«Δεν μπορώ να κουβαλήσω την κατσίκα, φορτώστε μου και το βόδι». Με αυτή την αρχαία παροιμία ο Πλούταρχος εξηγεί το αδιέξοδο του δανεισμού, δηλαδή συμβουλεύει τους πολιτικούς μας ότι σε κάποιον που είναι πνιγμένος στα χρέη, το τελευταίο που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς για να τον βοηθήσει είναι να του προσθέσει κι άλλα χρέη. Επανέρχεται και παρακάτω στο θέμα του αδιεξόδου του δανεισμού: «λένε ότι οι λαγοί, την ίδια στιγμή που γεννούν, βυζαίνουν την προηγούμενη γέννα και συγχρόνως κυοφορούν την επόμενη. Τα χρέη όμως αυτών των απατεώνων και βαρβάρων γεννούν προτού καν συλλάβουν» (Πλούταρχος, «Οι συμφορές του δανεισμού», μτφρ. Π. Παπαπάνου, εκδ. Νεφέλη). Ας σταχυολογήσουμε μερικές σκέψεις από τον αρχαίο συγγραφέα.
Ξεκινά λέγοντας: «Ο Πλάτωνας στους “Νόμους” απαγορεύει να παίρνει κανείς νερό από τη γη των γειτόνων του αν δεν έχει πρώτα αποτύχει να βρει νερό στον δικό του τόπο». Αφήνουμε για τους σχολαστικούς ότι ο Πλάτων (Νομ. 845Ε) δεν λέει ακριβώς αυτό, και σκεφτόμαστε τις σημερινές προεκτάσεις. Πριν πάμε στα χρήματα, ας πάρουμε τη συμβουλή κατά γράμμα, αλλάζοντας μόνο το νερό με πετρέλαιο: δεν είναι αλήθεια ότι μέχρι πριν λίγο καιρό (τον Δεκέμβριο του 2009) η ύπαρξη πετρελαίου διαψευδόταν κατηγορηματικά από τον Γ. Παπανδρέου, και χλευαζόταν ως ακροδεξιά φαντασίωση, αντάξια του περιβάλλοντος Χαρδαβέλα; Δεν είναι αλήθεια επίσης ότι αφού η χώρα μας δέθηκε νομικά χειροπόδαρα στο Μνημόνιο, ξαφνικά συζητά επισήμως τους όρους της εκμετάλλευσης του πετρελαίου της;
Στη συνέχεια ο συγγραφέας προχωρεί διαπιστώνοντας ότι «κανείς δεν δανείζει σε άνθρωπο που δεν έχει οικονομικούς πόρους. Δανείζουν σε αυτούς που θέλουν να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη άνεση». Περιγράφει την περίπτωση του στωικού Κλεάνθη, που με το ίδιο χέρι που ζύμωνε, έγραφε πραγματείες για τους θεούς, τη σελήνη, τα άστρα και τον Ήλιο. Έλεγε ότι ζυμώνει για να μην εγκαταλείψει τον Ζήνωνα και τη φιλοσοφία. Εμείς, συνεχίζει ο Πλούταρχος, κολακεύουμε ανθρώπους που καταστρέφουν σπιτικά, γινόμαστε σωματοφύλακές τους, τους καλούμε σε γεύματα, τους προσφέρουμε δώρα και τους πληρώνουμε φόρους, κι όλα αυτά όχι γιατί μας αναγκάζει η φτώχια (αφού κανείς δεν δανείζει σε φτωχό), αλλά για χάρη της πολυτέλειας. Αν αρκούμασταν στα απαραίτητα, οι δανειστές δεν θα υπήρχαν ως είδος, όπως δεν υπάρχουν Κένταυροι και Γοργόνες. Τους δανειστές τους δημιούργησε η τρυφή. «Χρεωνόμαστε για να πληρώσουμε όχι το ψωμί και το κρασί, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα, καθώς και για να χρηματοδοτούμε, χωρίς καμία συγκράτηση, θεάματα για τις πόλεις». Αν στη θέση των θεαμάτων βάλουμε τη μπίζνα π.χ. των ολυμπιάδων, πολιτιστικών, αθλητικών και δεν συμμαζεύεται, και στη θέση του πρώτου πληθυντικού βάλουμε τους διαχειριστές της εξουσίας, αυτούς που αρνούνται τον λογιστικό έλεγχο με τον οποίον θα βλέπαμε πού στο διάολο πήγαν τα δανεικά, το επιχείρημα ισχύει.
