του Γιάννη Μακριδάκη
Σε λίγο πλησίασε και μια κοπελιά. Γύρω στα τριάντα την έκανα, κι αυτό επειδή από το στήσιμο φαινότανε μεγαλύτερη. Μάλλον ήτανε πιο μικρή. Πλήρωμα και αυτή. Με τη στολή της, με το βάψιμό της, με το χτένισμά της, με το κούνημά της και με τα όλα της. Τέλειο φιγουρίνι, που μόλις είχε ξυπνήσει, είχε σενιαριστεί και άρχιζε τη μέρα της στη δουλειά. Μπήκε μες στο γραφείο και κάθισε πλάι στον ρεσεψιονίστ αξιωματικό. Οι καμαρότοι δεν στέκανε πια μπροστά στον πάγκο, είχανε φύγει για να συνοδέψουν δυο επιβάτες στις καμπίνες τους. Τότε η κοπελιά άρχισε να παραπονιέται, πότε θα περάσει ο μήνας επιτέλους, για να μπει ο μισθός της. Ίσως επειδή ήτανε η μπλακ φράιντέι προχθές και αυτή την πέρασε μεσοπέλαγα και δεν μπορούσε να βγει να ψωνίσει, μάλλον της είχε μείνει κάποιο απωθημένο, έτσι σκέφτηκα όσο την άκουγα να μουρμουρίζει τα παράπονά της για τον μήνα που δεν λέει να βγει.
Ο αξιωματικός της ρεσεψιόν την κοίταξε πάνω από τα μικρά γυαλιά του με ύφος πολύ σοβαρό. Μην παραπονιέσαι, της είπε ήρεμα, και μη λες πότε θα περάσουνε οι μέρες, γιατί θα ανοίξεις μια μέρα τα μάτια σου και θα είσαι πενήντα-πενηνταπέντε χρονών και θα βλέπεις τη ζωή σου πια πίσω και όχι μπροστά, όπως τη βλέπεις τώρα. Και θα λες ήθελα να περάσουνε οι βδομάδες και οι μήνες, για να πληρωθώ, και πέρασε μαζί και η ζωή μου ολόκληρη. Κάθε μέρα που περνάει στη δουλειά, περνάει και στη ζωή, της είπε και ήτανε σαν πικραμένος. Μπορεί να έρχεται πιο κοντά το ρεπό ή ο μισθός, αλλά έρχονται πιο κοντά και τα γεράματα. Γι' αυτό να μη θες να περνάνε οι μέρες.
Η κοπελιά κάτι έπαιζε στα δάχτυλά της και τον κοιτούσε με ύφος ανθρώπου που δεν τα καταλαβαίνει όλα αυτά διότι δεν είναι ακόμη η ώρα του να τα καταλάβει. Εγώ τους κοιτούσα με ένα χαμόγελο πικρό και τους δύο από απέναντι, τόσο πικρό που μάλλον την ενόχλησε και σηκώθηκε πάνω αμέσως, βγήκε από το γραφείο και ήρθε κοντά μου. Εδώ, μου είπε, είναι θέσεις για να κάθονται οι επιβάτες που περιμένουν τη σειρά τους στη ρεσεψιόν, σας παρακαλώ να πάτε μέσα στα καθίσματα ή στα άλλα σαλόνια.
Έριξα μια ματιά στον άλλον, που είχε γυρίσει και κοιτούσε πάλι με ενδιαφέρον κάτι στην την οθόνη του κινητού του, χωρίς να δίνει καμιά σημασία σε μένα και σε εκείνη, της είπα με κάποιο αχνό υπονοούμενο στη φωνή μου, εντάξει, κατάλαβα, πήρα τα πράγματά μου και έφυγα.