Είναι δεκάδες αυτοί που κατά καιρούς έχουν ταχθεί υπέρ της εγκαθίδρυσης ως πάγιου εκλογικού συστήματος της απλής και ανόθευτής αναλογικής. Από τον πρώην πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, όταν ήταν επικεφαλής της ΔΗ.ΑΝΑ (Δημοκρατική Ανανέωση) έως τα κόμματα του χώρου της αριστεράς για τα οποία αποτελεί από την μεταπολίτευση και μετά «αίτημα – σημαία». ‘Όμως οι αντιφατικές δηλώσεις του τελευταίου 48ωρου, που έκαναν ο υπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Κουρουμπλής όσο και ο πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης μάλλον δείχνουν ότι ανεξαρτήτως κυβέρνησης αυτό το αίτημα δύσκολα θα γίνει πραγματικότητα. Πάντα θα υπάρχουν οι δικαιολογίες για να μην εφαρμοστεί.
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (που σαφώς δεν λογίζεται στους πολιτικούς της αριστεράς) έγραφε το 1923 ότι «επιβάλλεται επιτακτικά και αν δεν είχε ευρεθεί και δεν είχε εφαρμοστεί πουθενά το αναλογικό εκλογικό σύστημα, να το ευρίσκαμεν ημείς και να το εφαρμόσωμεν τώρα εδώ εις την Ελλάδα». Ουσιαστικά ο εν λόγω πολιτικός διανοητής του φιλελεύθερου χώρου εξέφρασε το αυτονόητο. ‘Ότι δηλαδή νοθεύει την ουσία αυτού που ονομάζεται «αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία» το να «μετράει» η ψήφος ενός πολίτη περισσότερο από κάποιου άλλου μόνον και μόνον εξαιτίας του συνδυασμού που επέλεξε.
‘Όπως άλλωστε επισήμαναν το 2001 στην κοινή πρόταση νόμου που κατέθεσαν για την καθιέρωση της απλής αναλογικής ο Συνασπισμός και το ΚΚΕ «ποτέ σχεδόν στα 170 χρόνια της ύπαρξης του νεότερου ελληνικού κράτους ο εκλογικός νόμος δεν απέβλεψε στην πιστή αποτύπωση της λαϊκής βούλησης. Και αυτό πάντοτε στο όνομα της εξασφάλισης αυτοδύναμης σταθερής και ισχυρής κυβέρνησης. Για να είναι όμως πραγματικά, ουσιαστικά και αποτελεσματικά και όχι μόνο τυπικά αυτοδύναμη μία κυβέρνηση πρέπει να έχει κερδίσει την πλειοψηφία της ψήφου του λαού. Κυβερνήσεις που στηρίζουν την αυτοδυναμία τους στην εκλογική τεχνική, ούτε αυτοδύναμες είναι ούτε ισχυρές. Αυτές οι κυβερνήσεις είτε το θέλουν, είτε όχι, σέρνουν μαζί τους μία διάσταση. Τη διάσταση ανάμεσα στην επιρροή τους στο λαό και στη δύναμή τους μέσα στη Βουλή».
Το θέμα της απλής αναλογικής έχει αναδειχθεί ως ιδιαίτερα …πρόσφορο για πολιτικούς εμπαιγμούς. Μόνον έτσι μπορεί να εκληφθεί άλλωστε η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ να καταθέσει πρόταση – νόμου για την καθιέρωση της απλής (αν και όχι ανόθευτης) αναλογικής τον Ιούνιο του 2015. Μιλάμε για το ίδιο κόμμα που επί 22 χρόνια περίπου που κυβέρνησε την χώρα όχι απλά δεν την εφάρμοσε αλλά βρήκε και τα πλέον απίθανα επιχειρήματα για να επιχειρηματολογήσει εναντίον της. Είτε επρόκειτο για την δικαιολογία της τήρησης του πνεύματος του Συντάγματος που απαιτεί ισχυρές κυβερνήσεις (Ε.Βενιζέλος), είτε για την πολυδιάσπαση του πολιτικού σκηνικού που ενθαρρύνει την διαπλοκή (Απ.Κακλαμάνης) είτε για την αναγκαιότητα οικονομικής σταθερότητας που σχετίζεται με την πολιτική σταθερότητα (Κ.Σημίτης). Ανάμεσα στις δικαιολογίες που έχουν χρησιμοποιήσει κατά καιρούς εναντίον της απλής αναλογικής τόσο η Ν.Δ όσο και το ΠΑΣΟΚ είναι επίσης και τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» με αναφορές στις μουσουλμανικές μειονότητες της Θράκης ή στην τουρκική επιθετικότητα. Αντί για την απλή αναλογική διαχρονικά στην χώρα εφαρμόζονται πολύπλοκα και δαιδαλώδη εκλογικά συστήματα με σαφέστατο προσανατολισμό στην ενίσχυση του κόμματος που θα έρθει πρώτο τα οποία εμφανέστατα προσαρμόζονταν στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία και πρωτίστως στα συμφέροντα του πολιτικού σχηματισμού που νομοθετούσε.
Πάντως το κυρίαρχο πολιτικό επιχείρημα των αρνητών της απλής αναλογικής παραμένει το ότι η απλή αναλογική δεν μπορεί να παράσχει στο πολιτικό σύστημα μία βέβαιη και ισχυρή διακυβέρνηση. Αυτό δηλαδή που εξέφρασε και ο υπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Κουρουμπλής, με την φράση «η χώρα δεν θα κυβερνηθεί ποτέ». Όσο για τον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση, διαφώνησε αναφέροντας ότι η υιοθέτηση της απλής αναλογικής αποτελεί πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ πλην όμως σημείωσε πω δεν είναι θέμα που ενδιαφέρει άμεσα τους πολίτες.
Πίσω από την θέση περί «ισχυρών κυβερνήσεων» (που επισείει τον φόβο του …χάους) κρύβεται η αντίληψη που λέει πως η δύναμη μίας κυβέρνησης δεν χρειάζεται να εκπορεύεται από την στήριξη των ψηφοφόρων, να βασίζεται στην λαϊκή αποδοχή. Είναι αρκετό να στηρίζεται σε ένα εκλογικό σύστημα που εξ ορισμού παράγει κυβερνήσεις μειοψηφίας. ‘Όταν μάλιστα τα τελευταία χρόνια μειοψηφικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν σκληρές μνημονιακές πολιτικές, τότε πολύ εύκολα κατανοεί κανείς το πόσο απέχει αυτή η λογική από τις έννοιες της «Δημοκρατίας» και της «Ισονομίας».
Ιδίως μάλιστα όταν η απουσία της απλής αναλογικής συνοδεύεται και από την ύπαρξη του περίφημου «πλαφόν» για την είσοδο κομμάτων στην Βουλή. Το οποίο διαχρονικά η Γερμανία πιέζει για να αυξηθεί σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Ένα μέτρο που σαφώς λειτουργεί – κατά κύριο λόγο- σε βάρος πολιτικών σχηματισμών οι οποίοι δεν είναι συμβατοί με τους στόχους και τις νόρμες του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος.
Δεν λείπουν και αντιλήψεις -επικουρικές σε αυτή την θέση – που μιλούν για κοινοβούλια τα οποία θα εξαρτώνται από πολιτικές μειοψηφίες. Πάντως αυτό το επιχείρημα κάθε άλλο παρά επιβεβαιώθηκε στην Βουλή που υπήρχε τον Αύγουστο του 2015. Παρά το ότι το βασικό κυβερνητικό κόμμα είχε μεγάλες κοινοβουλευτικές απώλειες, βρέθηκαν εύκολα οι 222 βουλευτές (ΣΥΡΙΖΑ,ΑΝΕΛ,Ν.Δ,ΠΑΣΟΚ,Ποτάμι) που υπερψήφισαν την συμφωνία της 12ης Ιουλίου και το 3ο Μνημόνιο που προέκυψε από αυτήν…