του Γιάννη Μακριδάκη

Έρχεται ένα φορτηγό, μπαίνομε μέσα, μας πάνε σ' ένα χωριό, Άχνα ελέγουνταν το χωριό. Φτάνομε εκεί, κατεβαίνομε από το φορτηγό, χτυπά η καμπάνα του χωριού, ήβγαν οι χωριατίνες: “Τι είναι; Τι είναι; Προσφυγοπούλες ήρθανε».

Μέσα στο δρόμο ήτανε ένα σπίτι μεγάλο και αυτός που το χε ήτανε στην Αγγλία, ένα άδειο σπίτι, μεγάλο. Και μας δίνουνε λοιπόν το σπίτι αυτό, μπαίνομε μέσα, είχε εφτά-οχτώ δωμάτια, απέξω είχε ένα πηγαδάκι, ένα πλυσταριό, είχε πολλά πράγματα…..

Εκεί, όση ώρα σου το λέγω, να και ήρθε όλο το χωριό. Και τι δε μας εφέρανε. Κρεβάτια, καρέκλες, σκεπάσματα, Θαρρούσες πως ήμουνα εδώ στην Ελλάδα. Γέμισα το σπίτι καρέκλες και κρεβάτια, πέφτανε τα παιδιά μου”

Σταματία Βαλιδάκη Χιώτισσα πρόσφυγας πολέμου στην Κύπρο  1941-46

 
Και φτάνομε στο Πορτ Σάιτ. Εκεί εκάτσαμε μες σε τσαντίρια 3 μήνες. Εγώ επήγα κι εδούλευα σε ένα φούρνο και κάναμε ψωμιά για τους πρόσφυγες και μας δίνανε από ένα ψωμί δώρο.

Στους 3 μήνες απάνω έρχονται δυο καράβια, μας βάζουνε μέσα και τραβήξαμε για το Κονγκό. Και περνούσαμε τον Ειρηνικό εν καιρώ πολέμου και μας κάνανε γυμνάσια με τα σωσίβια κι εμείς βάζαμε τα σωσίβια και δεν φαινόμαστε….

Φτάσαμε εκεί, άλλος επήγε στο Λισάτ Ετβίλ κι άλλοι στο Ζαντώ. Στο Κονγκό ήτανε πάλι καταυλισμός αλλά είχε σπιτάκια μεμονωμένα και μια φαμίλια είχε δυο κάμερες. Ήμαστε μια χαρά εκεί. Εκάτσαμε κοντά 3 χρόνια. Δεν δούλευε κανένας εκεί. Ήμαστε κοντά στην πόλη, μας κάμανε ένα σχολείο και είχαμε έναν Σαμιώτη δάσκαλο, είχε πολλούς μαθητές αλλά μας είχανε και χορεύαμε, πηγαίναμε στην πόλη ντυμένοι τσολιάδες και γυρίζαμε. Έφτασα μέχρι την πέμπτη τάξη αλλά διψήφια διαίρεση δεν ήξερα να κάμω. Η μάνα μου έραβε κουστούμια, όλα τα τσολιαδίστικα των παιδιών και κονομούσε. Εμένα πότε Βέλγο με ντύνανε, πότε τσολιά και χόρευα τα κορίτσια όλα. Άμα ήτανε καμιά γιορτή πηγαίναμε στην πόλη μέσα και παρελάζαμε. Οι ντόπιοι μας αγαπούσαν όλοι.

