Αντί για τον Ντόναλντ Τραμπ, λοιπόν, θα εστιάσω στη Χίλλαρυ Κλίντον, και ελπίζω να γίνει κατανοητό το γιατί. Η Χίλλαρυ Κλίντον έχει συγκεντρώσει 69 εκ. δολάρια από τη Wall Street, ενώ η μπάζα του οικογενειακού τους ιδρύματος με τον Μπιλ φτάνει τα 3 δις δολάρια στα σαράντα χρόνια της κοινής πορείας τους, σύμφωνα με έρευνα της Washington Post. Αναφέρει μάλιστα η έρευνα, για να σκάσουν από τη ζήλεια τους οι Μπους, ότι εκεί τρεις γενιές έχουν μαζέψει μόλις 2,4 δις δολάρια, που είναι βεβαίως ψίχουλα, συγκριτικά. Όταν ρωτήθηκε αν θεωρεί ότι είναι ένα λογικό ποσό, να λαμβάνει 675 χιλ. δολάρια για τρεις ομιλίες, απάντησε «τόσα μου έδωσαν», ξεπερνώντας σε αλαζονεία ακόμη και τον Γιάννη Μπέζο.
Αν κανείς αναρωτηθεί γιατί τα δίνουν όλα αυτά τα χρήματα, φαντάζομαι ότι η απάντηση είναι πως εκτιμούν το έργο της και πιστεύουν ότι θα κάνει καλό στην Αμερική ή ότι η χρηματοδότηση μιας πολιτικής καμπάνιας είναι το μέσο με το οποίο ο πολιτικός εξασφαλίζει την εκλογή του και ο χρηματοδότης τα συμφέροντά του.
Το δεύτερο ενδεχόμενο φαίνεται κάπως πιο πιθανό αν δούμε τα σχόλια της Κλίντον για το πώς αντιλαμβάνεται την πολιτική και ιδίως για το πώς αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία. Ως προς αυτό οφείλουμε μεγάλη χάρη στις διαρροές. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει εναντίον της δημοκρατίας, εξ ου και η λέξη «δημοκρατία» περιλαμβάνεται στον τίτλο όλων των τυραννικών καθεστώτων του πλανήτη. Μπορείς να πεις όμως διάφορα άλλα που δείχνουν πολύ καθαρά τι ακριβώς γνώμη έχεις για την ουσία του θέματος. Μπορείς να πεις για παράδειγμα ότι «η πολιτική είναι σαν το λουκάνικο, κανείς δεν θέλει να ξέρει τι περιέχει και πώς φτιάχνεται» (αναζητήστε τη λέξη «sausage» εδώ και διαβάστε εδώ). Το απόφθεγμα αυτό αποδίδεται εσφαλμένως στον Μπίσμαρκ και χρησιμοποιείται από όσους επιθυμούν να χλευάσουν τις ηθικολογικές ανησυχίες που μπλέκονται στα πόδια τους όταν προσπαθούν να ασκήσουν πολιτική. Όπως με τον αλλαντοπώλη του Αριστοφάνη, που αναρωτιέται πώς θα γίνει τρανός και ο Δημοσθένης του απαντά «γι’ αυτό γίνεσαι μεγάλος, γιατί είσαι αλάνι, λέτσος, σκυλομούρης», το υλικό της πολιτικής είναι το κακό, υπονοείται, λοιπόν, αν δεν πετάς στα σύννεφα, σε αυτό το βούρκο κολυμπάς.
Η Χίλλαρυ αναφέρει ακόμη τη φοβερή φράση: «οι άνθρωποι έχουν τρομερή προκατάληψη εναντίον όσων ζούμε μια ζωή επιτυχημένη και περίπλοκη». Και καλά το «πετυχημένη». Το «περίπλοκη» τι σημαίνει; Ηθικά διλήμματα, υποθέτω. Εξηγεί ότι ο κόσμος θα αναστατωνόταν αν μάθαινε τι συζητούν πίσω από κλειστές πόρτες, λοιπόν χρειάζεται μια ισορροπία ανάμεσα στις δημόσιες και τις ιδιωτικές τοποθετήσεις της. Τι λογής δημοκρατία είναι αυτή που διαφέρουν οι δημόσιες από τις ιδιωτικές τοποθετήσεις; «Η δημοκρατία όπως είναι», θα απαντούσε ο κωλοπετσωμένος αναγνώστης, στον οποίον θα απαντούσα κι εγώ ότι αυτό που περιγράφουμε συγκρούεται θεμελιωδώς με οποιονδήποτε ορισμό της δημοκρατίας άξιας του ονόματος. Εξ ου και οι NYT ζητούσαν να δημοσιοποιηθεί το περιεχόμενο των ομιλιών της Κλίντον για να ξέρουμε τι περίπου λέει και στις ιδιωτικές τοποθετήσεις, ή έστω αυτές που γίνονται χωρίς παρουσία δημοσιογράφων. Φαίνεται ότι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του λουκάνικου, εκ μέρους των καταναλωτών. Όπως είχε πει και ο Σάντερς, για να πήρε αμοιβή διακόσια χιλιάρικα, θα πρέπει να ήταν καταπληκτική ομιλία. Δεν θα ήθελες να τη χαρούν και οι ψηφοφόροι μας; Όταν τη ρώτησε δημοσιογράφος του intercept αν θα δημοσιοποιηθεί το περιεχόμενο των ομιλιών, γέλασε. Μετά γελάσαμε εμείς όταν διέρρευσαν, μετά θα γελάσει εκείνη που θα κοιτάξει τον τραπεζικό της λογαριασμό, και στο τέλος ίσως κάποια μέρα γελάσουμε τελευταίοι εμείς αν επιτύχει η επανάσταση. Ως τότε, αν προσθέσεις την τετριμμένη παρομοίωση του λουκάνικου με τα 69 εκ. δολάρια, ένα κι ένα κάνουν δύο: δεν είναι ο άνθρωπος που θα πιέσει τη Wall Street.
