Του Κωνσταντίνου Πουλή
Σκίτσο του Δημήτρη Δημαρέλου
Η Φώφη Γεννηματά, π.χ. υπάρχει ως παρωδία της παλαιάς ισχύος του ΠΑΣΟΚ, ατάλαντη ως το μεδούλι, άχαρη επικοινωνιακά και αδιάφορη πολιτικά, γνήσιο τέκνο μιας παλιάς αλλά αθάνατης οικογενειοκρατίας. Ο Καμμένος, αφρίζουσα και κλαίουσα πρώην αντιμνημονιακή δεξιά που ζει το κύκνειο άσμα της καθώς οι Έλληνες έφαγαν μια τόσο μεγάλη σφαλιάρα από την υποχώρηση του Τσίπρα, ώστε τους φάνηκε μετά φυσιολογικό να κυβερνά κανείς ως πρώην αντιμνημονιακός. Ο Λεβέντης, ψήφος διαμαρτυρίας σε έναν πολιτικά πειθήνιο κρονόληρο. Ο Μιχαλολιάκος σύμβολο της λατρείας της κτηνωδίας, από μαχαιροβγάλτες ή οφθαλμολάγνους της βίας. Ο Τσίπρας ως το γελαστό παιδί της συμφοράς. Συμβολίζει την αταίριαστα χαμογελαστή μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε ό,τι απεχθανόταν.
Ο Κυριάκος (θα σεβαστώ την προσπάθειά του να μην αναφέρει το όνομα του πατέρα του, παρότι θα μπορούσε να του πει κανείς τη φράση του Ό. Ουάιλντ: κανείς δεν πιστεύει μια γυναίκα που μετανοεί, αν δεν πάει σε κακό ράφτη. Με άλλα λόγια, αν δεν του άρεσε, θα έκανε άλλη δουλειά, θα έκανε την ίδια αλλά με άλλο όνομα, δεν θα κλαιγόταν) έχει πολιτικό στίγμα, μαζί με τον συμβολισμό. Εξηγούμαι:
Ο Κυριάκος είναι πάνω απ’ όλα «εκσυγχρονιστής». Αυτό σημαίνει ότι είναι ένας άνθρωπος ανερυθρίαστα «μνημονιακός», όπως λέγονται όσοι πιστεύουν ότι οι λαϊκές μάζες δεν υποφέρουν αρκετά για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει. Αυτό σημαίνει και η δήλωση κατά του «λαϊκισμού», στην πρώτη ομιλία που εκφώνησε ως πρόεδρος. «Κάτω από τον όρο αυτόν, μας λέει ο Ζ. Ρανσιέρ, θέλουν να συγκαταλέξουν όλες τις μορφές αποσκίρτησης από την κυρίαρχη συναίνεση». (J. Ranciere, Το μίσος για τη δημοκρατία) Από τους ανθρώπους που πέρασαν ως υποψήφιοι, με διάφορους βαθμούς γραφικότητας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκπροσωπεί όντως κάτι πολιτικά. Συμβολίζει την ανενδοίαστη προπαγάνδα κατά των λαϊκών τάξεων, που μπορεί πια να γίνεται με πλήρη ελευθερία, με δεδομένο ότι κανείς δεν την αμφισβητεί. (Δεν παίρνω βεβαίως τοις μετρητοίς τις διστακτικές αποστάσεις που πήρε στο θέμα των απολύσεων από τον προηγούμενο εαυτό του.)
Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να μας εξηγήσει το χάος που τον χωρίζει από τον (νεο)φιλελευθερισμό, μιλώντας για τις πολιτικές που καταδίκασε ο ελληνικός λαός, υποτιμά τη νοημοσύνη μας, όπως ακριβώς συνηθίζουν οι κυβερνώντες. Ήταν πολύ πιο ειλικρινής ο Δένδιας, λέγοντας ότι «Όταν ακούμε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ να μιλά για το ασφαλιστικό, νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στο ’14 και μιλά υπουργός της τότε κυβέρνησης».
Η συγκυρία απαιτεί απλώς ανθρώπους αποφασισμένους να κάνουν ό,τι τους λένε. Δεν σπανίζει κιόλας αυτό το είδος. Κάθε επαγγελματίας πολιτικός έχει αυτό το αντανακλαστικό. «Αυτές είναι οι αρχές μου, και αν δεν σας αρέσουν έχω κι άλλες». Η Νέα Δημοκρατία δεν είναι ούτε συντηρητική, ούτε φιλελεύθερη, ούτε «κρατικιστική». Είναι κόμμα εξουσίας. Αυτό θα πει ότι ασκούν τελικά τη μόνη πολιτική που ασκείται από όλους, αυτή των δανειστών. Η Νέα Δημοκρατία δεν εκπροσωπεί τίποτε ιδεολογικά. Ιδιωτικοποιήσεις κάνουν όλοι. Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι. Επίσης όλοι κολακεύουν το έθνος και τους παπάδες, την ίδια στιγμή που κάνουν ιδιωτικοποιήσεις. (Αν και βεβαίως, αυτό θα γινόταν με άλλη ένταση αν στο τιμόνι υπήρχε π.χ. ο Μάκης Βορίδης) Το φοβερό τραγουδάκι του Κυριάκου που λέει ότι η Ελλάδα βρυχάται και οι Έλληνες με μεράκι πάνε στην Ευρώπη είναι υλικό κωμωδίας, όπως όλα τα αντίστοιχα προπαγανδιστικά τραγουδάκια. Στον βαθμό που καταδέχεται κανείς να το πάρει στα σοβαρά, μένει με την ίδια γεύση: ποιος φιλελευθερισμός, ποιος νεοφιλελευθερισμός, θα κολακέψεις την Ελλαδάρα όπως κάνει όλος ο κόσμος. Είπε ότι δεν ξέρει τι είναι νεοφιλελευθερισμός. Κι όμως, το ενδιαφέρον σε αυτή την υπόθεση είναι γλωσσικό: η λέξη νεοφιλελευθερισμός κατέστη κακόσημη με τον καιρό, όπως το ίδιο συνέβη σταδιακά με τις λέξεις , καπιταλιστής, ιμπεριαλισμός και αποικιοκρατία, που δεν ήταν κακόσημες όταν λανσαρίστηκαν! Αυτό δείχνει περισσότερα για την ουσία του προβλήματος, από τη ρετσινιά του νεοφιλελεύθερου την οποία ο Κυριάκος αποκηρύσσει μιλώντας για αλληλεγγύη. Όταν ο πατέρας του ηγούνταν του κόμματος των Νεοφιλελεύθερων το 1977, η λέξη αυτή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί χωρίς να είναι βρισιά, όπως η λέξη ιμπεριαλισμός στα αγγλικά του 19ου αιώνα σήμαινε τη δόξα της αυτοκρατορίας. Η φόρτιση άλλαξε, διότι επλήγη εκ των πραγμάτων η αξιοπιστία της υπόσχεσης ότι ο ιδιωτικός τομέας αποτελεί τη λύση στα προβλήματά μας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί παρά να κάνει ό,τι κάνει όποιος πολιτεύεται. Θα συμβιβαστεί με τα ακραία στοιχεία του κόμματός του, με την ακροδεξιά που δήλωνε ότι δεν του αρέσει, θα προσποιηθεί ότι ασκεί κριτική στην κυβέρνηση και ότι είναι ανάλγητη, ενώ ξέρουμε ότι θα έκανε τα ίδια, μέχρι να εκλεγεί και να τα επαναλάβει, ad nauseam…
Ο Walwyn το έλεγε πολύ γλαφυρά, στο The bloody project, το 1642: Ο βασιλιάς, το κοινοβούλιο, οι μεγαλουσιάνοι του Λονδίνου και οι στρατιωτικοί σάς μετέτρεψαν σε σκαλιά απ’ όπου ανέβηκαν στη δόξα, τον πλούτο και την εξουσία. Η μόνη διένεξη που είχαμε και που έχουμε είναι ποιανού δούλος θα είναι ο λαός.