του Θάνου Καμήλαλη
Την Τρίτη 13 Δεκεμβρίου συζητήθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο μια σειρά από προτάσεις, υποστηριζόμενες από τουλάχιστον 100 ευρωβουλευτές, για ενίσχυση των κανόνων διαφάνειας σχετικά με τις ιδιωτικές συναντήσεις ευρωβουλευτών και άλλων στελεχών της Ε.Ε με λομπίστες, δηλαδή εκπροσώπους πολυεθνικών εταιρειών, τραπεζών και ομάδων συμφερόντων που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση και επιρροή στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Στις Βρυξέλλες το lobbying έχει εξελιχθεί σε μία ιδιαίτερη βιομηχανία δισεκατομμυρίων ευρώ, με μεγάλη επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις και μυστικές συναντήσεις πίσω από κλειστές πόρτες.
Μεταξύ των προτάσεων αυτών συμπεριλαμβάνεται η δημοσίευση από τους ευρωβουλευτές όλων των συναντήσεων τους με λομπίστες ιδιωτικών εταιρειών και η προσπάθεια λήψης μέτρων για τις «περιστρεφόμενες πόρτες», δηλαδή τις «μεταγραφές» πολιτικών από αξιώματα της Ε.Ε, σε υψηλόβαθμες θέσεις πολυεθνικών εταιρειών και τραπεζών. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι προτάσεις απορρίφθηκαν, καθώς εναντίον τους τάχθηκαν οι ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, η Φιλελεύθεροι Δημοκράτες αλλά και οι περισσότεροι Σοσιαλιστές ( οι οποίοι απείχαν, κίνηση που ουσιαστικά ισοδυναμεί με καταψήφιση). Οι υπόλοιπες ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου υπερψήφισαν τις προτάσεις, αλλά αυτό δεν αποδείχθηκε αρκετό ώστε να ενσωματωθούν στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Οι προτάσεις που τελικά υπερψηφίστηκαν, χαρακτηρίζονται ως «αδύναμες» καθώς πρακτικά έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Ψήφος υπέρ της αδιαφάνειας
Ίσως η σημαντικότερη πρόταση που απέρριψε το Ευρωκοινοβούλιο αφορά την γραπτή καταγραφή των συναντήσεων των ευρωβουλευτών με λομπίστες πολυεθνικών εταιρειών. Μολονότι οι θετικές ψήφοι ήταν περισσότερες από τις αρνητικές (319 έναντι 274), λόγω της απουσίας μιας σημαντικής μερίδας ευρωβουλευτών, κυρίως από τους Σοσιαλιστές, δεν επετεύχθη η απαιτούμενη πλειοψηφία των 376 που απαιτείτο. Η ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Τζούλια Ρέντα, δημοσίευσε στη σελίδα της μία γραφική απεικόνιση της ψηφοφορίας.
Παράλληλα, αρκετές από τις προτάσεις που συζητήθηκαν έθεταν στο επίκεντρο το ζήτημα του «ασυμβίβαστου» και της παράλληλης εργασίας των Ευρωβουλευτών στον ιδιωτικό τομέα. «Το ιδανικό» όπως αναφέρουν οι Πράσινοι, «θα ήταν η εργασία στο Ευρωκοινοβούλιο να ήταν πλήρους απασχόλησης, καθώς οι ευρωβουλευτές θα πρέπει να διαθέτουν όλο τον χρόνο τους στην αντιπροσώπευση των πολιτών και την εκπροσώπηση του δημοσίου συμφέροντος». Σε αυτόν τον τομέα έγιναν πολύ μικρά βήματα προόδου.
Η μόνη πρόταση που υπερψηφίστηκε απαγορεύει στους ευρωβουλευτές να εργάζονται παράλληλα ως λομπίστες. Ωστόσο, όπως αναφέρει η ομάδα των Πρασίνων, η απαγόρευση των ευρωβουλευτών να εργάζονται παράλληλα ως «σύμβουλοι» ή δικηγόροι, ή να πραγματοποιούν ομιλίες επί πληρωμή, θεωρήθηκε «κόκκινη γραμμή» και προξένησε αντιδράσεις ιδιαίτερα από την ομάδα του ΕΛΚ.
Συν τοις άλλοις απορρίφθηκε και η πρόταση να καταγράφονται τουλάχιστον οι πελάτες των στελεχών της Ε.Ε. που κατέχουν παράλληλα τις παραπάνω ιδιότητες. Κάτι που σημαίνει ότι ένας αξιωματούχος της Ε.Ε. μπορεί να εργάζεται ως σύμβουλος κάποιας πολυεθνικής και ταυτόχρονα να προωθεί ή να υπερψηφίζει διατάξεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της, χωρίς να υπάρχει ούτε καν η γραπτή καταγραφή του «ασυμβίβαστου»
Οι «περιστρεφόμενες πόρτες» παραμένουν ανοικτές
Το τελευταίο διάστημα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βρεθεί στο επίκεντρο κριτικής για περιπτώσεις υψηλόβαθμων στελεχών της που αμέσως μετά την αποχώρηση τους από την Ε.Ε προσελήφθησαν από τράπεζες και ιδιωτικές εταιρείες. Η υπόθεση που βρέθηκε περισσότερο στο φως της δημοσιότητας αφορά τον Ζοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την περίοδο 2004-2014, ο οποίος το καλοκαίρι του 2016 ανέλαβε επίσημος σύμβουλος της τράπεζας Goldman Sachs. Η «μεταγραφή» Μπαρόζο από την Ε.Ε. στην Goldman δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό, καθώς σύμφωνα με το Παρατηρητήριο των Περιστρεφόμενων Πορτών έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 80 μετακινήσεις μεταξύ ευρωπαϊκών αξιωμάτων και ιδιωτικού τομέα και μιλάμε μόνο για το επίπεδο διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν είναι θεωρητικά μόνο μία από τις 80 περιπτώσεις, ωστόσο από το 2004 κι έπειτα έχει αναλάβει συνολικά 22 παράλληλες θέσεις εργασίες σε ιδιωτικές εταιρείες και φόρουμ, που έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ανάμεσα στις 80 διαφορετικές περιπτώσεις υπάρχουν και άλλα γνωστά ονόματα, όπως για παράδειγμα ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν Φαν Ρομπάι, η ελληνίδα ευρωβουλευτής Μαρία Δαμανάκη και ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και νυν επικεφαλής των Φιλελεύθερων, Γκι Φερχόφσταντ, που είναι πρόεδρος της Sofina, μίας επενδυτικής πολυεθνικής εταιρείας με πολλαπλές δραστηριότητες (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες κ.α.). Η Sofina έχει αναμειχθεί και σε ελληνικά ζητήματα, καθώς έχει ένα μερίδιο της γαλλικής Suez, που ενδιαφέρεται έντονα για την ιδιωτικοποίηση και αγορά της ΕΥΑΘ.