Όταν λέει ο Τοκβίλ ότι ο λαός βασιλεύει στον αμερικανικό πολιτικό κόσμο όπως ο Θεός στο σύμπαν, ότι είναι η αιτία και το τέλος των πάντων, ότι όλα πηγάζουν από αυτόν και σε αυτόν επιστρέφουν, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό απαιτεί να υπάρχει μόνο μία τοποθέτηση, και ιδιωτική και δημόσια, ώστε οι πολιτικοί να κρίνονται γι’ αυτήν. Αλλιώς η λαϊκή βούληση είναι ανενεργή, συρρικνώνεται σε αυτό που σχολίαζε ο Τσόμσκι για το ίδιο απόσπασμα του Τοκβίλ: ρωτούν τον Ντικ Τσένυ πώς υπερασπίζεται τη συνέχιση του πολέμου στο Ιράκ, ενώ ο λαός διαφωνεί, και εκείνος απαντά: «και λοιπόν;»
Μόλις κανείς χωνέψει ψυχολογικά αυτό το πρώτο δεδομένο, προκύπτει το δεύτερο, που είναι ακριβώς η εξωτερική πολιτική. Σεβόμενος το πεδίο των σοβαρών αναλυτών του θέματος, θα περιοριστώ σε ένα βίντεο που δείχνει την Χίλλαρυ να επαίρεται τρεις φορές για το ότι στην επίσκεψή της στη Βοσνία οι σφαίρες έπεφταν σαν το χαλάζι, αλλά έτσι είναι αυτή, πιο ετοιμοπόλεμη κι από τον Πάνο Καμμένο. Βγήκε στη δημοσιότητα το βίντεο που την έδειχνε να παραλαμβάνει λουλουδάκια και να φωτογραφίζεται χωρίς να διακρίνονται πουθενά οι σφαίρες και κάπως άρχισε να φαίνεται ότι το να είσαι ετοιμοπόλεμο γεράκι είναι τίτλος τιμής για τη Χίλλαρυ, το προωθεί και επικοινωνιακά, έστω και με μερικές υπερβολές.
Όταν έχουμε τα δεδομένα που αφορούν την εξωτερική πολιτική και την οικονομία, μένει να σκεφτούμε αυτό που δεν σκεφτόμαστε και τόσο εμείς οι Έλληνες, αλλά σκέφτονται όμως πολύ έντονα οι Αμερικανοί: το φύλο. Η Χίλλαρυ είναι γυναίκα, και αυτό χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα εναντίον της υποψηφιότητας του Σάντερς. Επίσης, ο Τραμπ είναι ένας άντρας από αυτούς που συνιστούν τον πάτο της ανδροπρεπούς καταπίεσης των γυναικών (κωμικό τεκμήριο εδώ). Η συζήτηση λοιπόν μετατοπίζεται στο γυναικείο ζήτημα. Είναι ασήμαντο ζήτημα; Και βέβαια όχι. Μόνο ένας ανόητος θα προσπαθούσε να εκτρέψει τη συζήτηση σε κάτι ασήμαντο. Είναι κάτι πολύ σημαντικό, και γι’ αυτό είναι πρόσφορο θέμα για την εκτροπή της συζήτησης. Διότι θα έπρεπε να είναι απλώς προϋπόθεση της συζήτησης, να μην ασχολούμαστε με υποψηφιότητες τέτοιων ανθρώπων. Διαφορετικά, όπως είπε από γυναικεία σκοπιά η Σούζαν Σαράντον, «δεν ψηφίζω με το αιδοίο μου».