Γιάννης Ξυντάρης Χιώτης πρόσφυγας στο Βελγικό Κονγκό 1941-46

 
Στο Σουέζ σταμάτησε το τρένο λίγο πιο κάτω από το κανάλι και από εκεί περάσαμε στην απέναντι όχθη. όταν φτάσαμε εκεί, υπήρχε ένας καταυλισμός από αντίσκηνα πολύ μεγάλα, δυο δυο μαζί ενωμένα, μόνο με κουβέρτες και κρεβάτια μέσα. Πρέπει να είμαστε δυο τρεις χιλιάδες κόσμος αλλά ο καταυλισμός πάρα πολύ ωραίος. Πρέπει να είχε γίνει πολλή προετοιμασία. Εκεί ονομαζόταν Πηγές του Μωυσέως. Μ' αυτή τη διεύθυνση αλληλογραφούσαμε. Είχε κάτι κτίρια που ήταν ένα νοσοκομείο με γιατρούς Έλληνες και Αιγύπτιους, πολύ περιποιητικοί και καλοί επιστήμονες. τα διοικητικά όλα ήταν σε κτίρια. Εμείς μέναμε στα αντίσκηνα. Είχε τραπεζαρίες με τσίγκο από πάνω, μαγειρεία, είχαν επιστρατεύσει κάποιους που ήξεραν να μαγειρεύουν, υπήρχε άφθονο φαγητό πολύ καλομαγειρεμένο, πιθανόν να το βλέπαμε και τόσο ωραίο συγκριτικά με την Κατοχή. Αλλά γενικά ήταν πάρα πολύ καλά. Το μόνο που δεν υπήρχε ήταν σχολείο, που ήτανε πάρα πολλά τα παιδιά και δεν ήξεραν πώς να περάσουν την ώρα τους. Με τις ώρες κολυμπούσαμε στην παραλία….”

Ιουλία Ευαγγελινού Κομμά Χιώτισσα πρόσφυγας πολέμου στις Πηγές του Μωυσέως 1941-46

 
Φτάσαμε στο Χαλέπι. Εκεί μας περιμένανε φορτηγά, μας βάλανε πάνω και μας μεταφέρανε σε ένα στρατόπεδο που είχε μια πελώρια πύλη σιδερένια, που το βράδυ έκλεινε….Στρατώνας ήτανε αλλά δεν υπήρχαν στρατιώτες, μόνο φρουροί μαύροι. Εκεί μείναμε πάρα πολύ καιρό. Ήταν στρατόπεδο υποδοχής προσφύγων. Όταν πια σταμάτησαν να καταφτάνουν πρόσφυγες, έγινε μια αποστολή και φύγανε πολλοί δικοί μας για την Βηρυττό, σε ένα χωριό μέσα στα πεύκα. Είχε εκεί ξενοδοχεία που πηγαίνανε οι πλούσιοι και παραθερίζανε. Εκεί μας πήγανε κι εμάς γιατί ο μπαμπάς μου έγραψε ψέματα ότι ήμουνα άρρωστη και μας βάζουνε σε ένα τρένο ωραίο και μας στέλνουνε. Και μετά αρρώστησε ο μπαμπάς, επειδή γινότανε οι αποστολές και στεκόταν στην πόρτα με τον κατάλογο να φωνάζει ονόματα κι εκρύωσε ο άνθρωπος, ήτανε λεπτός άνθρωπος του γραφείου, και ήρθε και μας βρήκε βαριά άρρωστος. Τον πήγαν στην Βηρυττό σε ένα νοσοκομείο Σαιντ Τζορτζ μαζί με τη μαμά μου, έμεινε δυο τρεις μήνες εκεί και στο τέλος, παραμονή 25ης Μαρτίου 1945 στις εντεκάσιμη ώρα το βράδυ πέθανε ο μπαμπάς. Τον θάψανε, είχε ελληνική εκκλησία εκεί, με έναν παπά Χιώτη, από τη Λαγκάδα, Άγιος Δημήτρης ήτανε η εκκλησία, και μάλιστα μας υποσχεθήκανε ότι σε τρία χρόνια θα μας στείλουνε στην πατρίδα τα κόκαλα. Αυτό δεν έγινε ποτέ. 42 χρονών παλικάρι, τον αφήσαμε εκεί

Εύχαρις Κοκκάλη Ακαβάλου Χιώτισσα πρόσφυγας πολέμου στη Συρία και στον Λίβανο 1941-46


Μερικές από τις μαρτυρίες που κατέγραψα και δημοσίευσα στο βιβλίο: Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι όλοι, Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή, εκδόσεις ΚΧΜ Πελινναίο 2006 και Εστία 2010
 
Σήμερα δεχόμαστε εμείς πρόσφυγες πολέμου και κάθε είδους θρησκευτικών και πολιτισμικών διώξεων, καθώς και μετανάστες αναγκασμένους να ξεριζωθούν κι αυτοί από τις πατρίδες τους εξαιτίας του παγκοσμιοποιημένου καταναλωτικού καπιταλισμού που συγκεντρώνει τον οικονομικό πλούτο σε λίγους και απομυζεί το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας. Το νιώθουμε άλλωστε στο πετσί μας και οι ίδιοι τα τελευταία χρόνια.

