«Διαβάσαμε προσεκτικά την ανάρτηση των αξιωματούχων του ΔΝΤ» ανέφερε η Ανίκα Μπράιντχαρτ, προσθέτοντας πως «οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιστεύουν ότι οι πολιτικές στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕSM είναι συμπαγείς και μπορούν να επιτρέψουν στην Ελλάδα να επιστρέψει στην ανάπτυξη και στις αγορές».
Η εκπρόσωπος υποστήριξε πως «η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις και είναι εντός τροχιάς για να εκπληρώσει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους» υπογραμμίζοντας την ανάγκη «όλοι οι θεσμοί να αναγνωρίσουν αυτά τα επιτεύγματα».
Αναφερομένη στην αποστολή στην Αθήνα, σημείωσε πως «προσωπικό από όλα τα θεσμικά όργανα βρίσκονται στην Αθήνα, προκειμένου να επιτύχουν μια συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση» και επανέλαβε πως «δεδομένης της προόδου που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής, μια συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί σύντομα εάν όλες οι πλευρές εμπλακούν στις συζητήσεις εποικοδομητικά», δηλώνοντας την προσήλωση της Επιτροπής προς αυτό το σκοπό.
Σε σχέση με την πιθανότητα να αποφανθέι το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, εάν το πρόγραμμα είναι αξιόπιστο, σε συνέχεια των αμφιβολιών του ΔΝΤ, η Μπράιτχαρτ ανέφερε πως το ελληνικό πρόγραμμα έχει περάσει από «λεπτομερείς ελέγχους από το Eurogroup και από άλλους θεσμούς, καθώς και από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο».
Όπως είπε, το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο είναι ανεξάρτητο και έγκειται σε αυτούς να αποφασίσουν τι θέλουν να ελέγξουν, καθώς σε γενικές γραμμές η εντολή τους σχετίζεται με την τοποθέτηση έναντι των δημοσιονομικών πολιτικών που αφορούν συνολικά την ευρωζώνη.
Απαντήσεις με στοιχεία
Την αξιοπιστία των στοιχείων στα οποία βασίζει το ΔΝΤ την κριτική του προς το ελληνικό πρόγραμμα αμφισβητούν ευρωπαϊκοί κύκλοι, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, παραπέμποντας σε στοιχεία που είναι ήδη δημοσιευμένα.
Ειδικότερα, χαρακτηρίζεται ως «παραπλανητικός» ο ισχυρισμός του ΔΝΤ ότι το 50% των Ελλήνων φορολογουμένων εξαιρούνται από τη φορολόγηση του εισοδήματος, καθώς εάν συνοψιστούν ο φόρος εισοδήματος και οι ασφαλιστικές εισφορές, η φορολόγηση στην Ελλάδα είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με βάση, μάλιστα, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2015, ένα πρόσωπο με αποδοχές στο 67% του μέσου όρου και δύο παιδιά έχει φορολογική επιβάρυνση ύψους 15% στην Ελλάδα, η οποία είναι διπλάσια από αυτή της Πορτογαλίας και τουλάχιστον κατά τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή της Ισπανίας.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο, για τη μείωση του οποίου πιέζει το ΔΝΤ, σύμφωνα με κοινούς υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, κατά την πρώτη αξιολόγηση η φορολογική βάση διευρύνθηκε στην Ελλάδα, μειώνοντας το αφορολόγητο κατά 10% και ευθυγραμμίζοντάς το με άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, όπως η Ισπανία και η Γερμανία.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ΔΝΤ ότι η εισπραξιμότητα των φόρων στην Ελλάδα έχει μειωθεί από 75% στην αρχή του προγράμματος σε 50% τώρα, τονίζεται ότι δεν είναι σωστός, καθώς η φορολογική συμμόρφωση των Ελλήνων τους πρώτους εννιά μήνες του 2016 αυξήθηκε στο 81% για τους τέσσερις βασικούς φόρους, από 77% το 2015.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα πληρώνει πολύ υψηλές συντάξεις στα επίπεδα της Γερμανίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχονται από τα κράτη-μέλη στο πλαίσιο της έκθεσης του 2015 για τη γήρανση, ο μέσος όρος των συντάξεων στη Γερμανία το 2013 ήταν 1.233 ευρώ το μήνα, ενώ στην Ελλάδα ανερχόταν σε 846 ευρώ το μήνα, δηλαδή κατά 45% χαμηλότερος. Αν, δε, προστεθούν και οι παροχές του κράτους πρόνοιας που στην περίπτωση της Γερμανίας είναι πολλαπλάσιες από αυτές του ελληνικού κράτους, τότε η διαφορά γίνεται δυσανάλογα μεγάλη.