Όμως το κέρδος για το κατεστημένο είναι ότι η λογική του μη χείρονος καταλήγει να καταπίνει καμήλες. Έφαγε τον Σάντερς σαν κουνούπι, με μέσα αμφίβολης ηθικής, και μετά συζητούμε λεπτομέρειες, την ώρα που ο Σάντερς αντί να μάχεται για όσα έλεγε, μάχεται υπερασπιζόμενος τη Χίλλαρυ.
Αν είχαμε μπροστά μας τον Μπέρνι Σάντερς ως υποψήφιο θα κάναμε μια κουβέντα γνώριμη: πού θα βρει τα λεφτά, πώς θα κάνει αυτά που λέει, αν θα συμβιβαστεί ή θα εξαφανιστεί. Δεν τον έχουμε. Αντίστοιχη ήταν η πορεία της απογοήτευσης για κάποιους, από τη θητεία του Ομπάμα: από τη διάψευση στον κυνισμό. Η κλίμακα της πολιτικής συζήτησης κινείται μέσα σε αυτά τα αυστηρά όρια: είτε κάποιος λέει από απόσταση ασφαλείας κάτι οραματικό, μέχρι να συμβιβαστεί ή να συντριβεί, είτε μπαίνουμε στη λογική του «πάλι καλά», χρησιμοποιώντας σε διάφορες παραλλαγές το επιχείρημα Κλίντον ή βαρβαρότητα.
Δεν κατηγορώ τους ανθρώπους του «πάλι καλά» και αναγνωρίζω με μεγάλη προθυμία ότι η διατύπωση μιας οραματικής πρότασης έχει πάντοτε αυτά τα όρια: ότι συζητούμε υπό τη δαμόκλειο σπάθη της μηχανής που λέγεται πραγματικότητα, που περιμένει στη γωνία όλο ειρωνεία την ώρα που θα εκλέγεται κάποιος πολύ χειρότερος από αυτόν που μας βρωμάει.
Όλες οι εκλογές παρακολουθούνται από πολιτικούς επιστήμονες που μας εξηγούν γιατί και ποιος ψήφισε το κάθετι και από εκλογολόγους που μεταφέρουν τα στατιστικά των προβλέψεων. Είναι ο κόσμος των πραγματικών ερωτημάτων, εκεί που κρίνονται τα πρακτικά του βίου μας. Σε κάθε περίπτωση, ο καθένας συζητά για τους δικούς του λόγους και από τη δική του σκοπιά. Να εντοπίσω αυτό που ενδιαφέρει τη σκέψη μου:
Χρειαζόμαστε μια σειρά μέτρων ενίσχυσης των αδυνάτων, ανάσχεσης της ασυδοσίας και της πολεμόχαρης κερδοσκοπίας, αλλά περισσότερο απ’ όλα χρειαζόμαστε να ανακαλύψουμε ξανά το θάρρος της οραματικής πολιτικής. Πάει να πει, το δικαίωμα να εκφραζόμαστε με το πάθος της ουτοπικής αισιοδοξίας. Ποιο είναι το σημείο καμπής μετά το οποίο αυτού του τύπου ο λόγος έχει νόημα που ξεπερνά την ψυχολογική ευχαρίστηση των υποκειμένων του, μένει να φανεί.
Όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης, «Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες εγώ, εγώ μόνος μου έχω χρέος να εκλέξω τη Χίλλαρυ. Αν δεν εκλεγεί, εγώ φταίω». Αν δεν εκλεγεί, θα έχει εκλεγεί ένας άνθρωπος που είναι ασύγκριτα χειρότερος. Το τελευταίο πράγμα που έχουμε όρεξη να βλέπουμε είναι ένας Μπερλουσκόνι στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ. Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι είναι μια ευκαιρία να φανεί καθαρότερα το πρόσωπο του καπιταλισμού για να ξεσηκωθούν μετά οι μάζες. Δεν έχω καμία επιθυμία για το χειρότερο, με την ελπίδα ότι το σοκ θα μας οδηγήσει σε απότομη συνειδητοποίηση. Αντιθέτως, πιστεύω ότι το χειρότερο θα είναι απλώς χειρότερο. Με τη διαφορά ότι αυτό είναι κάτι που θα χρειαστεί να σκεφτούν όσοι τον ψηφίζουν, αυτή είναι η δική τους ευθύνη.
Ξέρω ότι η Αμερική περιμένει πολλά από μένα, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Το κατανοώ. Απαντώ πως εις ό,τι με αφορά, η πρώτη χειρονομία πολιτικής ευθύνης είναι να μην κάνεις πράγματα που δεν πιστεύεις. Συγγνώμη, Χίλλαρυ.