβανομένου του ενός που δεν τιμωρήθηκε, αντέδρασαν με μία κοινή επιστολή στην οποία υπεραμύνονται της ελευθερίας του τύπου. Το κείμενο που υπογράφουν οι διευθυντές των δημοσιογραφικών ομίλων τιτλοφορείται «η πληροφορία υπό απειλή». Συνοπτικά αναφέρουν ότι εκπλήρωσαν την συνταγματική υποχρέωση τους για πληροφόρηση του κοινού σε πραγματικό χρόνο και ότι αυτό που ζητάνε οι αρχές της Γαλλίας είναι μη ρεαλιστικό αφού τα ξένα μέσα δεν δεσμεύονται από τους ίδιους κανόνες. Επίσης, αναρωτιούνται ρητορικά υπό το πρίσμα αυτών των κυρώσεων, πώς μπορούν να ασκούν δημοσιογραφία. Αναφέρουν ότι θα πρέπει ή να αυτολογοκρίνονται ή να τιμωρούνται, αν ακολουθήσουν αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων και ότι συνεπώς η απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Οπτικοακουστικών Μέσων χτυπάει την καρδιά της δημοκρατίας, που περιλαμβάνει την ελευθερία της έκφρασης.
Ειδικά μετά τις επιθέσεις του Νοεμβρίου, κυριάρχησε μεγαλύτερη ανησυχία στον δημοσιογραφικό κόσμο αφού η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, περιελάμβανε έναν νόμο του 1955 που, με την ενεργοποίηση ακόμα μίας διοικητικής πράξης, επέτρεπε τον πλήρη έλεγχο του τύπου. Ευτυχώς, στις 19 Νοεμβρίου ταυτόχρονα με την επέκταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η γαλλική εθνοσυνέλευση ψήφισε την οριστική κατάργηση των σχετικών άρθρων, απαλλάσσοντας οριστικά τα Μ.Μ.Ε. από αυτή τη δικλείδα.
Σε κάθε περίπτωση, είναι όντως παράλογο να απαιτείται από τα Μ.Μ.Ε. να μη μεταδίδουν πληροφορίες τη στιγμή που κάθε μάρτυρας μιας επιχείρησης ή τρομοκρατικής ενέργειας με πρόσβαση στο διαδίκτυο μπορεί να την δημοσιοποιήσει την ίδια στιγμή σε απεριόριστο κοινό. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί η ενδιαφέρουσα περίπτωση του Βελγίου. Αμέσως μετά το μακελειό στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού των Βρυξελλών, για τον εντοπισμό και τη σύλληψη τρομοκρατικών πυρήνων, οι αρχές ζήτησαν από τους κατοίκους να μην αναρτούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις τις αστυνομίας. Σε αντίδραση προς αυτή την έκκληση, οι κάτοικοι πλημμύρισαν τα αντίστοιχα hashtags (θεματικές δεξαμενές) με φωτογραφίες από γάτες. Αν και είναι ανώριμο να εκτιμηθούν τα μελλοντικά αντανακλαστικά της ευρωπαϊκής κοινωνίας, σαν πρώτο δείγμα γραφής οι πολίτες αξιολόγησαν υψηλότερα το κοινό περί δημόσιας ασφάλειας αίσθημα, ακολουθώντας τις οδηγίες της αστυνομίας, έναντι του αγαθού της πληροφόρησης, αφαιρώντας έμμεσα ένα εργαλείο από τους δημοσιογράφους. Το ερώτημα που υφίσταται όμως ήδη, είναι αν πρόκειται για πραγματικό δίλημμα. Αν δηλαδή η πληροφόρηση συγκρούεται με τη δημόσια ασφάλεια ή αντίθετα τη διασφαλίζει.
Julian Assange: μόνο η ελευθερία εγγυάται την ασφάλεια
«Ακόμα και κάποιος φούρναρης, που δεν ασχολείται καθόλου με την πολιτική μπορεί κατά λάθος ή από αδικία να βρεθεί μπλεγμένος, εξαιτίας ενός μπερδέματος ή εξαιτίας της ανικανότητας στις μυστικές υπηρεσίες και στα κράτη. Αλλά είναι απαραίτητο να προστατέψουμε στην κοινωνία αυτούς που παραμένουν ειλικρινείς, όπως οι ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης. Όλοι αυτοί είναι που προστατεύουν την κοινωνία από την κατάρρευση εξαιτίας της διαφθοράς ή της ανικανότητας. Αν αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να λειτουργήσουν η κοινωνία θα παρακμάσει και αυτό θα επηρεάσει ακόμα και τον φούρναρη». Με αυτό το παράδειγμα, ο Julian Assange εξηγεί στην πρόσφατη συνέντευξη του στον Κώστα Εφήμερο, γιατί ακόμα και αν η ελευθερία του τύπου ή η ελευθερία της έκφρασης φαίνεται λιγότερο σπουδαία μπροστά στο επείγον σε καιρούς κρίσης, είναι η μόνη που εξασφαλίζει τη συνέχεια της δημοκρατίας.