Το μόνο θετικό από τις τελευταίες αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου για τη διαφάνεια, είναι ότι οι πρώην ευρωβουλευτές θα πρέπει να ειδοποιούν τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. αν και όταν προσληφθούν ως λομπίστες. Οι προτάσεις που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την «απλή ειδοποίηση» απορρίφθηκαν, ακόμα και αυτή που προέβλεπε την απλή καταγραφή όσων η νέα εργασία προβλέπει την επιρροή σε ευρωπαϊκές αποφάσεις. Η πιο ριζοσπαστική λύση, η θεσμοθέτηση ενός ασυμβίβαστου με διάρκεια την περίοδο που οι πρώην ευρωβουλευτές συνεχίζουν να λαμβάνουν σύνταξη από την Ε.Ε., θεωρήθηκε τόσο «απαράδεκτη», που μπλοκαρίστηκε και αφαιρέθηκε από τον πρόεδρο της Ευρωβουλής, Μάρτιν Σουλτς, πριν καν φτάσει σε ψηφοφορία…
Επιρροή στο 75% της ευρωπαϊκής πολιτικής
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, το «lobbying» εξ ορισμού δεν είναι κακό. Στην πιο «αθώα» του χρήση είναι το γεγονός ότι επιτρέπει σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων να παρουσιάζουν τις απόψεις τους ενόψει πολιτικών αποφάσεων, που πρόκειται να τις επηρεάσουν. Σε αυτήν τη μορφή του, το lobbying προσφέρει ενημέρωση στους πολιτικούς που καλούνται να νομοθετήσουν για τεχνικά ζητήματα για τα οποία πολλές φορές δεν είναι αρκετά καταρτισμένοι.
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίον πραγματοποιείται το lobbying στην «καρδιά» της Ε.Ε., στις Βρυξέλλες, έχει προκαλέσει αντιδράσεις από ομάδες πολιτών και Παρατηρητήρια που ασχολούνται με το συγκεκριμένο ζήτημα. Όπως έχει γράψει ο Guardian, το lobbying στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πλέον μια βιομηχανία δισεκατομμυρίων ευρώ, με πάνω από 30.000 λομπίστες να κατέχουν αυτήν την ιδιότητα. Ανάμεσα στους οργανισμούς που δαπανούν τα περισσότερα εκατομμύρια για lobbying είναι τράπεζες, πολυεθνικές εταιρείες, μεγάλα δικηγορικά γραφεία και οργανισμοί εμπορίου. Υπολογίζεται ότι το lobbying έχει επιρροή στο 75% της νομοθετικής διαδικασίας της Ε.Ε, ενώ μάλιστα οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες (όπως Bayer, Shell, Monsanto, Deutsche Bank) ξοδεύουν σήμερα 40% παραπάνω για lobbying από ότι το 2012.
Η μόνη κίνηση προς την κατεύθυνση της διαφάνειας έγινε το 2014, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την ηγεσία του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ (και ίσως υπό το βάρος του σκανδάλου των Luxleaks) αποφάσισε να δημοσιεύει τις συναντήσεις με λομπίστες (αυτό που την περασμένη Τρίτη αρνήθηκαν να κάνουν οι ευρωβουλευτές). Ένα χρόνο μετά, η μελέτη αυτών των συναντήσεων έδειξε ότι πραγματοποιήθηκαν περίπου 7.000 επαφές στελεχών της Κομισιόν με λομπίστες, με το 75% από αυτές να έχουν ως θέμα συζήτησης εταιρικά συμφέροντα σε σημαντικούς οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς.
Πρακτικά λοιπόν, το lobbying που διεξάγεται πίσω από κλειστές πόρτες και δεν καταγράφεται δημιουργεί σοβαρές υποψίες για το πώς και υπό ποιες πιέσεις λαμβάνονται οι αποφάσεις για τις πολιτικές της Ε.Ε σε σοβαρά ζητήματα όπως η Οικονομία, η Ενέργεια, η Υγεία και το Εμπόριο Το πρόβλημα του lobbying στα κέντρα αποφάσεων των Βρυξελλών είναι τόσο εκτενές και χρόνιο, που έχει προκαλέσει διαμαρτυρίες και απόπειρες ελέγχου από ομάδες πολιτών, τα «χειρότερα βραβεία lobby της χρονιάς», αλλά και ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ποιος πραγματικά ελέγχει την Ε.Ε.»
Διαβάστε ακόμα: