Αντιμέτωπη με το ηράκλειο έργο του Brexit, η Μέι έχει σίγουρα ελαφρυντικά, επισημαίνει ο Πίτερ Μπουλ ερευνητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Γιορκ. Παρόλα αυτά, ήδη από τις πρώτες της δημόσιες εμφανίσεις ως πρωθυπουργού ανήγαγε σε νέα επίπεδα τις υπεκφυγές και τις διφορούμενες δηλώσεις.
«Η περίπτωση της Τερέζα Μέι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα (…) Οι απαντήσεις της είναι ευγενικές και έχουν σχέση με το ερώτημα που της έχει υποβληθεί, όμως δεν προσφέρουν τις πληροφορίες που της έχουν ζητηθεί», παρατήρησε ο Μπουλ στο διαδικτυακό περιοδικό The Conversation.
Ο πανεπιστημιακός αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην πρώτη μεγάλη συνέντευξη της Μέι στο BBC στη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, η Βρετανίδα πρωθυπουργός απάντησε με σαφήνεια μόνο στο 14% των ερωτήσεων. Κατά την αναλύση 33 άλλων συνεντεύξεων Βρετανών πολιτικών ο Μπουλ είχε υπολογίσει ότι το ποσοστό αυτό αντιστοιχούσε στο 46%.
Ο Πίτερ Μπουλ έχει μέχρι στιγμής καταγράψει 35 διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί για να αποφύγουν να απαντήσουν σε κάποια ερωτήματα, μεταξύ αυτών «το να επιτίθενται στην ερώτηση», «να αναδιατυπώνουν την ερώτηση» ή ακόμη και «να επιτίθενται στον δημοσιογράφο».
Ωστόσο η Τερέζα Μέι είναι τόσο φοβερή στον χειρισμό της αοριστίας ώστε ο Μπουλ αναγκάστηκε να εφεύρει μια νέα κατηγορία για να χαρακτηρίσει την προσέγγισή της: «να δίνεις μια μη συγκεκριμένη απάντηση σε μια συγκεκριμένη ερώτηση».
Η έρευνα του Μπουλ επιβεβαιώνει τις επικρίσεις που δέχεται η Βρετανίδα πρωθυπουργός στο εσωτερικό της χώρας της σχετικά με την έλλειψη σαφήνειας αναφορικά με την στρατηγική της για το Brexit.
Πάντως ο Μπουλ εκτιμά ότι η Μέι δεν μπορεί να συνεχίσει αυτή την τακτική επ’ άπειρον. «Την ώρα που οι βουλευτές πιέζουν για περισσότερες λεπτομέρειες για τη στρατηγική της κυβέρνησης αναφορικά με το Brexit, η τακτική της Μέι, που συνίσταται στο να δίνει αόριστες απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, γίνεται ολοένα και πιο προφανής και την εκθέτει περισσότερο σε επιθέσεις», υπογραμμίζει.