του Διονύση Σκλήρη
Το 2016 που φεύγει ήταν μια χρονιά πολλών γεγονότων και πολλών διλημμάτων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επέκταση της παγκοσμιοποίησης ήταν τέτοια, ώστε να αναδυθούν στο προσκήνιο οι αντιφάσεις αυτής της κίνησης και ενδεχόμενα όριά της που επιτρέπουν να μπορούμε πλέον να συλλάβουμε και αντίρροπες κινήσεις. Από αυτήν την άποψη το έτος 2016 ήταν ένα έτος που μπορεί ίσως να αποτελέσει σημείο καμπής.
Θα προσπαθήσουμε στο κείμενο μας να ανασκοπήσουμε σύντομα ορισμένες στιγμές του 2016, κυρίως για να προσπαθήσουμε να αρθρώσουμε κρίσιμα ερωτήματα και διλήμματα για το 2017. Η επισκόπησή μας θα είναι οπωσδήποτε ελλειπτική, η δε θέση των αποριών πειραματική, με ελπίδα να αποτελέσει μια μικρή συμβολή για συνέχιση συζητήσεων που έχουν ήδη αρχίσει.
1. Σημείο καμπής η αποτυχία των Η.Π.Α. στη Συρία;
Στη Συρία η Δύση δίνει τη μάχη για να διαλύσει το τελευταίο καθεστώς που έχει απομείνει με χαρακτηριστικά παναραβικού (τύποις) «σοσιαλισμού» (στην ιστορική τους εξέλιξη τα παρόμοια καθεστώτα εξελίχθηκαν σε αυταρχικές δικτατορίες, οδηγώντας, ωστόσο, συγκριτικώς σε μεγαλύτερη εκκοσμίκευση συγκριτικά προς άλλα μουσουλμανικά κράτη της Μέσης Ανατολής). Η Ρωσία από τη μεριά της θεωρεί την περίπτωση της Συρίας ως κόκκινη γραμμή, ύστερα από την εξέλιξη στη Λιβύη, όπου η προσπάθειά της να συνεργαστεί αρχικά με τη Δύση στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.για την προστασία των ανταρτών με τη δημιουργία μιας ζώνης χωρίς πτήσεις οδήγησε εντέλει στο σύνθημα για την ολοκληρωτική συντριβή του καθεστώτος Gaddafi, που προκάλεσε, ωστόσο, γενικευμένο χάος. Η επιμονή όλων των εξωτερικών παικτών οδηγεί σε μία παράταση του εμφυλίου, με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι είναι η πρώτη φορά μετά το κατά Fukuyama τέλος της Ιστορίας, όπου οι Αμερικανοί αποτυγχάνουν να ανατρέψουν ένα καθεστώς το οποίο έχουν στοχοποιήσει. Το ερώτημα που αναφύεται είναι αν το γεγονός αυτό σημαίνει ένα σημείο καμπής για τη μέχρι πρότινος παντοκρατορία της μετανεωτερικής μόνης υπερδύναμης. Ιδίως αν συνδυαστεί με την αποτυχία του πραξικοπήματος στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016 για να απομακρυνθεί ο Recep Tayyip Erdoğan από την εξουσία. Βεβαίως, η αποτυχία των Η.Π.Α. μετριάζεται αν σκεφτεί κανείς ότι πέτυχαν όντως την καταστροφή της χώρας ενός αντιπάλου με συγκριτικά μικρό κόστος, ότι δείχνουν να καταφέρνουν έναν ντε φάκτο κατακερματισμό της χώρας που στο μέλλον μπορεί να αποτυπωθεί και επίσημα και ότι και στο παρελθόν δεν κατόρθωναν πάντα την αλλαγή καθεστώτος με την πρώτη επέμβασή τους. Παρ’ όλα αυτά, έστω και στο συμβολικό επίπεδο, η μη πλήρης επιτυχία των Η.Π.Α. στην πολιτική τους θέτει ένα ζήτημα για τα όρια της δύναμής τους, σε συνδυασμό μάλιστα με μια ενδεχόμενη αλλαγή πολιτικής από τον νέο Πρόεδρο Donald Trump.
2. Είναι οι νομάδες της προσφυγιάς και της μετανάστευσης το νέο επαναστατικό υποκείμενο; Μπορούμε να είμαστε ένας «λαός» μαζί τους;
Ο συνεχής πόλεμος στη Συρία προκαλεί με τη σειρά του μία μεγάλη προσφυγική ροή (μεταξύ άλλων και) προς την Ευρώπη, η οποία προκαλεί έντονα συνειδησιακά προβλήματα προς τους πολίτες της. Καθ’ όσον μάλιστα οι ερχόμενοι δεν είναι μόνο πρόσφυγες, αλλά συχνά και μετανάστες. Καθώς, όμως, οι περισσότεροι προέρχονται από κράτη που άμεσα ή έμμεσα έχουν πληγεί από επεμβάσεις της Δύσης, δημιουργείται μία σειρά από διερωτήσεις: Έχουν δίκιο οι Ευρωπαίοι να κλείνουν τα σύνορα σε θύματα των δικών τους επεμβάσεων; Μπορούμε πραγματικά να διακρίνουμε ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες; Από την άλλη, αν δεν το κάνουμε, μήπως αδικούμε αυτούς που είναι πραγματικά προτεραιότητα να σώσουμε, καθώς κινδυνεύει άμεσα η ζωή τους; Μεταξύ αριστερών δημιουργείται επιπλέον το δίλημμα, αν θα έπρεπε να αποτελέσουμε έναν «λαό», ένα ενιαίο υποκείμενο με τους νομάδες αυτούς της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, όπως προτείνει λ.χ. ο Alain Badiou στο όνομα μιας επαναστατικής διεθνιστικής «παγκοσμιοποίησης από τα κάτω». Ή αν, αντιθέτως, σύμφωνα με τον Slavoj Žižek, το να είσαι θύμα της Ιστορίας δεν σε καθιστά αυτομάτως προοδευτική επαναστατική υποκειμενικότητα, οπότε μέλημά μας θα έπρεπε να είναι μάλλον η διάσωση των «ευρωπαϊκών αξιών».
3. Ζούμε τη «Δυτική Άνοιξη»;
Το ευρύτερο ζήτημα που δημιουργείται είναι τι σημαίνει «λαός». Μία από τις πιο χαρακτηριστικές λέξεις του 2016, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον ήταν αυτή του «λαϊκισμού». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ για να περιγράψει πολιτικούς ηγέτες και τη σχέση τους με τον λαό τόσο ετερόκλητους όσο ο Maduro, ο Putin, ο Orbán, ο Erdoğan, ο Trump, ο Τσίπρας, η May, ο Beppe Grillo κ.ά. Εντέλει, ο όρος έχει φτάσει να σημαίνει ο,τιδήποτε αντιστρατεύεται τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της παγκοσμιοποίησης, καταδικαζόμενο «από όπου κι αν αυτό προέρχεται». Ο «λαϊκισμός» έχει καταντήσει το απόλυτα κενό σημαίνον, όπου οι ελίτ τοποθετούν ο,τιδήποτε δεν τους αρέσει και είναι αντίθετο προς τις ίδιες. Και ενώ ο συνήθης ορισμός του «λαϊκισμού» είναι ότι πρόκειται για έναν λόγο που διαχωρίζει τον λαό από τις ελίτ και τον στρέφει εναντίον τους ως πηγή των προβλημάτων του, στις μέρες μας συμβαίνει το αντίστροφο: Ο «λαϊκισμός» είναι μία άνωθεν εκπορευόμενη κατηγορία προς ο,τιδήποτε διαφέρει από τη νεοφιλελεύθερη μονοτροπία που προσπαθούν να επιβάλουν οι ελίτ. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ο «λαϊκισμός» μπορεί να λάβει μια αναπάντεχη και αντίθετη προς τις ελίτ επιτελεστική λειτουργία. Με το να τσουβαλιάζονται όλες οι μη νεοφιλελεύθερες πολιτικές υπό το κοινό όνομα του λαϊκισμού, οσοδήποτε αντίθετες και αν είναι μεταξύ τους, αυτό που εντέλει γίνεται είναι ότι επιτελεστικώς όντως συγκροτείται ένας ενιαίος λαός εναντίον των ελίτ και αυτός ο τοιουτοτρόπως ενωμένος λαός αποκτά αυτοπεποίθηση ότι είναι ενωμένος, δυνατός και μπορεί να τις ανατρέψει. Η κατηγορία του «λαϊκισμού» γυρνάει, επομένως, μπούμερανγκ εναντίον των ελίτ και αντί να απαξιώσει τις πολιτικές που κινούνται εναντίον της νεοφιλελεύθερης ΤΙΝΑ συγκροτεί τον σύγχρονο λαό ως μία ενότητα που μπορεί να στραφεί εναντίον τους και να τις ανατρέψει. Συχνά μάλιστα η συνήθεια των δημοσκόπων να προμοτάρουν τους θεωρούμενους ως «αντιλαϊκιστές», είτε εκ προθέσεως είτε ντε φάκτο λόγω μεθοδολογίας, «δημιουργεί επιθυμία» στη διεστραμμένα λακανική εποχή μας, καθώς ο λαός σπεύδει να ψηφίσει το αντίθετο από αυτό που του υποδεικνύεται. Το 2016 αν οι δημοσκοπήσεις είχαν κάποια επιτελεστικότητα, τότε αυτή ήταν μάλλον μια αντίστροφη επιτελεστικότητα. Η παρενέργεια, ωστόσο, είναι ότι ο λαός αυτός δεν έχει πραγματική ενότητα, αλλά έχει την επισφαλή επιτελεστική ενότητα που συγκροτείται απλώς εναντίον ενός κοινού εχθρού. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ενότητα κονδυλικού τύπου, καθώς ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε τονίσει τη σημασία της τοποθέτησης ενός εχθρού για τη σύμπηξη ενός πολιτικού υποκειμένου, ενώ ο Jean-PaulSartre είχε μιλήσει για το άνωθεν βλέμμα που μπορεί να απολιθώσει και άρα να προκαλέσει μία ενιαία οντότητα ακριβώς ως υποχείριά του (στη σαρτρική αυτή λογική ο λόγος ακριβώς που δεν υπάρχει ενιαία ανθρωπότητα είναι η ανυπαρξία Θεού και θείου βλέμματος). H ενότητα αυτή είναι, ωστόσο, επισφαλής ακριβώς γιατί της λείπει οποιοδήποτε θετικό πρόταγμα, είναι μια ενότητα κατά άρση και όχι κατά θέση. Με αυτήν την έννοια είναι που θα τολμούσαμε να παρομοιάσουμε την «άνοιξη» του λαϊκισμού στη Δύση το 2016 με την «Αραβική Άνοιξη». Το χαρακτηριστικό των μεγάλων ξεσηκωμών στον αραβικό κόσμο ήταν ότι μεγάλες λαϊκές μάζες ενώνονταν γύρω από ένα αρνητικό σύνθημα που αφορούσε στην ανατροπή ενός αυταρχικού δικτάτορα. Μόλις, όμως, περνούσε η πρώτη φάση της ευφορίας και το κίνημα επιτύγχανε παρ’ ελπίδα τον σκοπό του, αναδύονταν στην επιφάνεια οι αντιθέσεις, συνήθως μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών ομολογιών και εθνοτήτων. Η (όποια) δημοκρατία οδηγούσε συχνά στην ανάδειξη ισλαμιστών στην εξουσία, νέες αντιδράσεις από το προηγούμενο καθεστώς και τη διαιώνιση ενός κύκλου βίας. Κατά παρόμοιο τρόπο, στη «Δυτική Άνοιξη», αν μας επιτρέπεται ο παραλληλισμός, πλατιές λαϊκές μάζες κινητοποιούνται με τρόπο εντυπωσιακό γύρω από ένα «ΟΧΙ», είτε πρόκειται για το «όχι» του ελληνικού δημοψηφίσματος το 2015, είτε για εξελίξεις του 2016, όπως το Brexit, η εκλογή του Donald Trump και το «όχι» στο ιταλικό δημοψήφισμα, στη συνέχεια, όμως, υπάρχει δυστοκία στο να μετουσιωθεί αυτό το «όχι» σε μία θετική γόνιμη πρόταση. Η μονοτροπία του νεοφιλελευθερισμού και η επιμονή της να ονομάζει ως «λαϊκισμό» ο,τιδήποτε δεν συμβιβάζεται μαζί της συνιστά επιτελεστικά έναν λαϊκιστικό πόλο, του οποίου, όμως, η ενότητα είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θεωρία των δύο άκρων, ενώ, κατά τη γνώμη μας, δεν επιβεβαιώνεται ιστορικώς, ωστόσο, κατά μία διεστραμμένη έννοια επιβεβαιώνεται επιτελεστικώς στο σήμερα, καθώς στον λαϊκισμό που κρίνει και συνιστά ο κυρίαρχος λόγος συστεγάζονται τόσο οι ακροδεξιοί εθνικιστές όσο και οι αριστεροί που επιθυμούν έναν εναλλακτικό διεθνισμό (ενώ υπάρχουν συχνά και αριστεροί πατριώτες). Αυτός ο «λαός», όμως, συνήθως δεν έχει ένα συνεκτικό και θετικό πρόταγμα, με αποτέλεσμα η ενότητά του να μην μπορεί να προχωρήσει (ακόμη) πέρα από ηχηρά «όχι» σε δημοψηφίσματα και ψήφους που εκπλήσσουν τους διαμορφωτές κοινής γνώμης. Το καίριο ερώτημα είναι εν προκειμένω πώς μπορεί να κατανοηθεί ο λαός με έναν τρόπο που να μην είναι απλώς κατοπτρικός της άνωθεν εκπορευόμενης κατηγορίας του λαϊκισμού ή, έστω, να την τροποποιεί ριζικά ακόμη κι αν αρχικώς συνίσταται σήμερα από αυτήν την επιτελεστική έγκληση.