Ένα δέντρο που έπεσε στο δάσος, αν κανείς δεν το έχει δει, τελικά υπήρξε;
Στις 29 Δεκεμβρίου, η τοπική εφημερίδα των Βρυξελλών La Dernière Heure δημοσίευσε μια αμφίβολη ιστορία σχετικά με την ερωτική συνεύρεση αστυνομικών και στρατιωτικών κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού της πόλης, όταν όλοι οι κάτοικοι ασχολιόντουσαν με τις γάτες. Λόγω της φύσης του, το θέμα έχει σηκώσει το ανάλογο κουτσομπολιό. Όμως το πρόβλημα που αποκαλύπτεται στην ουσία του είναι σοβαρό: πώς μπορεί η κοινή γνώμη να γνωρίζει τι πραγματικά έχει συμβεί κατά τη διάρκεια ενός black out πληροφοριών. Και αν εν προκειμένω έχει ελάχιστη σημασία τι συνέβη σε μια πικάντικη ιστορία, πώς η κοινωνία μπορεί να εξασφαλίσει την ασφάλεια των πολιτών, όπως οφείλει, με δεδομένη μάλιστα την κλιμάκωση της κρατικής αυθαιρεσίας, της ρατσιστικής βίας και την πανευρωπαϊκή άνοδο της ακροδεξιάς, χωρίς την αντίστοιχη έγκυρη πληροφόρηση σε πραγματικό χρόνο.
Τα αναπόδραστα διλήμματα του Ευρωπαϊκού μέλλοντος
Οι επιθέσεις του περασμένου έτους στη Γαλλία δεν είχαν προς το παρόν τον καταιγιστικό αντίκτυπο της 11ης Σεπτεμβρίου στον περιορισμό των ελευθεριών, είτε στο εσωτερικό της, είτε σε άλλα κράτη. Όμως ο Πρόεδρος François Hollande έχει ήδη κάνει σαφή την επιθυμία του να αναθεωρηθεί το γαλλικό Σύνταγμα, ώστε να επιτρέπει «την λήψη εξαιρετικών μέτρων για μία συγκεκριμένη περίοδο, χωρίς να απαιτείται η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και χωρίς να διακυβεύεται η άσκηση των πολιτικών ελευθεριών», ένας συνδυασμός που θα αποδειχθεί σίγουρα περίπλοκος στην εφαρμογή του. Επιπλέον, εξαιτίας των πρόσφατων γεγονότων και της προσφυγικής κρίσης, σε εξέλιξη βρίσκονται οι συζητήσεις στην Ε.Ε. για την ασφαλή φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της μέσω της Frontex. Ανομολόγητα συμπεραίνεται από δηλώσεις αξιωματούχων ότι οι νέες αρμοδιότητες της υπηρεσίας, όχι καταστατικά, αλλά πρακτικά, μπορεί να συνεπάγονται την καταπάτηση διεθνών συνθηκών, με ολέθριες συνέπειες για όσους επιχειρούν να εισέλθουν. Υπενθυμίζεται ότι είναι απαρέγκλιτη υποχρέωση των κρατών με βάση το διεθνές δίκαιο, να διασώζουν όποιον βρίσκεται σε κίνδυνο στη θάλασσα.
O François Hollande απευθυνόμενος στο έθνος δήλωσε «είμαστε σε πόλεμο, αλλά αυτός ο πόλεμος, άλλου είδους, απαιτεί ένα συνταγματικό καθεστώς κατάστασης κρίσης». Πριν από 15 περίπου χρόνια, απευθυνόμενος σε ένα άλλο έθνος, ο George Bush Jr. είχε δηλώσει «οι εχθροί της ελευθερίας διέπραξαν μια πράξη πολέμου […] Η ελευθερία και ο φόβος, η δικαιοσύνη και η βαναυσότητα, ήταν πάντα σε πόλεμο, και γνωρίζουμε ότι ο Θεός δεν είναι ουδέτερος ανάμεσα τους». Στη χαραυγή του 2016, ας αποδείξουμε ότι οι άνθρωποι δεν είναι ουδέτεροι ανάμεσα τους.
