του Κωνσταντίνου Πουλή
(Τα παραθέματα προέρχονται από την ομιλία του στο φεστιβάλ, παρότι διάφορες εκδοχές των ίδιων επιχειρημάτων μπορεί κανείς να αναζητήσει π.χ. εδώ, εδώ και εδώ).
Ξεκινά με μια αλληγορία από ένα κείμενο του Λένιν, όπου αναφέρεται το παράδειγμα κάποιου ορειβάτη που όταν διαλέγει ένα μονοπάτι που είναι επικίνδυνο, επιστρέφει και ακολουθεί ένα άλλο για να φτάσει στην ίδια κορυφή. Αυτό το έλεγε ο Λένιν απαντώντας στις κατηγορίες για απόκλιση από τις σοσιαλιστικές αρχές. Λέει λοιπόν ο Δουζίνας:
«Κάτω από αυτές τις συνθήκες, γράφει ο Λένιν: Αναγκάζεται [ο ορειβάτης] να γυρίσει πίσω, να κατέβει, να βρει ένα άλλο μονοπάτι, ίσως μακρύτερο, άλλα τέτοιο που θα του επιτρέψει να φτάσει στην κορυφή».
Κατ’ αρχάς, η αλληγορία με τον Λένιν θα απαιτούσε να πιστεύουμε ότι όντως αυτή η διαδρομή κατέληξε στον σοσιαλισμό. Αν ο Δουζίνας πιστεύει ότι το γραφειοκρατικό τέρας της ΕΣΣΔ ήταν σοσιαλισμός, είναι μια δόκιμη αλληγορία. Αλλιώς, είναι γκάφα. Διότι αν αυτό στο οποίο κατέληξε ο ορειβάτης δεν ήταν σοσιαλισμός, αλλά «ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα φενακισμού που έχει γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία», όπως έλεγε ο Καστοριάδης, δηλαδή όχι η κορυφή αλλά γκουλάγκ, τότε είχαν δίκιο αυτοί που του έλεγαν ότι η υποτιθέμενη παράκαμψη ήταν προδοσία αρχών. Κι ας του «προκαλούσαν ναυτία», του συντρόφου Λένιν.
Αυτό που κάναμε, εξηγεί ο Δουζίνας, ήταν το μη χείρον, και εκεί χρησιμοποιεί τη δεύτερη ατυχή αλληγορία.
«Υπήρχε ένα δίλημμα ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο. Έτσι κάνει και η Αντιγόνη, ο Οιδίπους, η Φαίδρα, η Μήδεια. Διότι τι είναι τραγικό δίλημμα; Ξέρεις ότι πρέπει να αποφασίσεις ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές, αλλά ό,τι και να αποφασίσεις, θα τιμωρηθείς».
Ο Δουζίνας μπορεί να αντιμετωπίζει διλήμματα, ο Χέγγελ ως αναγνώστης της Αντιγόνης μπορεί να αντιμετώπιζε διλήμματα. Η Αντιγόνη όμως δεν αντιμετώπισε κανένα δίλημμα. Ποτέ δεν σκέφτεται: «μήπως να κάνω ό,τι διατάζει ο Κρέων και να αντεπιτεθώ σε μια άλλη χρονικότητα;» Αυτά τα λέει η Ισμήνη και ο Δουζίνας. (Αυτή η ανάγνωση του τραγικού ως αντιμετώπισης αδύνατων διλημμάτων ταιριάζει καλύτερα στον Αισχύλο και όχι τον Σοφοκλή, αλλά αυτό μάλλον δεν είναι της ώρας).
«Η εξουσία δεν είναι η κυβέρνηση», συνεχίζει, αρθρώνοντας ένα πολυφορεμένο επιχείρημα της περιόδου. Γιατί; «Διότι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί βάζουν εμπόδια στο έργο [των υπουργών]. Αυτό το περιμένουμε, το λέει και ο μαρξισμός, διότι ο κεντρικός ρόλος της κρατικής εξουσίας είναι να ματαιώνει τις πολιτικές της Αριστεράς». Βεβαίως, συνεχίζει, «εμείς τώρα είμαστε αναγκασμένοι να εφαρμόσουμε πολιτικές λιτότητας».