4. Μπορεί η Αριστερά να ξαναγίνει διεθνιστική;
Το συναφές είναι ότι η αντίδραση στον νεοφιλελευθερισμό συχνά λαμβάνει τη μορφή μιας παλινδρόμησης στο προηγούμενο και σίγουρο, που είναι εν προκειμένω το έθνος-κράτος. H αντίδραση στη νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ λαμβάνει συχνά τη μορφή του απομονωτισμού, όπως στην περίπτωση του Brexit και της εκλογής του Donald Trump, ή και της ξενοφοβίας. Παραμένει, βεβαίως, το γεγονός ότι το έθνος-κράτος είναι η κυρίως μορφή με την οποία έχει γνωρίσει ο σύγχρονος κόσμος τη (νεωτερική) δημοκρατία και με αυτό κυρίως συνδέθηκε το κράτος προνοίας μεταπολεμικώς, οπότε ένα είδος λαϊκού συντηρητισμού νέας στροφής προς το έθνος-κράτος για να διατηρηθούν τα κεκτημένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι παράλογο. Το πρόβλημα είναι ότι στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε ένα πανομοιότυπο παρελθόν, καθώς αυτό στο οποίο μπορεί να επιστρέψει ένας απομονωτισμός δεν θα είναι το παρελθόν, αλλά ένα διαφορετικό μέλλον. Και ότι σήμερα δεν είναι δυνατόν να δοθούν λύσεις μέσω της απομόνωσης (παρά μόνο ίσως για μέρη στην «πινέζα του χάρτη»), οπότε χρειάζεται απαραιτήτως ένα κοινό όραμα διεθνές που να υποστηριχτεί από όλους ή, έστω, από μια πλειάδα κρατών. Με αυτήν την έννοια, ακόμη κι αν πολλοί αριστεροί επιχαίρουν φανερά ή κρυφά για τη νίκη του Trump, που έβαλε τέλος στην ιμπεριαλιστική μονοτροπία μιας ευρύτερης συναίνεσης Δημοκρατών και Ρεπουμπλικανών, ωστόσο η εξέλιξη αυτή θα έπρεπε να γίνει δεκτή με μια βαθιά συντριβή, αφού κάθε άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι παρά το σύμπτωμα μιας αποτυχημένης επανάστασης, για να το θέσουμε με όρους του Walter Benjamin. Και ποτέ αυτή η αποτυχία της Αριστεράς δεν ήταν τόσο έκδηλη όσο το 2016. Από την άλλη, ο αριστερός διεθνισμός θα πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένος στις προτάσεις του. Στην Ευρώπη λ.χ. επιθυμούμε να πάρει τη μορφή ενός αιτήματος ολοκληρωμένου φεντεραλισμού; Μιας προσπάθειας εντονότερης συνεργασίας επιμέρους κρατών; Μίας ευρύτερης σύμπηξης ενός λαϊκού υποκειμένου από τα κάτω μέσα από την αλληλεγγύη; Σε κάθε περίπτωση, η επανεύρεση της διεθνιστικής αιχμής (χωρίς κατά τη γνώμη μας αυτό να σημαίνει υποτίμηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων) είναι απαραίτητη.
