Όπως σημείωσαν τα στελέχη της Ανεξάρτητης Αρχής, το νομοσχέδιο «δεν συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση, κατά συνέπεια δεν υπάρχει εξήγηση για την αναγκαιότητα δημιουργίας του περιγραφομένου σε αυτό συστήματος διαπραγμάτευσης διαφημιστικού χρόνου».
«Ένα σχέδιο νόμου που αλλάζει τους κανόνες λειτουργίας μιας αγοράς πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση που να περιγράφει τις επιπτώσεις που θα επιφέρουν στην αγορά αυτή οι προτεινόμενες αλλαγές» τόνισαν, προσθέτοντας ότι η μελέτη είναι απαραίτητη, αφού οι διατάξεις του νομοσχεδίου αφορούν μόνο τους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας, οπότε πρέπει να συνυπολογιστούν οι συνέπειες σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Επίσης, σύμφωνα με το ΕΣΡ, «δεν υπάρχει έκθεση που να αποτυπώνει το κόστος ανάπτυξης και λειτουργίας του συστήματος, καθώς και το αναμενόμενο όφελος από τη λειτουργία του, και μάλιστα σε σχέση με τη συνολική αξία του μελλοντικού υπό διαπραγμάτευση προϊόντος, η αξία του οποίου δεν είναι εισέτι γνωστή.
Επιπλέον, το ΕΣΡ υποστηρίζει ότι «δεν περιγράφονται σαφώς η λειτουργία της σύμβασης (προϊόν, τρόπος καταβολής του τιμήματος, χρόνος παράδοσης του προϊόντος), ούτε η δυνατότητα προσαρμογής του συστήματος στις νέες τεχνολογίες μετάδοσης των διαφημιστικών μηνυμάτων». Τέλος, αναφέρει ότι «δεν είναι σαφές πoιο είναι το υπό διαπραγμάτευση προϊόν, εφόσον η έννοια της τηλεοπτικής διαφήμισης είναι διακριτή από εκείνη της χορηγίας και της τοποθέτησης προϊόντος σύμφωνα με την Οδηγία 2010/13/ΕΕ».
«Παράκαμψη του ΕΣΡ»
Στη συνέντευξη τονίστηκε η παράκαμψη του ΕΣΡ. Ειδικότερα, για το άρθρο 9 του νομοσχεδίου τα στελέχη του Συμβουλίου υπογράμμισαν ότι «ο έλεγχος της νόμιμης και διαφανούς δραστηριότητας των ΜΜΕ στον τομέα της διάθεσης και τιμολόγησης του διαφημιστικού τους χρόνου ανατίθεται στη Γ.Γ. Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, στην οποία ανατίθενται αρμοδιότητες εποπτείας του Διαχειριστή του Συστήματος, κατά παράβαση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της συνταγματικώς κατοχυρωμένης Ανεξάρτητης Αρχής. Δίνεται δε η δυνατότητα (στον Διαχειριστή ή τον Ρυθμιστή;) μεταβίβασης των καθηκόντων του Διαχειριστή σε τρίτους, ήτοι σε εταιρεία που δεν έχει τις προϋποθέσεις και τα εχέγγυα που αναφέρονται για τον αδειοδοτημένο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Διαχειριστή».