Πέρα από το γεγονός ότι θεωρούσαν τις τιμές της ΚΑΠ πολύ υψηλές, οι Εργατικοί εξέφραζαν φόβο για τα περιθώρια που θα είχαν εντός της ΕΟΚ να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις υπέρ του κοινωνικού κράτους και μιας ριζοσπαστικής εθνικής βιομηχανικής πολιτικής. Τότε το δημοψήφισμα του 1975 είχε ως κύριο στόχο να επιλύσει τις εσωτερικές διαφωνίες στο κόμμα των εργατικών, μερίδα του οποίου επιθυμούσε να μετακινηθεί πιο αριστερά.
Φιλίππα Χατζησταύρου, Βαγγέλης Γεωργίου
Το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Κάμερον να κρατήσει υπό έλεγχο τους ευρωσκεπτικιστές εντός του κόμματος των συντηρητικών αλλά και το εθνικιστικό αντικαθεστωτικό UKIP. Σε αντίθεση με σήμερα όπου ο Κάμερον επέτυχε μια συμφωνία ιδιαίτερα επωφελή για το Ηνωμένο Βασίλειο, η τότε διαπραγμάτευση της βρετανικής παραμονής από τους εργατικούς ήταν για κάποιους αρκετά διακοσμητική. Κι όμως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1975 δεν θα επαναληφθεί αυτή τη φορά. Παραδόξως, σε αντίθεση με σήμερα που τα προγνωστικά για το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2016 είναι οριακά, το 1975 η παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ εγκρίθηκε από τον βρετανικό λαό με ποσοστό 67%.Σήμερα η χώρα είναι περισσότερο διαιρεμένη από ποτέ. Τότε ήταν κυρίως οι συντηρητικοί που συνηγορούσαν υπέρ της παραμονής της χώρας εντός της ΕΟΚ, ενώ σήμερα είναι η πιο αντιδραστική πτέρυγα αυτών που υποστηρίζει ότι η παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου ισοδυναμεί με απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας.
Τότε, παρά τις διαφωνίες τους, η επίσημη γραμμή του κόμματος των εργατικών τάχθηκε υπέρ της παραμονής. Κι όμως, μετά τη θετική έκβαση του δημοψηφίσματος, οι Εργατικοί δεν έτρεφαν αυταπάτες. Ο Εργατικός James Callaghan, τον Ιανουάριο του 1976 προειδοποιούσε ότι η ΕΟΚ «δεν μπορεί να προχωρήσει ταχέως προς κατεύθυνση οικονομικής και νομισματικής ενώσεως χωρίς μαζική μεταφορά πόρων από τα πλουσιότερα στα φτωχότερα κράτη-μέλη». Οι συντηρητικοί από την πλευρά τους θεωρούσαν ότι η παραμονή σε μια χαλαρή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, όπως αντιμετώπιζαν την ΕΟΚ, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να υπονομεύσει την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία της χώρας.
Τότε, η μόνη βιώσιμη λύση ήταν η παραμονή. Το 1977 η Μάργκαρετ Θάτσερ σημείωνε με νόημα ότι «η ιδέα μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης με κεντρική ευρωπαϊκή κυβέρνηση υπεύθυνη έναντι κεντρικού ευρωπαϊκού κοινοβουλίου δεν είναι υπόθεση του προσεχούς μέλλοντος» τονίζοντας τις επιφυλάξεις της «ως προς τον τρόπο κατά το οποίον επιδιώκεται η εκπλήρωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους». Βάσει ακριβώς αυτής της πεποίθησης, οι συντηρητικοί, αφού ανέλαβαν την εξουσία τον Μάιο του 1979, βάσισαν την ευρωσκεπτικιστική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου πάνω στην αντίληψη ότι η παραμονή στην ΕΟΚ συνεπαγόταν αυτόματα την προστασία και προώθηση των εθνικών συμφερόντων της χώρας. Για την άτεγκτη Θάτσερ ήδη όταν ήταν στην αντιπολίτευση θεωρούσε ότι ήταν πρόωρο να εκτιμηθούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της βρετανικής ένταξης στην ΕΟΚ. Κάποιους μήνες μετά τη θρυλική φράση«Iwantmymoneyback» στην Σύνοδο Κορυφής του Δουβλίνου στα τέλη του 1979, η Θάτσερ θα περιγράψει σε συνέντευξή της στη γαλλική τηλεόραση το Μάρτιο 1980 ωμά το πρόβλημα: «Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι είναι δίκαιο ενώ η Γαλλία θα καταβάλει φέτος 250 εκατ. λίρες, η Μ. Βρετανία να επιβαρυνθεί με περισσότερο από 1,2 δις».