Γι αυτό λοιπόν δεν δικαιούμαστε να ξεχνάμε το προσφυγικό – μεταναστευτικό παρελθόν μας, πολύ περισσότερο που και στις μέρες μας οι συμπατριώτες μας μεταναστεύουν ξανά κατά χιλιάδες για να βρουν εργασία και καλύτερη ζωή.

Δεν δικαιούμαστε να λέμε όχι στην φιλοξενία προσφύγων στους τόπους μας, δεν δικαιούμαστε να λέμε όχι στην φοίτηση παιδιών προσφύγων στα σχολεία μας, δεν δικαιούμαστε να μην νοικιάζουμε τα σπίτια μας στις οργανώσεις που στεγάζουν προσφυγικές οικογένειες, δεν δικαιούμαστε να αντιδρούμε αρνητικά στα ενδεχόμενα στέγασης προσφύγων σε ενοριακές ή δημοτικές αίθουσες και κτίρια στις γειτονιές μας, δεν δικαιούμαστε να μιλούμε και να δρούμε απερίσκεπτα, στρεφόμενοι εναντίον των θυμάτων, καλλιεργώντας έτσι τα φασιστικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας και στρώνοντας δάφνες στον φασισμό να αλώσει την κοινωνία μας και να μας κονιορτοποιήσει κι εμάς στο τέλος, όπως έγινε στο πρόσφατο παρελθόν.

Απεναντίας, όλα αυτά πρέπει να τα ζητάμε μετ' επιτάσεως από τις κρατικές και δημοτικές αρχές και να τα οργανώνουμε οι ίδιοι για να αποσυμπιεστεί η κοινωνία μας από την γκετοποίηση και τα παντός είδους προβλήματα που γεννάει αυτή.
Και φυσικά να διαδηλώνουμε μαζί με τους πρόσφυγες για τα δίκαια αιτήματά τους που είναι και δικά μας:

Για επιτάχυνση των διαδικασιών, για παροχές ασύλου και για απεγκλωβισμό των ανθρώπων από τα νησιά και τη χώρα.

Για αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, όσον καιρό ζουν εδώ, προς ανακούφιση των ιδίων αλλά και της τοπικής κοινωνίας

Για ευκαιρίες σχολικής εκπαίδευσης στα παιδιά και ευκαιρίες άσκησης των δεξιοτήτων και των γνώσεων των ενηλίκων, ώστε να γεμίζουν τον άδειο χρόνο της ζωής τους και να βγάζουν κάποια λίγα χρήματα απαραίτητα για την διαβίωσή τους, όσον καιρό παραμείνουν στον τόπο μας.

Για ένταξη στην κοινωνία όσων επιθυμούν να παραμείνουν εδώ. 
Αυτή πρέπει να είναι η προσέγγισή μας και όχι οι εύκολοι πατριωτικοί δεκάρικοι στα καφενεία, στις γειτονιές και σε συγκεντρώσεις πλανημένων και επιτήδειων “πατριωτών”, που νομίζουν και φωνασκούν ότι ενδιαφέρονται για “το συμφέρον του τόπου τους”

“Το συμφέρον του τόπου μας” είναι να μη σφαχτούμε μεταξύ μας και να ανατρέψουμε όλοι μαζί τις πολιτικές που γεννούν τον πόλεμο, την ανισότητα, την αδικία, την προσφυγιά, τη μετανάστευση. Διότι έχει ήδη ξανάρθει η σειρά μας αλλά ίσως δεν το βλέπουμε ακόμη καθαρά λόγω της ύπαρξης ανάμεσά μας μερικών χιλιάδων πιο δυστυχισμένων από εμάς.

Ας συμπαρασταθούμε όλοι μαζί στους πρόσφυγες και στους μετανάστες και ας ενώσουμε τη φωνή μας μαζί τους σε κάθε πόλη, σε κάθε νησί. Αυτό είναι “το συμφέρον του τόπου μας”.

Στη Χίο συγκέντρωση συμπαράστασης στους πρόσφυγες και μετανάστες την Παρασκευή 7 Οκτώβρη στις 7 το απόγευμα στην κεντρική πλατεία της πόλης.