του Γιάννη Μακριδάκη
Κανείς δεν διαφωνεί φυσικά ότι η συγκέντρωση προσφύγων σε άθλιους καταυλισμούς προκαλεί προβλήματα και στις τοπικές κοινωνίες που τους περιβάλλουν. Διότι το πρόβλημα δεν είναι αυτός καθαυτός ο εγκλωβισμός των προσφύγων στα νησιά, άλλωστε δεν είναι μεγάλος ο αριθμός τους σε σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό αφού αποτελούν περίπου το 5%, αλλά η εγκατάλειψή τους να διαβιούν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Αυτή ακριβώς είναι η συνθήκη που προκαλεί όλα τα δεινά, καθώς και τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, παρά το γεγονός ότι λόγω του προσφυγικού ζητήματος έχουν πέσει στα νησιά τόσα χρήματα από την Ευρώπη, όσα δεν είχαν πέσει ποτέ κατά τις καλές εποχές της λεγόμενης ανάπτυξης. Οι τοπικές κοινωνίες όμως και η αυτοδιοίκηση, αν και ανέκαθεν ήσαν επιρρεπείς και υποτελείς στις “επενδύσεις”, όποιο και αν ήταν το ποιόν αυτών και το τίμημα για τον τόπο, δεν δύνανται ακόμη να αντιληφθούν και το προσφυγικό ως “επένδυση” ή μάλλον τώρα αρχίζουν να το αντιλαμβάνονται σιγά – σιγά έτσι, και όσο περνάει ο καιρός, αυτό τους γίνεται ολοένα και πιο ευκρινές.
Διότι οι κοινωνίες των νησιών, ακόμη και μέσα σ' αυτή την τραγική κατάσταση εγκατάλειψης των προσφύγων, έχουν αλλάξει προς το καλύτερο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης, κατά τα οποία τα νησιά θύμιζαν έρημους τόπους, ιδίως τους χειμώνες, αφού οι κάτοικοί τους είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν και όσοι έμειναν πίσω ήσαν μουδιασμένοι και δεν κυκλοφορούσαν καν οι ίδιοι στην αγορά, πόσω μάλλον το χρήμα τους. Τον τελευταίο χρόνο όμως τα νησιά ζουν στον ρυθμό των ευρωπαϊκών κονδυλίων, που όχι μόνον άνοιξαν θέσεις εργασίας στις ΜΚΟ και στους Δήμους, τις οποίες κατέλαβαν νέοι άνθρωποι που ζούσαν εκεί άνεργοι, αλλά έφεραν και πάρα πολλούς καινούριους μόνιμους κατοίκους, νέους στην πλειονότητά τους και διαφόρων εθνικοτήτων, οι οποίοι εργάζονται στις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, στον ΟΗΕ και στις ΜΚΟ, και άλλοι ως εθελοντές στις διάφορες δομές, επίσης έφεραν επιστήμονες μιας μεγάλης γκάμας ανθρωπιστικών πεδίων, καθώς και υπαλλήλους σωμάτων ασφαλείας της Ευρώπης. Η ανθρωπογεωγραφία των κοινωνιών δηλαδή εμπλουτίστηκε και άλλαξε, άνθρωποι πολλών εθνικοτήτων δύσης και ανατολής κυκλοφορούν και ακούει κανείς διάφορες γλώσσες στο διάβα του, η κακομοιριά και η ερημιά από τους δρόμους και την αγορά εξαφανίστηκαν, το χρήμα που εισρέει στα νησιά μέσω της ενοικίασης ξενοδοχείων και οικιών, της κάλυψης των καθημερινών αναγκών διαβίωσης των προσφύγων και όλων αυτών των στελεχών και υπαλλήλων, που είναι πλέον μόνιμοι κάτοικοι, αλλά και τα όποια έργα υποδομής εκτελεί η Ύπατη Αρμοστεία, δεν είναι απλώς μια ανάσα για την χειμαζόμενη οικονομία των τόπων, αλλά ο βασικός παράγοντας που την κρατάει ακόμη στη ζωή. Ιδίως τώρα που ξεφούσκωσε τελείως η τουριστική κίνηση από την Τουρκία. Στην αγορά των νησιών, στα καταστήματα, στα μεζεδοπωλεία, στα καφέ και στα μπαρ, πάντα ψωνίζουν και διασκεδάζουν άνθρωποι, οι οποίοι βρέθηκαν να είναι μόνιμοι κάτοικοί τους εξαιτίας και μόνο του προσφυγικού ζητήματος και υπό άλλες συνθήκες δεν θα βρισκόταν για κανέναν άλλο λόγο στα νησιά αυτά, ιδίως τους χειμώνες. Με άλλα λόγια, αν αύριο το πρωί άδειαζαν τα νησιά από τους πρόσφυγες, θα έφευγαν μαζί τους όλες οι διεθνείς κρατικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις που έχουν την έδρα τους σ' αυτά, καθώς και όλοι αυτοί οι ενεργοί οικονομικά κάτοικοί τους, επίσης θα έμεναν άνεργοι εκατοντάδες ντόπιων νέων ανθρώπων, γεγονός που θα επανέφερε και το γνωστό από τα πρώτα χρόνια της κρίσης φάντασμα να κυκλοφορεί στους δρόμους και στην αγορά τις μέρες και τις νύχτες.