«Πολλοί υπουργοί εναντιώνονται στις ιδιωτικοποιήσεις, η νεολαία εναντιώνεται στην αστυνομική βία. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ριζοσπαστικό από υπουργούς και κόμμα που δηλώνουν ότι διαφωνούν με τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμόσουν».
«Τίποτα πιο ριζοσπαστικό»; Ας μην αφήσουμε τη φαντασία μας να καλπάσει. Ας σκεφτούμε κάτι πολύ απλό: Αν, για παράδειγμα… εφάρμοζαν πολιτικές με τις οποίες συμφωνούν, αντί για αυτές με τις οποίες διαφωνούν, δεν θα ήταν κάπως πιο ριζοσπαστικό; Εδώ έχει χαθεί η επαφή με την κυριολεξία. Πρόκειται για ρητορική αστοχία, ας πούμε κάπως ήπϊα. Είναι ριζοσπαστική κίνηση να πεις «εγώ διαφωνώ»; Και μάλιστα να το πεις την ώρα που κάνεις το αντίθετο από αυτό που πιστεύεις, και δηλώνεις ότι διαφωνείς με τον εαυτό σου; Και μάλιστα αυτή η νερόβραστη συνθηκολόγηση κατά την οποία θέτεις τον εαυτό σου στην υπηρεσία των αντιπάλων σου είναι όχι απλώς ριζοσπαστική, αλλά η πιο ριζοσπαστική πολιτική;
Να εξηγήσουμε τι είναι αυτές οι «πολλαπλές χρονικότητες», με τα λόγια του καθηγητή. Φέρνει το παράδειγμα μιας κοπέλας που παίζει σκάκι, μάλιστα συμμετέχει σε αγώνες, γράφει ένα μυθιστόρημα εδώ και χρόνια, και δίνει πανελλαδικές σε ένα μήνα. Θα ιεραρχήσει λοιπόν τις προτεραιότητές της. Αυτό το μήνα δεν θα παίξει σκάκι, μέχρι να γράψει πανελλαδικές, και θα κρατήσει ίσως μερικές σημειώσεις για το μυθιστόρημα.
Για να φέρουμε αυτό το παράδειγμα λίγο πιο κοντά στην πραγματικότητα της οποίας αποτελεί αλληγορία, όμως, θα έπρεπε αυτή η κοπέλα να γράφει ένα μυθιστόρημα, αλλά να συμμετέχει σε μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή που να σχεδιάζει τη φυλάκιση των μυθιστοριογράφων. Διότι το ζήτημα με αυτές τις «διαφορετικές χρονικότητες» είναι ότι το παράδειγμα δεν απηχεί την ουσιαστική πολιτική και ηθική σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που η δύστυχη κοπέλα θεωρητικά πρεσβεύει και αυτό το οποίο πράττει. Αυτή η κοπέλα δεν έχει να διαλέξει ανάμεσα στο σκάκι και το μυθιστόρημα, αλλά να γίνει «προσωρινά» όργανο των πολιτικών εχθρών της, να θεσπίσει έναν νόμο με τον οποίο να αντικατασταθεί το σκάκι από το τάβλι σε όλα τα σχολεία. Α!: Και να βάλει τα ΜΑΤ να κάνουν πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας.
Επίσης, το μόνο που θα συμβεί στο μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ είναι να γίνει η αντιπολίτευση του Κυριάκου Μητσοτάκη και να ξεθάψει το φιλολαϊκό προφίλ που έχει κάπου θάψει σήμερα που κυριαρχεί ο ρεαλισμός του «τι να κάναμε;».
Εξηγεί στη συνέχεια ο Κ.Δ. ποιος είναι ο Άλλος, απέναντι στον οποίον συγκροτείσαι πολιτικά. «Αυτός ο Άλλος είναι προσωρινός, βέβαια». Βέβαια; «Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία με βάση το αντιμνημόνιο, αλλά μετά υπέγραψε μνημόνιο. Όλες αυτές οι διαιρέσεις λοιπόν είναι παροδικές, δεν κρατάνε πολύ. Το δημοψήφισμα ήταν η σημαντικότερη στιγμή αυτής της σχάσης. Όταν μετά υπογράφεις το μνημόνιο, ο παροδικός χαρακτήρας αυτής της διαίρεσης φαίνεται καθαρά».