Κι όμως στις αρχές του 1980, η θατσερική Βρετανία δεν απείλησε με Brexit παρόλο που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το 70% των Βρετανών ήθελαν έξοδο από την ΕΟΚ. Βασική θέση της Θάτσερ ήταν ότι «σε περίπτωση αποτυχίας [επαναδιαπραγμάτευσης] δεν γεννάται θέμα αποχωρήσεωςτου Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΟΚ ή ασκήσεως πολιτικής κενής έδρας (μη συμμετοχή εκπροσώπων κράτους μέλους σε συνεδριάσεις οργάνων) [..] Θα παραμείνουμε στη θέση μας και θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας». Και το έκανε. Το 1980 η βρετανική διπλωματία κατάφερε τελικά την επαναδιαπραγμάτευση των όρων συμμετοχής της Γηραιάς Αλβιόνας χωρίς να απειλήσει με Brexit επαληθεύοντας μέχρι στιγμής τον ισχυρό άνδρα του ΒΒC, Alexander Lieven, πως η ΕΟΚ «δεν είναι προσωρινός οργανισμός και επομένως πρέπει να αντιμετωπίζει όλα τα θέματα μακροπρόθεσμα».
Ο ‘δομικός’ ευρωσκεπτικισμός και η εκκρεμής κοινοτική συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου απαιτούσε ταυτοχρόνως στρατηγικές επιρροής στα κοινοτικά πράγματα. Ο Σερ William Elliott σημαίνων Βουλευτής του Συντηρητικού κόμματος θύμιζε ήδη το 1978 ότι η βρετανική εμπειρία «διδάσκει ότι η συνεργασία είναι δύσκολη με εκπροσώπους χώρας που έχει αμφιβολίες για τους αντικειμενικούς σκοπούς της Κοινότητας». Η σημερινή βρετανική κρίση ταυτότητας αποδεικνύει διαχρονικά του λόγου το αληθές. Από την αρχή της ένταξης τους στην ΕΟΚ, οι Βρετανοί εγκαινίασαν μια στρατηγική διμερούς διπλωματίας αναζήτησης συμμάχων, ως ένα αντίμετρο στην ως επί το πλείστον συσπείρωση του ενδοκοινοτικού μετώπου. Το «Όχι» των Νορβηγών στο δημοψήφισμα του 1972 για ένταξη είχε αποτελέσει μεγάλο πλήγμα για τη βρετανική στρατηγική διότι είχε χάσει εξαρχήςστην κοινοτική κονίστρα έναν ενδεχόμενο σύμμαχο για την ανατροπή ή τουλάχιστον αλλαγή του κοινοτικού κεκτημένου.Υψηλοί Βρετανοί αξιωματούχοι δεν απέκρυπταν την απογοήτευση τους διότι είχαν χάσει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν την Νορβηγία ως οιονεί δορυφόρο του ΗΒ εντός ΕΟΚ, ιδίως προς αντιμετώπιση της γερμανικής επιρροής εντός της Κοινότητας.H βρετανική πολιτική επιρροή αποτυπωνόταν επίσης και στους στενούς δεσμούς Βρετανίας και Δανίας.
Είναι γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στη Δανία οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι σε περίπτωση Brexit το 50% των Δανών προτιμούσαν Denmarxit ενώ μόνο το 28% επιθυμούσαν την παραμονή της χώρας τους στην ΕΟΚ. Στη σημερινή συγκυρία που αποτελεί συνέχεια μιας μακράς κρίσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, ο Κάμερον στοιχημάτισε στο γεγονός ότι σε περίπτωση Brexit μπορεί να υπάρξουν απρόβλεπτες αλυσιδωτές αντιδράσεις (effetdomino) σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ και έτσι κατάφερε να πετύχει στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ τον Φεβρουάριο του 2016 μια ιδιαίτερα ικανοποιητική συμφωνία παραμονής για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Βασικό μέλημα της βρετανικής διπλωματίας πάντα ήταν η αναπροσαρμογή των σχέσεων τους εντός της ΕΕ έτσι ώστε να μην αποκλείουν την πολιτική απομόνωση της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής αποτελεί η Ελλάδα του 1980. Αν και μικρό κράτος, τύγχανε κάποιας προσοχής, σε αντίθεση με σήμερα, εντασσόταν ως ένα βαθμό στους βρετανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς. Το 1979 η φρέσκια κυβέρνηση της Θάτσερ έδωσε εντολή στους διπλωμάτες της να εξετάσουν το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός ελληνο-αγγλικού άξονα εν όψει της ελληνικής ένταξης στην ΕΟΚ. Η αντίληψη που επικρατούσε τότε στη βρετανική διπλωματία ήταν ότι ως νεοεισαχθέν μέλος της ΕΟΚ, η Ελλάδα θα συμφωνούσε συχνότερα με τις βρετανικές απόψεις παρά με τις απόψεις άλλων χωρών μελών. Κάτι τέτοιο συνεπαγόταν και από την προηγούμενη σχέση που είχαν αναπτύξει οι δύο συντηρητικές κυβερνήσεις κάθε φορά που η ελληνική πλευρά επιζητούσε στήριξη και συμβουλές στο πλαίσιο των προ-ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Οι Βρετανοί διπλωμάτες θα ενθάρρυναν να δημιουργηθεί από την αρχή μέσα στους κόλπους της ΕΟΚ ένα είδος ανεπίσημου ελληνοβρετανικού άξονα που να εκδηλώνεται σε κρίσιμες φάσεις ενδοκοινοτικών διαφωνιών. Το μόνο που έμενε για το Foreign Office ήταν να διαπιστωθεί ποια είναι τα ανταλλάγματα που θα έφερναν τη μέγιστη δυνατή ανταπόκριση από την ελληνική πλευρά.
Η κυβερνητική αλλαγή ωστόσο στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1981 φαίνεται ότι δεν εξυπηρετούσε τα βρετανικά σχέδια. Παρ’όλα αυτά το Λονδίνο δεν επιθυμούσε να υπάρξει ένα δημοψήφισμα που να ταράξει τα νερά. Το παιχνίδι παιζόταν εντός. Για το Λονδίνο, ο Ανδρέας Παπανδρέου σίγουρα θα διεκδικούσε πολύ περισσότερα από εκείνα που είχε πάρει η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση. Γι΄αυτό άλλωστε το λόγο, ενώ η πρώιμη αντικοινοτική ρητορική του Παπανδρέου αναμφίβολα ανησυχούσε την συντηρητική κυβέρνηση της Θάτσερ, από την άλλη, η προσέγγιση Παπανδρέου με τον σοσιαλιστή και φιλοκοινοτικό Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν και η προσπάθεια δημιουργίας «ελληνογαλλικού άξονα» δεδομένης της ιδεολογικής συγγένειας μεταξύ των δυο σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, μπορούσε, σύμφωνα με τη βρετανική πλευρά, να συμπαρασύρει τον «ταραξία» αντικοινοτικό μέχρι τότε Παπανδρέου.
Το Ηνωμένο Βασίλειο διέσχισε κάτι παραπάνω από τέσσερεις δεκαετίες ως μέλος της ΕΕ στηρίζοντας την στρατηγική του στην συμμετοχή της χώρας à la carte στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Απεμπολώντας τη λογική των ρήξεων, αυτή η μακρόχρονη στρατηγική στηριζόμενη στην προάσπιση του εθνικού συμφέροντος και στην προώθηση συμμαχιών σε διμερές επίπεδο μετέτρεψε το Ηνωμένο Βασίλειο, παραδόξως, σε μια χώρα με ευρωπαϊκή επιρροή. Άραγε πόσο σίγουρο είναι ότι αυτό το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016, εφόσον τα πιο πρόσφατα προγνωστικά του 53% υπέρ της εξόδου επαληθευθούν, θα είναι ένα δημοψήφισμα πραγματικής ρήξης; Άλλωστε πρόσφατες δημοψηφισματικές ιστορίες, όπως αυτής της Ιρλανδίας και της Ελλάδας, μας θυμίζουν πόσο δύσκολο είναι πρότυπες δημοκρατικές διαδικασίες να επιτελέσουν το ρόλο τους σε περιόδους συστημικών κρίσεων, όπως αυτή που ζούμε στις μέρες μας.
Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα αυτού του δημοψηφίσματος του Ιουνίου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το Ηνωμένο Βασίλειο βάζει τη δική του πινελιά στο ευρωπαϊκό πάζλ, είτε με μια συμφωνία, σε περίπτωση που παραμείνει, που επαναπροσδιορίζει το βασικό αλγόρυθμο της ενοποίησης ως μια διαδικασία όλο και πιο ανοιχτή και κατακερματισμένη, είτε με έναν νέο γύρο επαναπροσέγγισης, νέας συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ και, γιατί όχι, νέου δημοψηφίσματος σε περίπτωση που αποχωρήσει.
Φιλίππα Χατζησταύρου, Ερευνήτρια ΕΛΙΑΜΕΠ
Βαγγέλης Γεωργίου, Δημοσιογράφος-Ερευνητής
*Το άρθρο βασίστηκε σε έρευνα στα αρχεία του Διπλωματικού & ΙστορικούΑρχείου (Υ.Δ.Ι.Α.) του Υπουργείου των Εξωτερικών (Y Π. E Ξ.)