του Κωνσταντίνου Πουλή
Μέρος του αφιερώματος: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες… Αλλιώς
Δεν υπάρχει κανείς που να διαθέτει τη δική μου πειθαρχία. Μπορώ να στεριώσω ένα μολύβι όρθιο στη μύτη μου και μετά να κάνω δουλειές στο σπίτι χωρίς να μου πέσει. Αν θέλω να αυξήσω τον βαθμό δυσκολίας, κάνω και χούλα χουπ, με το φρεσκοξυσμένο μολύβι να ισορροπεί όρθιο στη μύτη μου, σαν τον σαολίν που ήξερε να στεριώνει μια όρθια τρίχα πάνω σε μια άλλη τρίχα. Αυτό το ταλέντο δεν μου χαρίστηκε. Το έχτισα με ατελείωτες ώρες μοναχικής προπόνησης.
Όσο ανόητη ενασχόληση και αν ακούγεται αυτή, οι ολυμπιακοί διδάσκουν ότι το περιεχόμενο μιας δραστηριότητας είναι εντελώς αδιάφορο. Είναι σαν τα ρεκόρ Γκίνες. Δεν είναι νόμιμο ερώτημα, τι σημασία έχει αν φτιάξεις τη μεγαλύτερη τσιχλόφουσκα (50,8 εκατοστά, το 2005) ή αν σπάσεις τα περισσότερα καπάκια τουαλέτας με το κεφάλι (46, ο Κέβιν Σέλλεϋ το 2008) κοκ. Το νόημα είναι το ίδιο το ρεκόρ.
Οι ολυμπιακοί είναι σαν ρεκόρ Γκίνες με ιστορία και με κάμερες. Μια εσωτερική συνεννόηση μεταξύ αυτών που πιστεύουν ότι έχει σημασία να κάνεις περιστρεφόμενες κωλοτούμπες σε διάφορες παραλλαγές: πέφτοντας στο νερό, κρατώντας κορδέλα, κρεμασμένος από μονόζυγο ή δεν ξέρω πώς αλλιώς. Για μένα που έχω την περιστασιακή περιέργεια πώς γίνεται κάποιος να αφιερώνει τη ζωή του σε κάτι τόσο ηλίθιο, το ερώτημα είναι σαν ένα πείραμα ομαδικής ψυχολογίας.
Δεν εννοώ τις γνωστές πλευρές του θέματος: Πρόκειται για μια ατελείωτη ρεμούλα – περισσότερα στο αφιέρωμα του TPP εδώ– με σοβαρές και συνεχείς ενέσεις εθνικισμού. (Παρεμπιπτόντως, δεν μπορείτε να φανταστείτε τα ρίγη που νιώθω όταν παρακρούεται ο εθνικός μας ύμνος). Μια γκανγκστερική παρέα «αθανάτων», πριν να πεθάνουν, όπως όλοι μας, θα έχουν απολαύσει όσο πολύ λίγοι από μας, αρκεί να συντηρείται το ενδιαφέρον για τους αθλητές, όλα αυτά τα ηρωικά αγόρια και κορίτσια που ξεπλένουν τη διαφθορά με τον ιδρώτα τους. Το ερώτημα αφορά συνολικά τον φιλαθλητισμό, διότι παρόμοια μπορεί να πει κανείς για το ότι διεθνείς αστέρες, ζάπλουτοι πέρα από κάθε φαντασία, παίζουν με τόπι. Όλα αυτά που λέω δείχνουν, θα έλεγε κανείς, βαθιά άγνοια της μαζικής ψυχολογίας. Είναι ένας αφελής ελιτισμός που δεν κατανοεί γρυ από τον κόσμο μέσα στον οποίον κατοικεί. Όχι, όμως, πρόκειται για βαθιά αδιαφορία για τη μαζική ψυχολογία, που δεν είναι το ίδιο.
Θα ρωτούσε κανείς: και τι συγκινήσεις θα μπορούσαν να προσφέρουν οι ήρωές μου, σε σύγκριση με αυτούς τους ήρωες των μεταλλίων; Να σας πω. Κατ’ αρχάς κάτι μπορούν κι αυτοί. Όταν ο Ντίκενς πήγε στην Αμερική, του έγινε υποδοχή που με σημερινά μέτρα θα θύμιζε Μάικλ Τζάκσον – συγγνώμη, δεν έκανα τον κόπο να ενημερωθώ για το ποιο μοσχάρι προκαλεί παραλήρημα ενθουσιασμού φέτος. Κι όμως, το επιχείρημά μου δεν είναι αυτό. Αν αρχίσουμε κι εμείς να μετράμε ποιος ποιητής αγαπήθηκε πιο πολύ, σαν ταυρομάχος, παίζουμε στο γήπεδο του εχθρού (Χρησιμοποιώ αθλητικές μεταφορές για να γίνομαι αγαπητός στον λαό).