Ταυτοχρόνως, όταν λέει ότι κανείς δεν δανείζει τον φτωχό, έχουμε να κάνουμε με άλλη εποχή του δανεισμού: έκτοτε έχει ανακαλυφθεί ότι μπορείς κάλλιστα να δανείζεις ανθρώπους ή κράτη που είναι φτωχά, να απολαμβάνεις ληστρικά επιτόκια διότι ξέρεις ότι δεν μπορούν να αποπληρώσουν, να τους κατηγορείς που δεν μπορούν να αποπληρώσουν, και να δεσμεύεις τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές αν είναι χώρες, ή τα σπίτια τους αν είναι ιδιώτες. Στην Ελλάδα θυμόμαστε την εποχή που έβρισκε κανείς διαφημίσεις για δάνεια πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου: δάνειο μόνο με ταυτότητα σε 5΄! Ταυτοχρόνως, συχνά η «ακόμη μεγαλύτερη άνεση» που προσφέρουν τα δανεικά δημιούργησε σε κάποια στρώματα του πληθυσμού βλακώδεις καταναλωτικές προσδοκίες πληρωμένες με χρυσάφι. Γιατί εκτός των άλλων, αυτό που γίνεται με το δέσιμο στο άρμα του δανεισμού είναι πως ο εργαζόμενος δουλεύει σκληρότερα, περισσότερο, βρίσκεται μονίμως λαχανιασμένος πίσω από τα χρέη του, κυνηγά για να τα βγάλει πέρα. Αποχαιρετά οριστικά την ηρεμία του ολιγαρκούς ανθρώπου. Στην παρούσα φάση βεβαίως, η τυραννία που επιβάλλεται με όχημα το χρέος θα έχει ως συνέπεια να αποχαιρετίσει ο ίδιος άνθρωπος όχι μόνο την ηρεμία του, αλλά τη δημόσια υγεία, παιδεία και μετακίνηση, τη δουλειά του και την αξιοπρέπειά του.
Η περιγραφή των δανειστών, τέλος, είναι υπόδειγμα διαχρονικής γλαφυρότητας: «μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν βυθίζοντας το ράμφος στα σωθικά τους, και σαν άλλους Ταντάλους τους εμποδίζουν να γευτούν τους καρπούς του δικού τους τρύγου και θερισμού». Για κάποιον λόγο κανείς δεν συμπαθεί αυτούς που πλουτίζουν από τον άνθρωπο που έχει την ανάγκη τους. Και καταλήγουμε με μια απλή συμβουλή από το στόμα του Πλουτάρχου: Έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου.
Φωτογραφία: Πίνακας «The Banker's Private Room Negotiating a Loan» του John Callcott Horsley. 1870
«Δεν μπορώ να κουβαλήσω την κατσίκα, φορτώστε μου και το βόδι». Με αυτή την αρχαία παροιμία ο Πλούταρχος εξηγεί το αδιέξοδο του δανεισμού, δηλαδή συμβουλεύει τους πολιτικούς μας ότι σε κάποιον που είναι πνιγμένος στα χρέη, το τελευταίο που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς για να τον βοηθήσει είναι να του προσθέσει κι άλλα χρέη. Επανέρχεται και παρακάτω στο θέμα του αδιεξόδου του δανεισμού: «λένε ότι οι λαγοί, την ίδια στιγμή που γεννούν, βυζαίνουν την προηγούμενη γέννα και συγχρόνως κυοφορούν την επόμενη. Τα χρέη όμως αυτών των απατεώνων και βαρβάρων γεννούν προτού καν συλλάβουν» (Πλούταρχος, «Οι συμφορές του δανεισμού», μτφρ. Π. Παπαπάνου, εκδ. Νεφέλη). Ας σταχυολογήσουμε μερικές σκέψεις από τον αρχαίο συγγραφέα.
Ξεκινά λέγοντας: «Ο Πλάτωνας στους “Νόμους” απαγορεύει να παίρνει κανείς νερό από τη γη των γειτόνων του αν δεν έχει πρώτα αποτύχει να βρει νερό στον δικό του τόπο». Αφήνουμε για τους σχολαστικούς ότι ο Πλάτων (Νομ. 845Ε) δεν λέει ακριβώς αυτό, και σκεφτόμαστε τις σημερινές προεκτάσεις. Πριν πάμε στα χρήματα, ας πάρουμε τη συμβουλή κατά γράμμα, αλλάζοντας μόνο το νερό με πετρέλαιο: δεν είναι αλήθεια ότι μέχρι πριν λίγο καιρό (τον Δεκέμβριο του 2009) η ύπαρξη πετρελαίου διαψευδόταν κατηγορηματικά από τον Γ. Παπανδρέου, και χλευαζόταν ως ακροδεξιά φαντασίωση, αντάξια του περιβάλλοντος Χαρδαβέλα; Δεν είναι αλήθεια επίσης ότι αφού η χώρα μας δέθηκε νομικά χειροπόδαρα στο Μνημόνιο, ξαφνικά συζητά επισήμως τους όρους της εκμετάλλευσης του πετρελαίου της;
Στη συνέχεια ο συγγραφέας προχωρεί διαπιστώνοντας ότι «κανείς δεν δανείζει σε άνθρωπο που δεν έχει οικονομικούς πόρους. Δανείζουν σε αυτούς που θέλουν να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη άνεση». Περιγράφει την περίπτωση του στωικού Κλεάνθη, που με το ίδιο χέρι που ζύμωνε, έγραφε πραγματείες για τους θεούς, τη σελήνη, τα άστρα και τον Ήλιο. Έλεγε ότι ζυμώνει για να μην εγκαταλείψει τον Ζήνωνα και τη φιλοσοφία. Εμείς, συνεχίζει ο Πλούταρχος, κολακεύουμε ανθρώπους που καταστρέφουν σπιτικά, γινόμαστε σωματοφύλακές τους, τους καλούμε σε γεύματα, τους προσφέρουμε δώρα και τους πληρώνουμε φόρους, κι όλα αυτά όχι γιατί μας αναγκάζει η φτώχια (αφού κανείς δεν δανείζει σε φτωχό), αλλά για χάρη της πολυτέλειας. Αν αρκούμασταν στα απαραίτητα, οι δανειστές δεν θα υπήρχαν ως είδος, όπως δεν υπάρχουν Κένταυροι και Γοργόνες. Τους δανειστές τους δημιούργησε η τρυφή. «Χρεωνόμαστε για να πληρώσουμε όχι το ψωμί και το κρασί, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα, καθώς και για να χρηματοδοτούμε, χωρίς καμία συγκράτηση, θεάματα για τις πόλεις». Αν στη θέση των θεαμάτων βάλουμε τη μπίζνα π.χ. των ολυμπιάδων, πολιτιστικών, αθλητικών και δεν συμμαζεύεται, και στη θέση του πρώτου πληθυντικού βάλουμε τους διαχειριστές της εξουσίας, αυτούς που αρνούνται τον λογιστικό έλεγχο με τον οποίον θα βλέπαμε πού στο διάολο πήγαν τα δανεικά, το επιχείρημα ισχύει.
Ταυτοχρόνως, όταν λέει ότι κανείς δεν δανείζει τον φτωχό, έχουμε να κάνουμε με άλλη εποχή του δανεισμού: έκτοτε έχει ανακαλυφθεί ότι μπορείς κάλλιστα να δανείζεις ανθρώπους ή κράτη που είναι φτωχά, να απολαμβάνεις ληστρικά επιτόκια διότι ξέρεις ότι δεν μπορούν να αποπληρώσουν, να τους κατηγορείς που δεν μπορούν να αποπληρώσουν, και να δεσμεύεις τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές αν είναι χώρες, ή τα σπίτια τους αν είναι ιδιώτες. Στην Ελλάδα θυμόμαστε την εποχή που έβρισκε κανείς διαφημίσεις για δάνεια πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου: δάνειο μόνο με ταυτότητα σε 5΄! Ταυτοχρόνως, συχνά η «ακόμη μεγαλύτερη άνεση» που προσφέρουν τα δανεικά δημιούργησε σε κάποια στρώματα του πληθυσμού βλακώδεις καταναλωτικές προσδοκίες πληρωμένες με χρυσάφι. Γιατί εκτός των άλλων, αυτό που γίνεται με το δέσιμο στο άρμα του δανεισμού είναι πως ο εργαζόμενος δουλεύει σκληρότερα, περισσότερο, βρίσκεται μονίμως λαχανιασμένος πίσω από τα χρέη του, κυνηγά για να τα βγάλει πέρα. Αποχαιρετά οριστικά την ηρεμία του ολιγαρκούς ανθρώπου. Στην παρούσα φάση βεβαίως, η τυραννία που επιβάλλεται με όχημα το χρέος θα έχει ως συνέπεια να αποχαιρετίσει ο ίδιος άνθρωπος όχι μόνο την ηρεμία του, αλλά τη δημόσια υγεία, παιδεία και μετακίνηση, τη δουλειά του και την αξιοπρέπειά του.
Η περιγραφή των δανειστών, τέλος, είναι υπόδειγμα διαχρονικής γλαφυρότητας: «μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν βυθίζοντας το ράμφος στα σωθικά τους, και σαν άλλους Ταντάλους τους εμποδίζουν να γευτούν τους καρπούς του δικού τους τρύγου και θερισμού». Για κάποιον λόγο κανείς δεν συμπαθεί αυτούς που πλουτίζουν από τον άνθρωπο που έχει την ανάγκη τους. Και καταλήγουμε με μια απλή συμβουλή από το στόμα του Πλουτάρχου: Έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου.
Φωτογραφία: Πίνακας «The Banker's Private Room Negotiating a Loan» του John Callcott Horsley. 1870