του Γιάννη Μακριδάκη
Ένας άνθρωπος όμως που ζει συνειδητά και είναι συμφιλιωμένος με την φυσική του υπόσταση, ωριμάζει σιγά σιγά και κατανοεί ότι δεν δύναται να παραβεί και να παραβιάσει τους φυσικούς ρυθμούς και νόμους που τον διέπουν ως ον, νιώθει την ταπεινότητα του σαρκίου του και δεν κάνει σε καμία περίπτωση θόρυβο γύρω από το Είναι του, πόσω μάλλον γύρω από το “μη Είναι του”. Απεναντίας, όσο περνάνε οι μέρες της ζωής του και είναι υγιής, πόσω μάλλον αν δοκιμάζεται από ασθένειες και πόνους που αναδεικνύουν και του υπενθυμίζουν το φθαρτό της ύπαρξής του, γίνεται ο ίδιος στωικότερος, ταπεινότερος, γλυκύτερος και στο τέλος μαραίνεται ήρεμα όπως τα φθινοπωρινά φύλλα των δέντρων ή πεθαίνει ήσυχα και μοναχικά όπως όλα στη φύση τα πλάσματα, τα οποία μπορεί να μην γνωρίζουν την αξιοπρέπεια ως έννοια και ως λέξη αλλά την ορίζουν εκ φύσεως ως αίσθηση, καθώς και την καρτερία.
Η γλύκα είναι το προστάδιο του θανάτου. Τα φρούτα γλυκαίνουν ωριμάζοντας λίγο προτού σαπίσουν. Ακόμη και πολύ στρυφνοί, κακιασμένοι ή δύσκολοι άνθρωποι γίνονται γλυκείς στα τελευταία τους, υπάρχουν καθημερινές μαρτυρίες άπειρες περί αυτού τριγύρω μας. Όταν ο θάνατος έρθει δίχως να έχει προηγηθεί η γλύκα της ύπαρξης, είναι θάνατος άγουρος και ο θανών ανώριμος, έχει ζήσει πλανεμένος και ασυνείδητα δηλαδή, όσα κι αν ήταν τα χρόνια του βίου του δεν “ασκήθηκε καλώς” απ' τη ζωή, που αποτελεί μονάχα μια διαρκή άσκηση του θανάτου.
Ο Β.
Τον Β. τον γνώρισα 5 χρόνια αφότου θα έπρεπε να έχει πεθάνει, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις των γιατρών.
Διότι, όπως συμβαίνει πια σε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό σύγχρονων ανθρώπινων όντων, έτσι και ο Β. λίγο πριν βγει στη σύνταξη έπαθε καρκίνο και ξεκίνησε την περιπέτειά του μέσα στα νοσοκομεία. Μέχρι την ημέρα που οι θεράποντες γιατροί τού ανακοίνωσαν ότι του απομένουν πια μετρημένες εβδομάδες ζωής. Τότε ο Β. αποφάσισε ότι θέλει να πεθάνει αξιοπρεπώς, όπως πεθαίνουν τα ζώα, μόνος του ήρεμος και ήσυχος σε περιβάλλον φυσικό και όχι μέσα σε έναν αρρωστημένο πνιγηρό νοσοκομειακό θάλαμο. Υπέγραψε λοιπόν ένα χαρτί, το έδωσε στους γιατρούς του και πήρε εξιτήριο, ήρθε αμέσως στο νησί και βρήκε ένα μικρό κτήμα στο βουνό με ένα καλύβι μέσα, για να μπορέσει εκεί να ζήσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του και να αφήσει την πνοή και το σαρκίο του στη γη.
Σήμερα έχουν περάσει 17 χρόνια από τότε που τον γνώρισα, δηλαδή σύνολο 22 χρόνια από τότε που θα έπρεπε να έχει πεθάνει, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις των γιατρών, οι περισσότεροι εκ των οποίων πέθαναν οι ίδιοι, αλλά ο Β. ζει ακόμη υγιής, ευγνώμων προς τη φύση και πολύ δημιουργικός. Παράγει και ωραίο κόκκινο κρασί από τα αμπέλια που φύτεψε αμέσως μόλις κατάλαβε ότι οι μετρημένες εβδομάδες προθεσμίας που του είχαν δώσει πέρασαν και δεν πέθανε. Κι είναι γλυκός σαν το κρασί κι ο ίδιος.