του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Τα καταφέρνει γιατί, πριν απ’ όλα, έχει ένα ισχυρό κίνητρο. Να «ανακουφίσει», έστω προσωρινά, τη νεύρωση του επικριτή-ενοχοποιητή. Και ξέρουμε πια, ότι οι αρνητικές κρίσεις προκύπτουν, σχεδόν νομοτελειακά, ως ψυχοπαθολογική συνέπεια της νευρωσικής προσωπικότητας που τις εκφέρει. Οναρκισσισμός, η κατάθλιψη, η έλλειψη ικανοποίησης από τη ζωή, η ελλειμματική συναισθηματική νοημοσύνη, η κυκλοθυμία, οι τραυματικές εμπειρίες, η αντικοινωνικότητα, αλλά κυρίως ένα παγιωμένο αίσθημα μειονεξίας και η χαμηλή αυτοεκτίμηση, είναι τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά όσων επι-κρίνουν και ενοχοποιούν. Όσων, δηλαδή, προβάλλουν το φιλμάκι της ανιαρής ζωούλας τους στις πράξεις, στα λόγια και γενικώς στα μούτρα των υπολοίπων.
Κάπως έτσι, βήμα-βήμα, πρόσωπο με πρόσωπο, οικογένεια με οικογένεια, παρέα με παρέα, γειτονιά με γειτονιά, κοινωνική ομάδα με κοινωνική ομάδα, η επικριτική ενοχοποίηση μπόλιασε τη χώρα από τη μια μεριά ως την άλλη. Έτσι κι αλλιώς, από τη μεταπολίτευση και μετά, το μητριαρχικό οικογενειακό μοντέλο «εφοδίασε» και «εκπαίδευσε» τις νέες γενιές με τις αναμονές-υποδοχές πάνω στις οποίες αγκιστρώθηκαν εύκολα οι ενοχοποιητικές λειτουργίες του κυρίαρχου συστήματος. Η καλή μανούλα που ήλεγχε δια των ενοχών το μέχρι χθες νήπιο, αντικαταστάθηκε από τον συνετό εκπρόσωπο των πολιτικοοικονομικών ελίτ. Η μανούλα του χθες, ο κάθε συνετός Αλέκος Παπαδόπουλος του σήμερα. «Μανούλα» κι αυτός στην ενοχοποίηση.
Εάν, βέβαια το πρόβλημα παρέμενε απλά ως μηχανισμός των κυρίαρχων ελίτ για την ενοχοποίηση και τον έλεγχο του κοινωνικού σώματος, ίσως τα πράγματα να ήταν, κάπως, πιο εύκολα. Το ζήτημα είναι, ότι η Επίκριση και η Ενοχοποίηση του Άλλου, αποτελούν πλέον κυρίαρχο τρόπο κοινωνικής προσαρμογής. Αν δεν επικρίνεις, αν δεν καταγγέλλεις την ενοχή κάποιων Άλλων, κινδυνεύεις να είσαι κοινωνικά ανύπαρκτος και να οδηγηθείς σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Λες και το νεοελληνικό cogidoείναι, «επικρίνω, άρα υπάρχω!».
Αρκεί κανείς να διατρέξει πρόχειρα την καθημερινή αρθρογραφία ή τα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα και θα πιστοποιήσει, ότι πράγματι ζει στη χώρα του «χωσέ». Στη χωσελάνδη! Όλοι τα «χώνουν» σε όλους, με αφανές κίνητρο τη ναρκισσιστική προβολή ενός εύθραυστου και ακρωτηριασμένου (και από τα Μνημόνια) «Εγώ», μέσω της υποβάθμισης του Άλλου -και όχι μόνο της άποψης του-.