Οι δημοσιογραφικές αντιδράσεις στην τρομοκρατία
Οι δημοσιογραφικές αντιδράσεις απέναντι στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, του Charlie Hebdo και του Ιανουαρίου του 2015 στο Παρίσι, μαρτυρούν την διαφορετική κουλτούρα ανάγνωσης των γεγονότων αλλά και προοικονομούν την εξέλιξη τους.
11η Σεπτεμβρίου
Οι λέξεις κλειδιά που κυριάρχησαν στα πρωτοσέλιδα εντός και εκτός Η.Π.Α. μετά την κατάρρευση των δίδυμων πύργων ήταν «πράξη πολέμου» ή «κήρυξη πολέμου». Μάλιστα, η τρομοκρατική ενέργεια συχνά περιγράφεται ως «επίθεση στον κόσμο» ή ως «η μέρα που άλλαξε τον κόσμο». Πράγματι, οι δευτερογενείς επιπτώσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, σχεδόν 15 χρόνια μετά δεν έχουν ακόμα ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Η δυσανεξία στην δημοσιογραφική κριτική και κυρίως η μυστικότητα που ξεκίνησε επί ημερών George Bush Jr. δυστυχώς συνεχίζεται. Για παράδειγμα, μόλις το 2012, η κυβέρνηση Obama κατέγραψε επί 2 μήνες την επικοινωνία από και προς 20 τηλεφωνικές γραμμές σπιτιών και γραφείων δημοσιογράφων του Associated Press, ενδεχομένως σε μια προσπάθεια να περιορίσει διαρροές προς τον τύπο. Η κρατική παρακολούθηση δημοσιογράφων προκάλεσε την κατακραυγή εμπειρογνωμόνων της Πρώτης Τροπολογίας του Συντάγματος και υποστηρικτών της ελευθερίας του τύπου και οδήγησε 50 από τις μεγαλύτερες οργανώσεις Μ.Μ.Ε. των Η.Π.Α. να απευθύνουν μια επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Γενικό Εισαγγελέα, Eric Holder.
Charlie Hebdo
Αντίθετα, η επίθεση στην σατυρική εφημερίδα Charlie Hebdo δεν καταγράφηκε ως χτύπημα στον κόσμο, αλλά ως «χτύπημα στην ελευθερία», η έκφραση που κυριάρχησε στον τύπο διεθνώς, και πυροδότησε ένα κίνημα αλληλεγγύης μεταξύ των δημοσιογράφων. Μάλιστα, το εξώφυλλο της εφημερίδας όταν επανακυκλοφόρησε στις 14 Ιανουαρίου με τον Προφήτη Μωάμεθ να κρατάει δακρύζοντας μία πινακίδα “Je suis Charlie” και με τον τίτλο «Όλα έχουν συγχωρεθεί» εμφανίστηκε στα πρωτοσέλιδα 23 άλλων εφημερίδων.
Επιθέσεις στο Παρίσι – Νοέμβριος 2015
Η αλληλεγγύη μεταξύ δημοσιογράφων που αρχικά εμφανίστηκε τον Ιανουάριο του 2015, απέκτησε πρακτική διάσταση τον Νοέμβριο όταν η οργάνωση Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières) ξεκίνησε τη δράση #porteouverte, δηλαδή ανοιχτή πόρτα, προς ξένους δημοσιογράφους που κάλυπταν τα γεγονότα στο Παρίσι και χρειαζόντουσαν γραφείο, τηλεφωνικές γραμμές ή πρόσβαση στο διαδίκτυο και υπηρεσίες μετάφρασης/διερμηνείας. Επιπλέον, υποστήριξε δημοσιογράφους για τη διαμονή τους στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εργασία τους.
Οι λέξεις κλειδιά των πρωτοσέλιδων της επόμενης ημέρας ήταν «μακελειό», «σφαγείο», «τρόμος». Το εξώφυλλο της Libération που χωρίς λέξεις, σε μαύρο φόντο δείχνει μερικά λουλούδια είναι χαρακτηριστικό. Καμία εφημερίδα δεν επέλεξε εικόνες από τα videos φρίκης που κυκλοφόρησαν, ούτε καν από τους πάνοπλους αστυνομικούς και στρατιώτες, αλλά κυρίως φωτογραφίες από τους διασώστες που βοηθούν θύματα.