5. Πέρα από το δίπολο «φιλελευθερισμός εναντίον φονταμενταλισμού»
Μία σημαντική στρατηγική θα πρέπει να είναι και στο 2017 η αποδόμηση των ψευδών διπόλων. Ένα παράδειγμα: Ενώ ο κυρίαρχος δυτικός λόγος χρησιμοποιεί το μοντέλο μιας σύγκρουσης πολιτισμών, ωστόσο οι υποκείμενοι εχθροί είναι συχνά διαφορετικοί. Γράφει χαρακτηριστικά ο Slavoj Žižek: «Έχουμε σαφώς να κάνουμε όχι με μια σύγκρουση πολιτισμών (η χριστιανική Δύση εναντίον του ριζοσπαστικοποιημένου Ισλάμ), αλλά με μια σύγκρουση εντός κάθε πολιτισμού: στον χριστιανικό χώρο είναι οι Η.Π.Α. και η Δυτική Ευρώπη εναντίον της Ρωσίας, στον μουσουλμανικό κόσμο οι Σουνίτες εναντίον των Σιιτών. Η τερατωδία του Ισλαμικού Κράτους χρησιμεύει ως ένα φετίχ που συγκαλύπτει όλες τις συγκρούσεις, όπου η κάθε πλευρά προσποιείται ότι πολεμάει τον ISIS, προκειμένου να χτυπήσει τον πραγματικό της εχθρό». Το διακύβευμα για την Αριστερά θα είναι και το 2017 να μπορέσουμε να πάμε πέρα από το δίπολο φιλελευθερισμός ή φονταμενταλισμός. Το ψεύδος του τελευταίου διπόλου φαίνεται από τους δεσμούς ειδικά των Αμερικανών Δημοκρατών, όπως η Hillary Clinton, με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ και από το γεγονός ότι η έως τώρα πολιτική των Δημοκρατών ήταν η με συνέπεια διάλυση των συγκριτικά πιο εκκοσμικευμένων καθεστώτων (έστω και αν επρόκειτο για δικτατορίες που εργαλειοποιούσαν και αυτές με τον τρόπο τους το Ισλάμ), αφήνοντας παγίως να αναδυθούν στη θέση τους μορφές πιο ακραίου ισλαμισμού. Η σύνδεση του δυτικού (αμερικανικού κυρίως) φιλελευθερισμού με τον πιο ακραίο ισλαμισμό, λ.χ. με τον σαλαφισμό και ουαχαμπιτισμό, είναι υπερβολικά πάγια για να είναι συμπτωματική. Τα γεγονότα που είδαμε το 2016, όπως και τις προηγούμενες χρονιές, μπορούν να συνοψιστούν ως μία προσπάθεια της Δύσης να διαλύσει όσα ανεξάρτητα κράτη έχουν απομείνει για χάρη μιας νεοαποικιοκρατικής «ζωνοποίησης» (zonage, κατά τον προσφιλή όρο του Alain Badiou), όπου, εν τη απουσία συγκροτημένου κράτους, μισθοφορικοί στρατοί θα προστατεύουν ορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ενώ το υπόλοιπο της χώρας θα μπορούν να το λυμαίνονται κατά βούληση ισλαμιστές, τζιχαντιστές και άλλες συμμορίες, δημιουργώντας εις το διηνεκές την «ανάγκη» νέων επεμβάσεων, όταν επέρχεται κάποια επικίνδυνη μετατόπιση των ισορροπιών. Η ευθύνη της Αριστεράς θα είναι να αποδομεί με προσοχή αυτά τα ψευδή δίπολα που παρουσιάζουν ως αναγκαίο καλό τον φιλελευθερισμό των «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων, χωρίς να πέφτει στην παγίδα να επιχαίρει για την όποια νίκη του όποιου δικτάτορα ή, αντιστρόφως, για την επικράτηση της καπιταλιστικής «ελευθερίας», που συνήθως είναι η ελευθερία του να γίνεις πόρνη, «απελευθερωμένος» νεκρός ή πρόσφυγας. Το 2016 οι αριστεροί ένιωσαν συχνά ένοχοι σε διλήμματα όπου εκλήθησαν να τοποθετηθούν: Λ.χ. έπρεπε να χαρούμε ή να φρικιάσουμε με την πτώση του Χαλεπίου στις κυβερνητικές δυνάμεις του Bashar al-Assad; Έπρεπε να ανακουφιστούμε ή να απελπιστούμε με τη νίκη του Trump; Αν η Αριστερά δεν μπορέσει να «αλλάξει γήπεδο» και να μην παίζει μόνο εντός των όρων των διλημμάτων που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός, τότε θα είμαστε μονίμως ένοχοι για τις όποιες κρυφές χαρές ή φρίκες μας.