Αυτή η ανάλυση υποθέτει ότι η διαίρεση έπαψε να υπάρχει διότι υπέγραψε μνημόνιο ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν ξέρω πώς προκύπτει. Η διαίρεση εξακολουθεί να συνιστά το κεντρικό πολιτικό επίδικο των ημερών, απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε στρατόπεδο. Δεν καταργείται το καλοκαίρι επειδή εσύ κυκλοφορείς με σκούφο αυγουστιάτικα. Και αναρωτιέται μετά πώς μπορεί να χωριστεί πάλι ο κοινωνικός χώρος με κάτι τόσο σημαντικό όσο το αντιμνημόνιο, «αλλά που δεν μπορεί να είναι το αντιμνημόνιο γιατί ψηφίσαμε και εμείς το μνημόνιο». Αυτό είναι ή δήλωση εντυπωσιακής πολιτικής μυωπίας ή κυνική ομολογία αναζήτησης του επόμενου επικοινωνιακού τρυκ. Αφού συνθηκολογήσαμε, να δούμε τι άλλο μπορούμε να πούμε στον κόσμο τώρα που έχουμε παραιτηθεί από το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα της εποχής!
Αλλά προκύπτει και κάτι ακόμα: Αυτό σημαίνει ότι δεν συνεχίζεται ο πόλεμος, έτσι δεν είναι; «Μνημονιακή πολιτική» λέμε στην Ελλάδα αυτό που η υπόλοιπη Ευρώπη ονομάζει πολιτικές λιτότητας. Αν αυτόν τον αγώνα τον εγκαταλείψεις διότι ψήφισες μνημόνιο, ποιον πόλεμο θα συνεχίσεις μετά; Απέναντι σε ποιον; Στην εκκλησία; (Χτύπημα κάτω από τη ζώνη, δεν χρειαζόταν αυτό.)
«Θα πετύχουμε; Εξαρτάται, δεν υπάρχει καμία εγγύηση».
Μα, να πετύχετε τι; Αυτό το σχήμα, της προσπάθειας χωρίς εξασφαλισμένο αποτέλεσμα, μπορεί να το επικαλεστεί αυτός που επιδίδεται σε έναν αβέβαιο αγώνα. Αυτός που έχει ήδη συνθηκολογήσει τι να πετύχει; Να μας πείσει ότι μέσα του είναι κάποιος άλλος από αυτόν που πράττει και αποφασίζει εναντίον των λαϊκών συμφερόντων; Ποιον ενδιαφέρει αυτό, εκτός από τα στελέχη που προσπαθούν να φέρουν βόλτα τις τύψεις τους;
Υπήρξε μία κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο κόσμος αγκάλιαζε υπουργούς σε δημόσια συγκέντρωση, με ενεργοποιημένα capital controls. Ήταν η βραδιά του δημοψηφίσματος. Όλοι ξέρουμε τι ακολούθησε. Αυτό που μάλλον δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι πιο αγαθοί συριζαίοι (γιατί σίγουρα υπάρχουν και οι κωλοπετσωμένοι που ακονίζουν τα μαχαίρια και εισηγούνται ανασχηματισμούς προθύμων) είναι ότι όταν ασκείς αντιλαϊκή πολιτική, αργά ή γρήγορα θα βάζεις τα ΜΑΤ να χτυπήσουν διαδηλωτές και συνταξιούχους. Αναπόφευκτα.
Να λοιπόν μια πιο χρηστική διάκριση για το ποιος είναι αριστερός: όσοι πράττουν ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα είναι αντίπαλοι των λαϊκών συμφερόντων. Τόσο μεγάλη διαδρομή, για να καταλήξουμε σε κάτι τόσο απλό… Τι λένε στον καθρέφτη τους οι δράστες για να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια είναι δικός τους λογαριασμός, αλλά είναι πολιτικά απλώς δικαιολογίες. Τι δικαιολογίες; Προσπάθειες άρνησης του προφανούς. Όπως είπε ο Λένιν στον Κερένσκι, την ώρα που ένα απαλό αεράκι φυσούσε την τραγιάσκα του Λίμπιντοφ, καθώς κρατούσε το χέρι της Σιρντισέσκαγια: «δεν είν’ σκατό, η θεια μας το ’χεσε».