Στη συνέντευξη του ο Έλληνας υπουργός επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τις προσπάθειες που καταβάλλονται για το σπάσιμο της συμμαχίας που υπήρχε ανάμεσα σε ολιγάρχες, πολιτικούς, τράπεζες και ΜΜΕ, όπως επίσης τις προσπάθειες για την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά και το γεγονός πως η Ελλάδα υπήρξε η σκηνή ενός κοινωνικού πειράματος για μία ακραία μορφή νεοφιλελευθερισμού, όπως στη Χιλή επί δικτατορίας του Πινοτσέτ.
Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς πως στην Ελλάδα οι μισθοί ήταν δυσανάλογα υψηλοί προς την παραγωγικότητα, παρατηρεί πως το ύψος του μισθού πότε δεν ήταν το πρόβλημα, ενώ είναι στατιστικά αποδεδειγμένο πως οι Έλληνες εργάζονται πολύ περισσότερο από τους κατοίκους οποιασδήποτε άλλης χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, σήμερα η Ελλάδα έχει την πιο μορφωμένη από ποτέ άλλοτε γενιά νέων Ελλήνων, αλλά πολλοί καταφεύγουν στο εξωτερικό. Χρειάζεται, όπως λέει, ένα νέο οικονομικό μοντέλο, το παλιό έχει καταρρεύσει, ωστόσο η λύση δεν μπορεί να είναι η παραπέρα επιβάρυνση των φτωχών και της μεσαίας τάξης.
Ο υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, επισημαίνει πως, παρά το γεγονός ότι στην κυβέρνηση επιβάλλονται αυστηροί περιορισμοί, οι μεταρρυθμίσεις της βασίζονται στα ιδανικά της και όχι σε διαταγές από έξω και το καλύτερο παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατα ψηφισθείσα συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, όπου μείωσε τις συνταξιοδοτικές δαπάνες κατά 1%, όπως είχε συμφωνηθεί με τους πιστωτές, αλλά αντί να μειώσει τις συντάξεις κατέστησε δικαιότερο το σύστημα και ενοποίησε τις ρυθμίσεις για όλους τους ασφαλισμένους.
Ο ίδιος κάνει λόγο για το “παράδοξο”, που συνιστά και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για την κυβέρνηση, δηλαδή οι Έλληνες να αγαπούν τη χώρα τους αλλά να μισούν το κράτος, κάτι που οφείλεται κυρίως στο ότι στο παρελθόν το κράτος δε ήταν ουδέτερο, αλλά ήταν πελατειακό και υπήρχε μία συμμαχία ανάμεσα σε ολιγάρχες, σε πολιτικούς, σε τράπεζες, σε ΜΜΕ, και τώρα καταβάλλονται προσπάθειες για να σπάσει αυτό το αντιδημοκρατικό σύστημα.