Σύμφωνα με όσα υποστήριξε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών στην Επιτροπή της Βουλής, το συνολικό ύψος των εισφορών φτάνει για τους ελεύθερους επαγγελματίες, νομίζω ότι επισφραγίζει η διαπίστωση αυτή, την απάντηση του ερωτήματος που έθεσα, το 37,95% των εισοδημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών. Ένας παλαιός ασφαλισμένος με εισόδημα 30.000 €, σήμερα καταβάλλει 3800 € για εισφορές. Θα κληθεί να καταβάλει 11.385 €, σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, αλλά και ένας δικηγόρος με 15.000 € εισόδημα, θα κληθεί να καταβάλει 5.692 ευρώ, από 3450 ευρώ που καταβάλλει σήμερα. Αυτή είναι μια άμεση και απλή αληθινή διαπίστωση.

Από την πλευρά της η Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. τόνισε κατά την τοποθέτηση της στη Βουλή: «Σήμερα έρχεστε με το 20%, ξανακάνετε το ίδιο λάθος, αλλά ξεχνάτε, ότι τις ασφαλιστικές εισφορές οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι έμποροι και οι βιοτέχνες τις καταβάλλουν οι ίδιοι. Δεν υπάρχει διάκριση μισθωτού και εργοδότη, γιατί εργοδότης και μισθωτός είναι ο ίδιος, σε αντίθεση με τους εργαζόμενους τους μισθωτούς, που το 1/3 καταβάλλει ο εργαζόμενος και τα 2/3 ο επιχειρηματίας.»

Για «υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές» κάνει λόγο και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε):

«Συνεχίζουμε τις υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες σε συνδυασμό με τις φορολογικές υποχρεώσεις οδηγούν τους μηχανικούς εκτός επαγγέλματος. Περίπου 4.000 μηχανικοί διαγράφηκαν από το ΤΕΕ το 2015 όταν είχαν λιγότερες ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις. Το 2016 ήταν πάνω από 5.000 και το 2017 θα είναι πάνω από 6.000 αν δεν γίνει κάτι συνταρακτικό που να αντιστρέψει αυτή την πορεία. Και σε αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που φεύγουν από τη χώρα χωρίς να διαγραφούν από το ΤΕΕ. Και το ανακαλύπτουμε πολλά χρόνια μετά και για να γίνω πιο συγκεκριμένος θα πω ότι όντως κύριοι Υπουργοί, οι μηχανικοί με έσοδα μέχρι 1.000 ευρώ το μήνα θα πληρώνουν λιγότερα δηλαδή 27% εισφορές, 22% φόρο.»

Yπαγωγή αυτοαπασχολούμενων αποφόιτων σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, σε καθεστώς καταβολής εισφοράς σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το 5ο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση