Ωστόσο, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, προειδοποίησε ότι «αν συνεχίσουμε να προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε την ανάπτυξη με το λάθος κλειδί, είναι φυσικό στο τέλος να σπάσει» και τόνισε ότι με την αξιολόγηση «μπαίνει τέλος σε οποιαδήποτε αμφιβολία για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρώπη και το ευρώ», ενώ παράλληλα ζήτησε μια «νέα παραγωγική συμφωνία» με τη συμμετοχή όλων.
 
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο,  μπορεί να αξιοποιήσει την ευκαιρία που διανοίγεται, «δύσκολα, αλλά μπορούμε», είπε χαρακτηριστικά, για τέσσερις λόγους:
  1. η ποσοτική χαλάρωση και η πτώση των διεθνών τιμών πρώτων υλών,
  2. η ευρύτερη πολιτική αποδοχή και κοινωνική ωρίμανση, ότι δηλαδή η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι η μόνη βιώσιμη λύση,
  3. τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας,
  4. η βιομηχανία και οι επιχειρήσεις είναι ακόμη εδώ παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια.
Η Ελλάδα, ανέφερε, εξακολουθεί να παραμένει μια από τις 40 πλουσιότερες χώρες του κόσμου κι επανέλαβε ότι σήμερα όσο ποτέ, χρειαζόμαστε τις επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές επενδύσεις, αλλά για να πείσουμε κάποιον να επενδύσει στην Ελλάδα, πρέπει όλοι μας, πολιτεία, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι και κοινωνία, να βελτιωνόμαστε διαρκώς, να είμαστε πιο ανταγωνιστικοί και πιο παραγωγικοί. 
 
Όπως είπε, «οι βιομηχανικοί και κλαδικοί σύνδεσμοι, έχουμε συμφωνήσει σε ένα κοινό πλαίσιο δράσεων που θεωρούμε ως το ελάχιστο πλαίσιο συνεννόησης με την Πολιτεία» που περιλαμβάνει τρεις πυλώνες:
  1. Έναν οδικό Χάρτη για την ανάπτυξη με περισσότερες από 100 προτάσεις για την βιομηχανία, την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, την καινοτομία τις εξαγωγές, τις δεξιότητες, τις αδειοδοτήσεις, την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, την χωροταξία, την λειτουργία της αγοράς και τις δημόσιες προμήθειες.
  2. «Έξυπνες» φορολογικές πολιτικές για την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση των δημοσίων εσόδων.
  3. Κλαδικές πολιτικές σε κρίσιμους βιομηχανικούς κλάδους (όπως αγροδιατροφή, φαρμακοβιομηχανία, logistics, μέταλλα και κατασκευές, ενέργεια, περιβάλλον).
Ο Θ. Φέσσας τόνισε ότι ο ΣΕΒ δεν έχει πολιτική ατζέντα και δεν συμμετέχει σε κομματικές αντιπαραθέσεις, αλλά μένει σταθερός στις απόψεις του «πολλές φορές ενάντια ακόμη και σε επιμέρους δικά μας συμφέροντα». «Το αποδείξαμε, είπε, με την στάση μας, όταν συναινέσαμε στην προσωρινή αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, για το κοινό καλό, παρά την επιβάρυνση του ήδη υψηλού μη μισθολογικού κόστους, προσδοκώντας ότι έτσι θα έκλεινε η αξιολόγηση τον περασμένο Ιανουάριο».
 
Ωστόσο, όπως είπε, ο ΣΕΒ διαφωνεί ριζικά με το μίγμα πολιτικής που συνοδεύει την πρώτη αξιολόγηση, γιατί συμπιέζει τις παραγωγικές δυνάμεις, δεν διευρύνει την φορολογική βάση και δεν περιορίζει περιττές και ανορθολογικές δαπάνες του κράτους, δεν αναλαμβάνει την ιδιοκτησία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και δεν πετυχαίνει την πραγματική στήριξη των ασθενέστερων. «Με αυτό το μίγμα πολιτικής, είπε, αποθαρρύνονται οι επενδυτές, ενώ αρκετοί εξωθούνται στην παραοικονομία και άλλοι στην έξοδο από τη χώρα».
 
Στη συνέχεια, απαρίθμησε σειρά βιομηχανικών κλάδων που παρουσιάζουν επενδυτικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα πέρα από τον τουρισμό και τα logistics, όπως η μεταλλουργία, η ενέργεια, η περιβαλλοντική βιομηχανία, τα δομικά υλικά, η πληροφορική, η φαρμακευτική βιομηχανία, τα τρόφιμα. 
 
«Οι αριθμοί λένε ότι αν η χώρα μας καταφέρει να συγκλίνει με τους ευρωπαϊκούς βιομηχανικούς δείκτες, τότε, θα δημιουργηθούν πάνω από μισό εκατομμύριο άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, θα διπλασιαστούν οι εξαγωγές μας και θα αυξηθεί η καινοτομία», τόνισε. «Έστω και μέρος από τα παραπάνω να πετύχουμε, δεν θα χρειαστούν ούτε «κόφτης» ούτε άλλα υφεσιακά μέτρα», πρόσθεσε.