6. Πέρα από το δίλημμα μεταξύ του «λιγότερο κακού» και του «επιταχυντισμού»
Η υπέρβαση, όμως, των ψευδών διπόλων είναι εύκολη μόνο στα λόγια. Γιατί συχνά η Αριστερά δεν έχει κάτι θετικό να αντιτάξει στο ψευδές δίλημμα, το οποίο να μην έρχεται από ένα παρωχημένο πλέον παρελθόν. Εξάλλου, η Αριστερά καλείται το 2017 να υπερβεί, κατά τη γνώμη μας, και ορισμένα διλήμματα της δικής της στάσης. Στην πρόσφατη αμερικανική εκλογική αναμέτρηση, το δίπολο αυτό διατυπώθηκε ως ένα δίλημμα μεταξύ αφενός μίας ψήφου στο «λιγότερο κακό», που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε η Hillary Clinton ή σε μία επιτάχυνση των εξελίξεων που θα έφερνε ο Donald Trump με την κατάρριψη της καταστροφικής ακροκεντρώας συναίνεσης, έστω κι αν η κατάρριψη αυτή έλθει από τα ακροδεξιά («lesserevilism vs accelerationism» οι αγγλικοί όροι). Το δίλημμα αυτό εκφράστηκε λ.χ. στη διαφορά μεταξύ της άποψης του Noam Chomsky ότι σε κρίσιμες πολιτείες θα έπρεπε να υποστηριχτούν οι Δημοκρατικοί έστω και με «κλειστή τη μύτη», ώστε να μην απολεσθούν θεμελιώδη κεκτημένα δικαιώματα, έναντι της πιο ανατρεπτικής άποψης του Slavoj Žižek ότι είναι σημαντικότερο να καταρριφθεί αυτό που μπορεί να ονομαστεί ως ψευδής συναίνεση μεταξύ του Occupy Wall Street και της ίδιας της Wall Street, την οποία εξέφραζε το νεφελώδες πλην επικίνδυνο συνονθύλευμα της Hillary Clinton. Πρόκειται, πάντως, για δύο τάσεις της Αριστεράς που είναι γενικότερες. Οι οπαδοί του «λιγότερο κακού» ανήκουν συχνά στη λεγόμενη «Πολιτισμική Αριστερά», που προσπαθεί να υπερασπιστεί αλλά και να επεκτείνει δικαιώματα μειονοτήτων και διωκομένων, εν ανάγκη και εντός του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Οι οπαδοί του «επιταχυντισμού» (accelerationism) ανήκουν περισσότερο σε μια ταξικώς προσανατολισμένη Αριστερά που ελπίζει η επιτάχυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού να οδηγήσει στη μη βιωσιμότητα και την τελική έκρηξή του, ώστε να ανακύψει μία καινούργια κατάσταση. Το θέμα, όμως, είναι ότι και τα δύο διλήμματα αδυνατούν να προσφέρουν ένα θετικό πρόταγμα. Στην πρώτη περίπτωση οι αριστεροί παραδέχονται τον φιλελεύθερο καπιταλισμό ως τον μόνο εγγυητή των δικαιωμάτων και του παραχωρούν σύσσωμο το πρόγραμμα της νεωτερικότητας. Στη δεύτερη περίπτωση δεν υπολογίζουν ότι το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» δεν είναι ρητορικό και ότι η βαρβαρότητα ως διάδοχη κατάσταση της φιλελεύθερης συναίνεσης είναι μία υπαρκτή πιθανότητα.
7. Πώς θα ήταν μια μη-φιλελεύθερη ελευθερία;
Η αναζήτηση πάντως πιο θετικών προταγμάτων για την Αριστερά περνάει μέσα από ορισμένα κρίσιμα διλλήματα. Λ.χ. ποια είναι η στάση μας απέναντι στις εκλογές; Βεβαίως στην ευτελισμένη μεταδημοκρατία που ζούμε, αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι θα ήταν παράνομες –ή θα είχαν προκαλέσει το αποτέλεσμά τους Ρώσοι χάκερς, σύμφωνα με τις απέλπιδες προσπάθειες των Αμερικανών φιλελευθέρων να ανατρέψουν το αμερικανικό εκλογικό αποτέλεσμα μέσα από θεωρίες συνωμοσίας εκπορευόμενες από τους καθ’ έξη αντισυνωμοσιολόγους. Και, βεβαίως, την όποια δυνατότητα του λαού να αλλάζει κάτι από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση τη διαπιστώνουμε σήμερα κυρίως στην περίπτωση της ανόδου της ακροδεξιάς ή, πιο σπάνια, στην περίπτωση αριστερών κυβερνήσεων που αναγκάζονται έστω και εκ των υστέρων να ακολουθήσουν τη νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ. Δεν θα πρέπει, όμως, να υποτιμάται η σημασία των εκλογών για την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Στην περίπτωση αυτή, η πρόσφατη εκδημία του Φιντέλ Κάστρο τον Νοέμβριο του 2016 μάς θέτει το ερώτημα αν μπορούμε να ξανασυλλάβουμε τον σοσιαλισμό με τρόπο που να περιέχει την αλλαξιμότητα των κυβερνήσεων μέσω εκλογών ή με άλλον τρόπο, αλλά και να εξασφαλίζει ελευθερίες, όπως λ.χ. αυτή του ερωτικού προσανατολισμού. Ασφαλώς η αριστερή ελευθερία δεν θα είναι η ίδια με την «φιλελεύθερη ελευθερία», που έγκειται βασικά στην ελευθερία της ατομικής ιδιοκτησίας, στην ελευθερία του να μπορείς να αγοραπωλήσεις τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού σου. Μια αριστερή ελευθερία θα ήταν περισσότερο μία νέα δυνατότητα πραγμάτωσης και έκφρασης, εξασφαλιζόμενη από ένα συνολικό κοινωνικό επίτευγμα και τη θέση του υποκειμένου εντός του. Όμως, η αριστερή αυτή ελευθερία δεν νοείται να αναιρεί, αλλά μόνο να επιβεβαιώνει και να επεκτείνει τις ελευθερίες έκφρασης και πραγμάτωσης που ισχύουν σήμερα εντός της φιλελεύθερης δημοκρατίας ύστερα από αιματηρούς κοινωνικούς αγώνες (ακόμη κι αν ο καπιταλισμός συχνά τις αλλοτριώνει σε νέα μέσα κερδοφορίας του κεφαλαίου).
