του Jon Schwarz για το The intercept
Έτσι, ενώ κάποιοι του κλάδου της τεχνολογίας αντέδρασαν με συγκρατημένο τρόπο με την άρνηση τους να συμμετάσχουν σε μια σύνοδο κορυφής με κάποιον που παραβιάζει κατάφωρα υποτιθέμενες αξίες της τεχνολογίας τους, ήταν σίγουρο ότι δεν θα συνέχιζαν την αντίδραση: Ο Τραμπ αξίζει υπερβολικά πολλά χρήματα για αυτούς.
Οι πολυεθνικές με έδρα στις ΗΠΑ θεωρητικά υποτίθεται ότι φορολογούνται με ένα ποσοστό 35% των κερδών που βγάζουν οπουδήποτε στον κόσμο. Αλλά επειδή η φορολογική νομοθεσία επιτρέπει επίσης στις πολυεθνικές να αναβάλλουν την φορολόγηση για τα κέρδη τους από το εξωτερικό μέχρι να επιστρέψει το κεφάλαιο πίσω στην Αμερική, οι εταιρείες βρίσκουν ένα ισχυρό κίνητρο για να κάνουν οικονομικές «πονηριές» ώστε να φαίνεται ότι «κερδίζουν» όσο το δυνατόν περισσότερα σε άλλες χώρες. Κάτι το οποίο είναι πιο εύκολο για τις εταιρείες τεχνολογίας από ό,τι για τις περισσότερες από τις άλλες κατηγορίες εταιρειών, επειδή η αξία τους βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στη άυλη πνευματική ιδιοκτησία τους και όχι σε σταθερά εργοστάσια. Έτσι, οι επιχειρήσεις αρνούνται να επιστρέψουν το κεφάλαιο μέχρι να έχουν μια ειδική, φιλική συμφωνία, περικόπτοντας τα ποσοστά τους.
Ο Τραμπ έχει υποσχεθεί να προσφέρει ένα τέτοιο μεγάλο δώρο στις πολυεθνικές, επιτρέποντάς τους να επιστρέψουν τα κέρδη από το εξωτερικό με ένα ποσοστό του 10% για μια φορά. Όπως το έθεσε κατά τη διάρκεια του τελικού ντιμπέιτ της προεκλογικής εκστρατείας, «θα κάνουμε μια μαζική μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις».
Αυτή η μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 35% στο 10% θα μπορέσει ενδεχομένως να αποφέρει όφελος ύψους περίπου 140 δις δολαρίων στις επιχειρήσεις που συναντήθηκαν με τον Τραμπ. (Στην πράξη, θα ήταν κάπως λιγότερα, δεδομένου ότι πιθανότατα δεν θα φέρουν όλα τα χρήματα πίσω στην Αμερική και μπορεί να έχουν ήδη καταβάλλει ξένους φόρους που μπορούν να αφαιρέσουν από το σύνολο των φόρων τους στις ΗΠΑ).
Ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι μια τέτοια γιγαντιαία φορολογική περικοπή θα οδηγήσει σε αύξηση των προσλήψεων στις ΗΠΑ, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να το πιστέψουμε. Όταν δραστηριότητες των ομάδων συμφερόντων ζήτησαν μια παρόμοια φοροαπαλλαγή το 2004, οι πολυεθνικές εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ επίσης ισχυρίστηκαν ότι θα χρησιμοποιήσουν το κέρδος τους για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα μείωσαν τις θέσεις εργασίας, καθώς και τις δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη. Το σεντούκι με τα χρήματα χρησιμοποιήθηκε αντ’ αυτού για την αγορά ιδίων μετοχών και την αύξηση των μισθών των διευθυντικών στελεχών. Οι αποζημιώσεις για τα κορυφαία στελέχη στις επιχειρήσεις που επηρεάστηκαν περισσότερο αυξήθηκαν κατά περίπου 60% μετά τη φοροαπαλλαγή.
«Το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να ανταμείβουμε αυτούς τους αρνητικούς παράγοντες με ειδικές φοροαπαλλαγές που δεν διατίθενται σε εμάς τους υπόλοιπους», δήλωσε ο Ματ Γκάρνερ, ένα ανώτερο στέλεχος στο Ινστιτούτο για τη Φορολογία και την Οικονομική Πολιτική. «Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται σχετικά με τη μεταρρύθμιση του επιχειρηματικού φόρου είναι το πώς μπορεί να σταματήσει εταιρείες όπως η Apple και η Microsoft από το να μαδούν τους αμερικάνους φορολογούμενους με τη μεταφορά των κερδών τους σε φορολογικούς παραδείσους. Και αυτή δεν φαίνεται να είναι μια ερώτηση που οι ηγέτες των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη σύνοδο κορυφής για την τεχνολογία θα ενδιαφέρονται να βοηθήσουν την επόμενη κυβέρνηση να απαντήσει».
Εδώ είναι όλοι οι συμμετέχοντες των επιχειρήσεων στη συνάντηση με τον Τραμπ και το ύψος των κερδών των εταιρειών τους που διατηρούν στο εξωτερικό, με βάση μια πρόσφατη μελέτη από τους Πολίτες για τη Φορολογική Δικαιοσύνη. Λόγω των περιορισμένων δημοσιοποιήσεων των οικονομικών κερδών των επιχειρήσεων, ορισμένοι αριθμοί είναι εκτιμήσεις.
- Τιμ Κουκ, διευθύνων σύμβουλος της Apple – 200,1 δις δολάρια
- Σάτια Ναντέλα, διευθύνων σύμβουλος της Microsoft
- Μπραντ Σμιθ, πρόεδρος της Microsoft και επικεφαλής νομικός σύμβουλος – 108,3 δις δολάρια
- Τζίνι Ρομέτι, διευθύνουσα σύμβουλος της ΙΒΜ – 68,1 δις δολάρια
- Λάρι Πέιτζ, ιδρυτής της Google – 58,3 δις δολάρια
- Τσακ Ρόμπινς, διευθύνων σύμβουλος της Cisco – 58 δις δολάρια
- Σάφρα Κατζ, διευθύνουσα σύμβουλος της Οracle – 38 δις δολάρια
- Μπράιαν Κρζάνιτς, διευθύνων σύμβουλος της Ιntel – 26,9 δις δολάρια
- Τζεφ Μπέζος, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Amazon – 1,5 δις δολάρια
- Σέριλ Σάντμπεργκ, εκτελεστική γενική διευθύντρια της Facebook Μ/Δ
- Έλον Μασκ, διευθύνων σύμβουλος της TeslaΜ/Δ
- Άλεξ Καρπ, διευθύνων σύμβουλος της Palantir Μ/Δ
O Γκάρυ Κον, εκτελεστικός γενικός διευθυντής της Goldman Sachs και σύντομα πρόεδρος του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Τραμπ, ήταν επίσης ο πρόεδρος της συνάντησης. Η Goldman Sachs διατηρεί επιπλέον 28,6 δις δολάρια σε υπεράκτιες περιοχές.
To ThePressProject είναι επίσημος συνεργάτης του The Intercept στην Ελλάδα
Μετάφραση: Νικολέττα Αλεξανδρή