Να γιατί, γεμίσαμε με αυτόκλητους «πανεπιστημιακούς ταξιτζήδες», με αυθαίρετες γενικεύσεις, ενώ η ιδιότυπη λογική που βασίζεται σε αναπόδεικτες προσωπικές εμπειρίες, αποθεώνεται από παρέα σε παρέα. Να γιατί, «εκπαιδευτήκαμε» να αναζητούμε σημασίες ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν, ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο στην ψυχοπαθολογία της συνωμοσιολογίας, ενώ ταυτόχρονα αγνοούμε πεισματικά την ουσία. Να γιατί, ο Λόγος μας πλημμύρισε από μελό συναισθηματικούρες, ακραίες λέξεις και «ηδονιστικές προστακτικές». Κάπως έτσι, όλοι γινόμαστε καθημερινά, όλο και πιο ειδήμονες επί παντός του επιστητού, όπως ορίζει η εκάστοτε επικαιρότητα. Κάπως έτσι, η κριτική χάριν της κριτικής έγινε το νέο εθνικό μας σπορ, ενώ η υιοθέτηση των πιο ακραίων-συχνά συντηρητικών- απόψεων, είναι η εύλογη συνεπαγωγή αυτού του «αθλήματος». Είναι, βλέπεις, και η ασίγαστη προσδοκία πρόκλησης εντυπώσεων, η βαθιά ναρκισσιστική ανάγκη υπερ-αναπλήρωσης μιας θολής εικόνας του εαυτού. Κι αν αναρωτιέσαι πώς οι χθεσινοί σου σύντροφοι, αποκρύπτουν χωρίς αιδώ την αλήθεια, πώς γίνεται να ορκίζονται στα, προφανή, ψέματα τους, πώς κατάντησαν δογματικοί και άτεγκτοι, η απάντηση, κρύβεται μέσα στην ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού.
ΗΕνοχοποίηση -και όπως αυτή διεκπεραιώνεται μέσα από την Επίκριση- είναι το κλειδί ελέγχου και υποταγής της νεοελληνικής κοινωνίας.
Πρόκειται για μιακοινωνικο-ψυχολογική διαδικασία απαξίωσης και υποτίμησης, με την οποία οι άνθρωποι στρέφουν την ενοχή και την ευθύνη μακριά,όχι μόνο από τους ίδιους, στοχεύοντας ένα πρόσωπο ή μια ομάδα άλλων ανθρώπων, αλλά κυρίως, μακριά από τους πραγματικά υπεύθυνους.
Είναι επίσης, μια πρακτική με την οποία συναισθήματα θυμού και εχθρότητας, προβάλλονται –με την ψυχολογική σημασία του όρου- μέσω μη κατάλληλων αιτιάσεων, σε πρόσωπα άλλων.
Ο άνθρωπος ή η ομάδα στόχος, διώκεται και υφίσταται άστοχες επιθέσεις, κατηγορίες και κριτική.Εν τέλει, απορρίπτεται από αυτούς, που ο κεντρικός υποκινητής καταφέρνει να επηρεάσει. Η παραμόρφωση, η αλλοίωση και η διαστρέβλωση, είναι πάντα χαρακτηριστικά στοιχεία της όλης διαδικασίας. Μονάχα που η Ομάδα στόχος, ή ο άνθρωπος στόχος, εναλλάσσεται με ταχύτητα, έτσι που κανείς τελικά δεν ξεφεύγει από την ενοχοποιητική μέγγενη και η ενοχή μεταδίδεται -σαν σε μια ιδιότυπη σκυταλοδρομία- από τη μια κοινωνική ομάδα στην άλλη, από τον έναν στον άλλο.
Στη διαδικασία αυτή της ενοχοποίησης, τα αισθήματα ενοχής, η επιθετικότητα, οι ευθύνες και τα πάθη, απομακρύνονται -προς στιγμήν- από μία ομάδα (ή ένα πρόσωπο), ώστε να εκπληρωθεί μια ασυνείδητη προσπάθεια αποφυγής ή «λύσης» των αρνητικών συναισθημάτων.
Η ευθύνη και η πραγματική ενοχή μετατοπίζεται σε κάποιον άλλο, που προσφέρεται-παρουσιάζεται σαν στόχος ενοχοποίησης- τόσο από τον κεντρικό υποκινητή, όσο και από τους υποστηρικτές του.
Η διαδικασία ενοχοποίησης απελευθερώνει τόσο τον κεντρικό υποκινητή, όσο και τους υποστηρικτές του, από μια μορφήαυτο-δυσαρέσκειας, ενώ ταυτόχρονα του προσφέρει μια ναρκισσιστικήαυτο-ικανοποίηση. Επιτρέπει, εν τέλει, μια φαρισαϊκή,δικαιοφανήκαι «ενάρετη» επιθετικότητα. Γι’ αυτό οιενοχοποιητέςτείνουν να έχουν εξαιρετικάτιμωρητικήσυμπεριφορά. Πίσω απ’ όλα αυτά, μπορεί κανείς να διακρίνει μια πρωτόγονη-προτεσταντική διάθεση χωρισμού του καλού από το κακό, που στην πράξη μοιάζει να νομιμοποιεί, να δικαιολογεί, την επιθετικότητα, την τιμωρητικότητα, αλλά και κάθε είδους κοινωνική ανισότητα.
Αλλά δεν είναι μόνον ότι οιενοχοποιητέςείναι ανασφαλή άτομα που προκειμένου να αναβαθμίσουν το δικό τουςstatus,απομειώνουντην πραγματικότητα της ομάδας ή του ανθρώπου που έχουν στοχεύσει. Είναι, κυρίως, ότι μέσω αυτής της μηχανικής, υλοποιούν την κυριαρχία τους. Και με την έννοια αυτή, κάθε ενοχοποιητική-επικριτική υιοθέτηση εκ μέρους του κοινωνικού σώματος, είναι στην πραγματικότητα συνοδοιπορία στην λογική της κυριάρχησης. Να το πούμε νέτα-σκέτα. Η επίκριση, η ενοχοποίηση, ακόμη και στη μικρή κλίμακα της οικογένειας, της παρέας, της δουλειάς, των σχέσεων, είναι «νερό στο μύλο της αντίδρασης».
Μέσα από την εκπλήρωση αυτής της λειτουργίας, είδαμε τα τελευταία χρόνια, την πολιτική, δημοσιογραφική και οικονομική ελίτ, να στιγματίζουν βάναυσα ένα ολόκληρο λαό με τις κατηγορίες του «τεμπέλη», του «κοπρίτη», του «αντιπαραγωγικού» κ.λπ. και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η κεντρική γραμμή της ενοχοποίησης διέρχεται από την Εργασία και τον τρόπο που ο Έλληνας την αντιλαμβάνεται. Από κοντά οι ιμάντες προώθησης της ενοχοποίησης, κρατικοδίαιτα στελέχη των κομματικών μηχανισμών και διάφοροι άλλοι νεοφιλελέδες, επικαλούνται ως άλλοθι έναν στεγνόκαιεργαλειακόορθολογισμό, για να μετατοπίσουν την βαριά ευθύνη τους στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.Και το κρίσιμο είναι, ότι σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας αποδέχτηκαν και υιοθέτησαν αυτή τη βαθιά ενοχή, με τον ίδιο περίπου τρόπο όπως στις δεκαετίες μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού, η Αριστερά, λίγο ως πολύ, ενστερνίστηκε την ενοχή της για το αποτυχημένο σοσιαλιστικό πρότυπο και περιέφερε τους πόνους της στα καφενεία και στους πολυχώρους εκδηλώσεων. Ακριβώς γιατί,η ατομική ψυχοσύνθεση -και μέσα στο πλαίσιο της ενοχικής νεοελληνικής οικογένειας- είχε ήδη προετοιμαστεί γι’ αυτό.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον όμως είναι πως, σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, θύμα της χειραγώγησης των εξουσιαστικών μηχανισμών, αισθάνθηκε συχνά ακόμη και υπεύθυνο για την πρόκληση αρνητικών συναισθημάτων στουςχειραγωγούς-ενοχοποιητές του. Το σκάσαμε το καημένο το παιδί με τις μαλακίες μας κι έβγαλε έρπη.
Ηαυτομομφή,που εκφραζόταν ήδη απ’ τα πρώιμα μεταπολιτευτικά χρόνια με το αμίμητο «ε ρε Παπαδόπουλος που μας χρειάζεται», έγινε στα μνημονιακά χρόνια βασικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής ταυτότητας. Σχεδόν όλοι, αισθανόμαστε πως θα έπρεπε να έχουμε κάνει κάτι διαφορετικό,και ως εκ τούτου, η πρακτική και η συμπεριφορά μας απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, είναι βαθιά αυτοτιμωρητική. Η δραματική αύξηση των αυτοκτονιών, αλλά και η παθητική-θυματοποιημένη προσμονή ενός θαύματος –«δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα»- είναι οι έμμεσες συνέπειες.
Αλλά, εν προκειμένω, η ενοχοποιητική διαδικασία επέτυχε επίσης να ενσωματώσει στην ελληνική συλλογικότητα και μια περίπου εγγενή αυτομομφή. Ότι δηλαδή, θες επειδή δεν περάσαμε Διαφωτισμό, θες λίγο ο Ράμφος, θες λίγο η Αρβελέρ, θες τα πολλά χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, έχουμε σχεδόν πεισθεί ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά με την συλλογική μας φυσιογνωμία. Υπάρχει κάτι εγγενώς λανθασμένο στη συλλογική μας ψυχοσύνθεση. Τόσο λανθασμένο, ώστε να αξίζει να επιτεθούμε ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό. Η δραματική πραγματικότητα που βιώνει ο τόπος, οφείλεται σε μια γεννετήσια «εθνική μειονεξία». «Είμαστε λάθος, μες στο κεφάλαιο του λάθους λήμματος». Φταίει η ταυτότητα μας και πρέπει το ταχύτερο δυνατόν να απαλλαγούμε απ’ αυτήν. Πρέπει να σκοτώσουμε, να ξεμπερδεύουμε μια και καλή, με τον Έλληνα που έχουμε μέσα μας. Να μείνουμε-γίνουμε Ευρωπαίοι, βρε αδερφέ!
Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική κοινωνία -κατά ένα σημαντικό μέρος της- μετατράπηκε, από στόχος των ενοχοποιητικών ελεγκτικών μηχανισμών, σε υποστηρικτή της διαδικασίας.
Η ενοχοποιητική διαδικασία έχει, όμως και ένα ακόμη χαρακτηριστικό, όπως υπαινικτικά αναφέρθηκε προηγούμενα στο «άθλημα της σκυταλοδρομίας».
Πρόκειται για την μετατόπιση της ενοχής, ακολουθώντας το φαινόμενο«kick-the-dog-effect», όπου τα άτομα ή οι ομάδες σε μια ιεραρχική δομή, ενοχοποιούν το άμεσα υφιστάμενο άτομο ή ομάδα και όλο αυτό μεταδίδεται προς τα κάτω στην ιεραρχία, μέχρι το τελευταίο σκαλί (thedog). Μάλιστα, πειραματικές μελέτες έχουν αποδείξει, ότι η διαδικασία μετατόπισης της ενοχής, μπορεί να είναι τελικά μεταδοτική ακόμη και στους -ή σε όσους θέλουν να παριστάνουν τους- αμέτοχους παρατηρητές.
Η ενοχή είναι στενά συνδεδεμένη με τη «θεωρία της ετικέτας», με βάση την οποία, όταν εκ προθέσεωςχειραγωγοίκατηγορούν συνεχώς ένα άτομο (ή μια ομάδα) για ανύπαρκτα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, μπορεί να προκληθούν παράλογες ενοχές σε ένα ασυνείδητο επίπεδο. Πρόκειται για μια τακτική προπαγάνδας, που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του νου, σε μια προσπάθεια να αξιοποιηθούν ενοχικές συμπεριφορές, ώστε να εγκατασταθεί μια αρνητική πραγματικότητα που θα «κανονικοποιήσει» τους ανθρώπους. Η ενοχή, ως τεχνική κοινωνικού ελέγχου, επιχειρεί να οικοδομήσει μία αρνητική αποτίμηση των ανθρώπων, ώστε να αυξηθεί ο φόβος και η κινδυνολογία.
Η ενοχοποίηση, με τη μορφή της δαιμονοποίησης άλλων λαών, έχει χρησιμοποιηθεί από κυβερνήσεις εδώ και αιώνες, αυξάνοντας τις εθνικιστικές τάσεις. Ποτέ όμως μέχρι σήμερα, οι τεχνικές αυτές δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς σε βάρος του ίδιου του λαού τους, και μάλιστα με τέτοια επιτυχία, οδηγώντας τον σε έναν συλλογικό αυτοτιμωρητικό αυτισμό.
Η ενοχοποίηση οδήγησε, εν τέλει, σε μια μορφήεργαλειακήςαντίληψης ανθρώπων, ομάδων, με τρόπο ώστε να επηρεαστεί αρνητικά ο νους και να προκληθεί μείωση της αντικειμενικότητας και του ορθολογισμού τους. Κι αν υπήρχε μια μεζούρα να μετρά, ας πούμε, τον κατά κεφαλή ορθολογισμό, όπως μετρά το ακαθάριστο εισόδημα, θα διακρίναμε εμφανώς τη ραγδαία απομείωση του τα τελευταία χρόνια. Ίσως αυτό να μπορούσε να μας εξηγήσει και πιο πειστικά τις ανά καιρούς ψήφους μας, την επανεκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, τη δυναμική των Χρυσαύγουλων ή του Λεβέντη, τις προσδοκίες στον Κυριάκο και ένα σωρό άλλες εξαιρετικά ανορθολογικές επιλογές του κοινωνικού σώματος, που δεν φτάνει να ερμηνεύσει η όποια πελατειακή ή άλλη αιτιολόγηση.
Αλλά,αν η «εργαλειοποίηση»είναι το τελικό στάδιο της διαδικασίας ενοχοποίησης, μπορεί κανείς να διακρίνει κρίσιμα χαρακτηριστικά της νεο-ελληνικής πραγματικότητας, που αποδεικνύουν ότι αυτή, έχει ήδη επισυμβεί.
Σύμφωνα με τηνMarthaNussbaum,η «εργαλειοποίηση» είναι η διαδικασίαμε την οποία μια αφηρημένη έννοια, όπως ο άνθρωπος ή ο λαός, αντιμετωπίζεται σαν να είναι ένα συγκεκριμένο πράγμα ή φυσικό αντικείμενο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ηπροσωπικότητα ή η ικανότητα του να αισθάνεται, να αντιλαμβάνεται και να έχει υποκειμενικές εμπειρίες.
Η«εργαλειακή»αντίληψη,ως συνέπεια της διαδικασίας ενοχοποίησης, είναι υπαρκτή, υποστηρίζει ηNussbaum, εάνισχύουν κάποιοιαπό τους ακόλουθους επτά παράγοντες:
α. Όργανο – Εάν ο άνθρωπος, η ομάδα ή ο Λαός, αντιμετωπίζεται ως «εργαλείο» για τους σκοπούς κάποιου«ιδιοκτήτη».
β. Άρνηση της Αυτονομίας – Εάν ο άνθρωπος, η ομάδα ή ο Λαός, αντιμετωπίζεται σαν να του λείπει η ικανότητα να ενεργεί ή η αυτοδιάθεση.
γ. Αδράνεια – Εάν ο άνθρωπος, η ομάδα ή ο Λαός, αντιμετωπίζεται σαν να του λείπει η κοινωνική δομή.
δ. Ιδιοκτησιακό καθεστώς – Εάν ο άνθρωπος, η ομάδα ή ο Λαός, αντιμετωπίζεται σαν να ανήκει σε κάποιον άλλο.
ε. Υποκατάσταση – Εάν ο άνθρωπος, η ομάδα ή ο Λαός, αντιμετωπίζεται ως κάτι ανταλλάξιμο.
στ.Καταστρεπτέο– Εάν ο άνθρωπος, η ομάδα ή ο Λαός, αντιμετωπίζεται ως κάτι που επιτρέπεται να υποστεί βλάβη ή να καταστραφεί.
ζ. ‘Αρνηση της υποκειμενικότητας – Εάν ο άνθρωπος, η ομάδα ή ο Λαός, αντιμετωπίζεται ως ένα αντικείμενο που δεν έχει ανάγκη ενδιαφέροντος για τα συναισθήματα και τις εμπειρίες του.
Μα αλήθεια, υπάρχει κάποιος απ’ αυτούς τους παράγοντες που να μην είναι υπαρκτός στη μνημονιακή πραγματικότητα;
Και είναι να αναρωτιέται κανείς, ανκάπου εδώ βρίσκεται και το «κουμπί» του Μνημονίου και η θεμελιώδης του επιδίωξη, πριν ακόμη και από την οικονομική εξάρτηση, την πληρωμή των δανειστών ή όποια άλλη αποικιοκρατική επιδίωξη κ.λπ. Να καταστεί, δηλαδή, εφικτή, μέσω της ενοχοποίησης, η «πειραματική» διαμόρφωση ενός ολόκληρου Λαού ως ιδιόκτητο εργαλείο των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης, δίχως καμιά δυνατότητα αυτενέργειας και αυτοδιάθεσης, μέσα σε ένα τέλμααυτοτιμωρητικήςαδράνειας καιόπου η εκποίηση, η ανταλλαγή ή ακόμη και η καταστροφή του,θα είναι κάτι σχεδόν φυσιολογικό.
Πρόκειται κυριολεκτικά για μια “μηχανή” μετασχηματισμού του ανθρώπου, αλλά και ολόκληρου του Λαού, σε Αντικείμενο!
Η λύση που προτείνει η ψυχολογία, είναι η επικέντρωση στην κατανόηση του τι συμβαίνει και στο ποιοί είναι οιενοχοποιητές-επικριτές, αλλά και οι ανεπίγνωστοι ή όχι συνοδοιπόροι τους, αφού μόνο η βαθιά αναγνώριση και επίγνωση της κατάστασης, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία.
Με την έννοια αυτή, αληθής στόχος ενός Λαϊκού κινήματος θα ήταν η σταδιακή απενοχοποίησηπλατιών λαϊκών στρωμάτων απ’ αυτήν ακριβώς τη μηχανική του εγκλωβισμού και της ενοχοποίησης. Η παραδειγματική τιμωρία των πραγματικών ενόχων, θα συντελούσε επίσης στην αθώωση και στην αποκατάσταση της αυτενέργειας του Λαού. Άλλωστ,ε αυτή η αθωωτική αυτενέργεια, είναι κρίσιμη προϋπόθεση στην πορεία παραγωγικής και δημιουργικής ανασυγκρότησης του τόπου. Όπως ένας ενοχικός άνθρωπος, έτσι και ένας ενοχικός Λαός, μόνο φόβο, θυμό και βία μπορεί να παράγει.Γι’ αυτό και στις παρούσες συνθήκες, είναι πολύ πιο πιθανός ένας εμφύλιος πόλεμος ή μια «πορτοκαλί επανάσταση», παρά μια γνήσια λαϊκή εξέγερση, γιατί με τόση προβολή συναισθημάτων οργής και θυμού στον «ένοχο» εαυτό μας και στον επίσης «ένοχο» απέναντι Άλλο, έχουμε φτιάξει για τα καλά το σχετικό εκρηκτικό κοκτέιλ. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, οι μόνοι που θα τη βγάλουν καθαρή, είναι οι πραγματικοί ένοχοι.
Χρειαζόμαστε προς τούτο, επειγόντως, μια πλημμυρίδα αθωότητας. Μια αθώωση, που θα αποτελέσει πολιτικό πρόταγμα. Μια νέα μεγάλη αθωωτική ιδέα! Χρειαζόμαστε, επίσης, επειγόντως και πρώτιστα, μια άρση της Επικριτικής πλημμυρίδας, όλων εναντίον όλων, έτσι που να χρειάζεται κάθε φορά πριν ανοίξουμε το στόμα μας ή το πληκτρολόγιο μας για να επικρίνουμε, να αναρωτηθούμε εμείς, πόσο νερό κουβαλήσαμε σήμερα στο μύλο της αντιδραστικής ενοχοποίησης και της εργαλειοποίησης του Λαού και του Τόπου μας.
Υ.Γ. Ήθελα πολύ να τα «χώσω» σε όλους σας, αλλά ξαναδιάβασα το άρθρο αυτό και το μετάνιωσα…