8. «Δημοκρατία» ή «κομμουνισμός» το σωστό χειραφετητικό σημαίνον;
Τελικά το διακύβευμα για τη συνέχεια είναι ποιο θα είναι το απελευθερωτικό και χειραφετητικό μας σημαίνον. Θα είναι η δημοκρατία ή ο κομμουνισμός; Και αν είναι η δημοκρατία θα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε μια πραγματικά συγκρουσιακή δημοκρατία, όπως υποστηρίζει η Chantal Mouffe, που να αφήνει χώρο για τη διαφορά κοσμοειδώλου και για την ταξική πάλη και όχι απλά μια δημοκρατία της (άνωθεν εκπορευόμενης) συναίνεσης ή έστω της κατά Habermas επικοινωνίας; Αν πάλι σημαίνον μας είναι ο κομμουνισμός, όπως υποστηρίζουν μεταξύ άλλων οι Badiou και Žižek, θα μπορέσουμε να προτείνουμε κάτι παραπάνω από τον κρατικό σοσιαλισμό (ή κρατικό καπιταλισμό) του παρελθόντος; Θα μπορέσει η επανερμηνεία του κομμουνιστικού ορίζοντα να είναι τέτοια ώστε να περιλαμβάνει τις ελευθερίες έκφρασης και πραγμάτωσης; Και κυρίως το κατ’ εξοχήν κεκτημένο της νεωτερικής δημοκρατίας, η οποία σε αντίθεση με την αρχαία, έθεσε ως προτεραιότητά της και την προστασία των μειονοτήτων; Με αυτήν την έννοια, μεταξύ των σημαινόντων της δημοκρατίας και του κομμουνισμού, οποιοδήποτε και αν επιλεγεί, έχει νόημα να ξανασκεφτούμε τη σημασία του «λαού» με τρόπο που να είναι ανοικτός στον μειονοτικό, στον μειονεκτικό, στον ξένο.
Επίμετρο: Το 2016 ως μια ζιραρική χρονιά: Πώς θα σπάσει ο φαύλος κύκλος του θυσιαστικού μηχανισμού της τρομοκρατίας;
Και το 2016 ήταν, όπως όλα τα τελευταία χρόνια, μία χρονιά που κυριάρχησε η τρομοκρατία στις διαφορετικές μορφές της, τόσο σε αυτήν της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, όσο και αυτής των δυτικών «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων, που αναζητούν αμφότερες εξιλαστήρια θύματα για να διαιωνίσουν ένα θυσιαστικό συμβολικό σύστημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα γεγονός που συνέβη στο τέλος του 2015, δηλαδή η σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου, έριξε βαριά τη σκιά του καθ’ όλη τη διάρκεια του 2016, καθώς επηρέασε δραστικά τον τρόπο ζωής και σκέψης στην καρδιά της Δύσης, ακολουθούμενο εξάλλου από νέες μαζικές τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νίκαια (14 Ιουλίου 2016), το Βερολίνο (19 Δεκεμβρίου 2016) και αλλού, σε έναν φαύλο κύκλο με τη βία της Δύσης στη Μέση Ανατολή, με τους αμάχους να είναι και στις δύο περιπτώσεις τα κυρίως θύματα. Κατά ειρωνεία της Ιστορίας, λίγες μέρες πριν από την επίθεση στο Παρίσι, στις 4 Νοεμβρίου του 2015, πέθανε ένας σημαντικός Γάλλος διανοητής που είχε αφιερώσει κατ’ εξοχήν τον στοχασμό του στη βία, συμπεριλαμβανομένης και της τρομοκρατίας, ο René Girard, αφήνοντας το φάντασμα της σκέψης του να πλανιέται πάνω από τη Γαλλία και γενικότερα την Ευρώπη και τον κόσμο καθ’ όλο το 2016.