Από αυτή την εξόφθαλμη διαπίστωση και μόνο, γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι οι τοπικές κοινωνίες των νησιών θα έπρεπε να θέλουν τους πρόσφυγες στον τόπο τους, φυσικά όμως όχι διαμένοντες σε άθλιους καταυλισμούς, αλλά ενταγμένους στον κοινωνικό ιστό, και προς την κατεύθυνση αυτή θα έπρεπε να απαιτούν, να διεκδικούν και να ωθούν την πολιτική βούληση, να βοηθούν δε συνειδητά με όλες τους τις δυνάμεις και τις δυνατότητες για την επίτευξη του στόχου αυτού. Σε ένα νησί, όπως π.χ. η Χίος, που έχει περισσότερους από 50.000 κατοίκους και 2.500 πρόσφυγες, και το 50% των οικιών στην πόλη και στα χωριά είναι κενά, η τοπική κοινωνία θα έπρεπε να απαιτεί δυναμικά την στέγαση των προσφύγων σε σπίτια, την αξιοπρεπή διαβίωση και την ένταξή τους στην κοινωνία και όχι την εκδίωξή τους, τον απεγκλωβισμό τους από το νησί, όπως αρέσκονται να λένε, αφού, εκτός όλων των άλλων, η παρουσία τους και μόνο δημιουργεί τόσες θέσεις εργασίας και φέρνει τόσα έσοδα στην τοπική οικονομία, ανεβάζει δηλαδή το ΑΕΠ του νησιού, αν το δούμε ψυχρά οικονομικίστικα, όπως δυστυχώς κατανοούν κατ' αποκλειστικότητα οι πολλοί τις καταστάσεις σήμερα, αφού η εποχή του κυνικού καταναλωτικού καπιταλισμού, στην οποία ζούμε, ορίζει ότι τα πάντα είναι ΑΕΠ.
Θα παραθέσω εδώ και ένα χειροπιαστό παράδειγμα δράσης που συμβαίνει αυτό τον καιρό: Στη Βολισσό της ΒΔ Χίου, ένα χωριό 200 κατοίκων, με έναν αγροτικό γιατρό, ο οποίος δεν υπάρχει πάντα, και με ένα σχολείο, στο οποίο φοιτούν καμιά σαρανταριά παιδιά από νήπιο μέχρι λύκειο και κινδυνεύει να κλείσει τα επόμενα χρόνια λόγω έλλειψης μαθητικού δυναμικού φιλοξενούνται εδώ και λίγο καιρό δύο οικογένειες Σύριων προσφύγων με 5 συνολικά παιδιά, ηλικίας από 6 μέχρι 13 ετών. Στη Βολισσό, το πιο παραμελημένο και εγκαταλελειμμένο κομμάτι της Χίου, διενεργείται αυτή τη στιγμή ένα πολύ σπουδαίο ανθρωπολογικό, κοινωνιολογικό και οικονομικό πείραμα, το οποίο ανοίγει δρόμους ορθής θεώρησης του προσφυγικού ζητήματος για την ευρύτερη κοινωνία του νησιού, των άλλων νησιών αλλά και όλων των τόπων στην ελληνική επικράτεια που φιλοξενούν πρόσφυγες.
Τη μία εκ των δύο αυτών οικογενειών την φιλοξενεί ιδίοις εξόδοις κάποιος άνθρωπος του χωριού, την άλλη όμως οικογένεια τη φιλοξενεί μια ομάδα 30 περίπου ανθρώπων, οι οποίοι είναι άγνωστοι μεταξύ τους και ζουν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και στο εξωτερικό, ανταποκρίθηκαν δε σε προσωπικό μου κάλεσμα μέσω του μπλογκ να συνδράμουν οικονομικά στην στήριξή της οικογένειας αυτής, με δεδομένο ότι φρόντισα να τους φιλοξενήσω δωρεάν σε σπίτι και να παράσχω την αναγκαία πρακτική καθημερινή υποστήριξη για τη διαβίωσή τους, τουλάχιστον μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Έτσι, εκτός φυσικά από το ότι ο στόχος που ήταν καθαρά ανθρωπιστικός επετεύχθη, συγκεντρώθηκε αρχικά και ένα ποσό περίπου 1.500 ευρώ, το οποίο φυσικά θα διοχετευθεί σιγά – σιγά ολόκληρο μέσα στο τρέχον χειμερινό τρίμηνο στην μικρή αγορά του χωριού για να ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες της οικογένειας, και το οποίο δεν θα υπήρχε διαθέσιμο για να ανεβάσει το ΑΕΠ του χωριού, αν δεν υπήρχε (για άλλους λόγους βέβαια) η ιδέα και η θέληση όλων εμάς που συνδράμουμε για την φιλοξενία εδώ αυτών των ανθρώπων, που έφυγαν από τις άθλιες σκηνές χειμώνα καιρό και μπήκαν σε σπίτι με κρεβάτια και τζάκι. Εκτός όμως από την οικονομική και την ανθρωπιστική παράμετρο υπάρχουν και οι κοινωνικές παράμετροι, δηλαδή οι ευεργετικές συνέπειες στην ύπαρξη και λειτουργία των υποδομών υγείας, συγκοινωνίας, παιδείας κλπ του χωριού, αποτελέσματα που θα φανούν εν καιρώ, αν φυσικά οι άνθρωποι αυτοί καταφέρουν να κάνουν μια νέα αρχή στη ζωή τους και μείνουν τελικά εδώ αυξάνοντας τον πληθυσμό, και αν η ίδια η κοινωνία θελήσει και μεριμνήσει να επεκτείνει αυτό το πείραμα και να φιλοξενήσει κι άλλους. Όταν ξεκινήσει δε η Ύπατη Αρμοστεία ή το αρμόδιο Υπουργείο να παρέχουν και κάποιο επίδομα χρηματικό στους ανθρώπους αυτούς για να μπορούν να ικανοποιούν τις καθημερινές ανάγκες τους, τότε όλα θα είναι πολύ πιο εύκολα για όλους και θα αρκεί μόνο ανοιχτόμυαλη και ανθρώπινη προσέγγιση του ζητήματος για να ωφεληθούν άπαντες. Σε αυτή την περίπτωση δηλαδή ισχύει το παράδοξο, ο ορθολογισμός και το αγοραίο συμφέρον να εξυπηρετούνται από τον ανθρωπισμό κι έτσι να τον επιδιώκουν κιόλας όταν φτάσουν στο απροχώρητο της ύφεσης και βαλτώσει το ΑΕΠ.
Αυτή η θεώρηση της ανθρώπινης διαβίωσης των προσφύγων ως “επένδυση”, κατά την άποψή μου, έχει αρχίσει πλέον να υιοθετείται και να λαμβάνει διαστάσεις αργά αλλά σταθερά στις κοινωνίες των τόπων που τους φιλοξενούν και σύντομα θα γίνει πλήρως αποδεκτή. Στην εποχή λοιπόν που όλα είναι ΑΕΠ, θα δούμε πολύ σύντομα και τους κυνικούς να γίνονται ανθρωπιστές όσον αφορά στο προσφυγικό. Κατόπιν βέβαια, αυτή η προσέγγιση πιθανότατα θα γενικευτεί, αφού όσο ο καταναλωτικός καπιταλισμός φτωχοποιεί και εξαθλιώνει τους ίδιους τους πελάτες και ενσαρκωτές του, τους καταναλωτές, τόσο θα πρέπει κατόπιν να τους εξασφαλίζει όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, για να μπορεί να συντηρείται το ίδιο το σύστημα και να μην πέφτει σε ύφεση. Στα τελευταία του δηλαδή ο καπιταλιστής ή πεθαίνει εξαθλιωμένος από τον ίδιο του τον εαυτό ή γίνεται ανθρωπιστής, κατά τη γνωστή ρήση, άμα γεράσει ο διάβολος γίνεται καλόγερος.