Τότε τι αξίζει; Ένας στίχος που έγραψε ο ποιητής που «με τη δική του έκφανσι του ωραίου» συγκινούνται τώρα οι ερωτευμένοι. Ο ποιητής μας που δεν πήρε Νόμπελ, το έγραψε αυτό. Τι θέλω να πω; Η αγάπη για τα μετάλλια είναι αγάπη για την επιτυχία. Αυτό μόνο καταλαβαίνει και λατρεύει ο σύγχρονος άνθρωπος, αυτό φαντασιώνεται με όλες τις ηλίθιες μελό ιστορίες για τους μοναχικούς αθλητές που αναγκάστηκαν να κάνουν τραμπολίνο χωρίς επαρκή στήριξη από το κράτος.
Αν με συνάρπαζε το θέαμα, θα μπορούσα να καταπιώ τη διαφθορά, την αδικία και τον εθνικισμό. Θα γύριζα την πλάτη και στη δυστυχία του κόσμου, τους πρόσφυγες και τις παραγκουπόλεις και τα χτυπημένα παιδιά. Έτσι κι αλλιώς όλοι ζούμε αποστρέφοντας το βλέμμα από τη δυστυχία, δεν το κάνουν μόνο οι ολυμπιακοί αυτό. Μου είναι όμως ακατανόητο το περιεχόμενο.
Όσο για την αρχαία Ελλάδα, σας έχω μερικά πολύ ενδιαφέροντα νέα: η αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξε ένα σύνολο από ποιητικά, πολιτικά, στρατιωτικά και θεατρικά επιτεύγματα από ανθρώπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, που δεν ήταν ποτέ απλώς «αρχαίοι Έλληνες», ακριβώς όπως σήμερα δεν είμαστε απλώς «Έλληνες». Για του λόγου το αληθές, επικαλούμαι το γνωστό ποίημα της Σαπφούς για το ποδαράκι της Ανακτορίας, με τον περίφημο και σοφό στίχο που λέει «όπως την ακούει ο καθένας» (ὄττω τις ἔρραται).
Τα μετάλλια αποτελούν το χειροπιαστό σύμβολο της δίψας για επιτυχία, που είναι το μόνο πράγμα που καταλαβαίνει ένας κόσμος χωρίς καμία απολύτως συνείδηση νοήματος. Δεν υπάρχει χειρότερο αστείο από τον ταπεινό και συνεσταλμένο ολυμπιονίκη. Ακόμη περισσότερο, από αυτόν που είχε τη μεγαλοψυχία να αποσύρει την ένσταση όταν είδε ότι όντως βγήκε δεύτερος. Οι ολυμπιακοί ενδιαφέρουν γιατί αυτοί οι άνθρωποι ενσαρκώνουν αυτό που θα ήθελε ο κάθε κακομοίρης: να νικήσει.
Η δίψα της επιτυχίας είναι βρωμερή υπόθεση. Είτε από την οπτική γωνία του ηττημένου που του τρέχουν τα σάλια στη θέα της αναγνώρισης, που δεν θα δει ούτε σε αυτή τη ζωή ούτε στην επόμενη, είτε από την οπτική γωνία του σκυλιού της αληθινής ζωής που θέλει να βρεθεί στην κορφή του κόσμου, η λύσσα για τη διάκριση είναι ηθικός υπόνομος. Κι όποιος νομίζει ότι ο Ντίκενς έγραφε για να του κάνουν υποδοχή Μάικλ Τζάκσον, φοβάμαι ότι απλώς αποδεικνύει ότι αναγνωρίζει μόνο αυτό που ήδη ξέρει.
Με αυτά κλείνω και παρακαλώ να μην αφήσετε μόνη της την τηλεόραση. Μια τηλεόραση που δεν την κοιτάζει κανείς είναι σαν μια ωραία γυναίκα που δεν αγαπήθηκε, ένα βιολί που έμεινε κρεμασμένο στον τοίχο, μια κλαίουσα έλλειψη.