Η οιονεί σημαδιακή αυτή σύμπτωση του θανάτου του Γάλλου στοχαστή της βίας με τις τρομοκρατικές ενέργειες που άλλαξαν τον τρόπο ζωής και αντίληψης των συμπατριωτών του, αλλά και όλων των δυτικών, δεν μπορούσε παρά να δώσει την εντύπωση ότι ζήσαμε το 2016 μια ζιραρική χρονιά λίγο μετά την εκδημία ενός μεγάλου προφήτη της εποχής μας. Σε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο, ο Benoît Chantre, στενός μαθητής του, έχει ως θέμα του τις «τελευταίες μέρες του René Girard»(Les derniersjours de René Girard, Grasset, Paris 2016) περιγράφοντας πώς ο Girard στοχαζόταν έντονα το θέμα της τρομοκρατίας τουλάχιστον από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και μέχρι τον θάνατό του λίγο πριν τα χτυπήματα που άλλαξαν τη ζωή των ανθρώπων στην Ευρώπη. Για τον Benoît Chantre, αν τρομοκρατικά χτυπήματα όπως αυτά στο Παρίσι και τη Νίκαια είναι «η δική μας 11η Σεπτεμβρίου», κατά την προσφιλή ρήση του μηντιακού κατεστημένου, αυτό θα πρέπει να σημάνει όχι μια αδιέξοδη διαιώνιση της θυσιαστικής βίας, όπως αυτή που ανέλυσε ο Girard όπως αυτή που ανέλυσε ο Girard μετά το2001, αλλά, αντιθέτως, μια αναζήτηση τρόπων υπερβατικής εξόδου από τον φαύλο κύκλο της μιμητικής βίας.
Ο Benoît Chantre επιμένει σε περιγραφές επιζώντων από τρομοκρατικά χτυπήματα ότι οι δράστες ήταν «σαν θεοί» ή «σαν ένας παντοδύναμος θεός», ανακαλώντας κατ’ αυτόν τη θεώρηση του Girard για την αυτοθέωση στην αρχαϊκή θρησκεία και δη για τον φόνο και την αυτοκτονία ως μία αυτοθέωση. Σύμφωνα με τον Girard, η επιθυμία είναι μιμητική, γεγονός που οδηγεί σε μια αναπόφευκτη τριαδικότητά της. Επιθυμούμε όχι ως αυτόνομα άτομα σύμφωνα με τη «ρομαντική ψευδαίσθηση», αλλά μιμούμενοι την επιθυμία του άλλου. Η τριαδικότητα, όμως, αυτή λαμβάνει τη μορφή είτε μιας «σύγκλισης» (convergence) είτε μιας αμοιβαιότητας (réciprocité). H σύγκλιση (convergence) σημαίνει ότι η μη αυτονομία της επιθυμίας οδηγεί τελικά τα υποκείμενα να αναφέρουν την επιθυμία τους σε ένα κοινό αντικείμενο, προκαλώντας ένα τρίγωνο. Η αμοιβαιότητα (réciprocité) λαμβάνει χώρα όταν δύο υποκείμενα προτιμούν τη διένεξή τους παρά το αντικείμενό της, επιμένοντας στον ανταγωνισμό. Κατά τον Benoît Chantre, οι δύο εκδοχές αλληλοπεριχωρούνται: Το πέρασμα από τη μιμητική επιθυμία ως σύγκλιση, στη μιμητική επιθυμία ως ανταγωνισμό, γίνεται μέσα από μία άρνηση ή απώθηση της μίμησης (σ. 103-104): Η τριαδική μιμητική επιθυμία απωθούμενη οδηγεί σε μία μιμητική κρίση όπου ο ανταγωνισμός καθιστά τη βία ανυπόφορη και εντέλει σε μία θυσιαστική «λύση», όπου το κακό τοποθετείται επί ενός εξιλαστηρίου θύματος. Η παθολογική αυτή κίνηση είναι από τον θαυμασμό ενός μοντέλου στον φθονερό ανταγωνισμό και από εκεί στο μίσος. Αυτός είναι και ο λόγος που ο René Girard λιγότερο περιέγραψε την «ειρηνική» μίμηση της «εξωτερικής διαμεσολάβησης», όπου συγκλίνουμε στην επιθυμία του ίδιου αντικειμένου, και περισσότερο τη συμπέρανε μέσα από τη βίαιη ανταγωνιστική μίμηση της «εσωτερικής διαμεσολάβησης», κατά την οποία έχουμε εσωτερικεύσει αρνητικά την πρώτη.
Συνδέοντας τον θάνατο του αγαπημένου δασκάλου του με την τρομοκρατία που ακολούθησε λίγες μέρες μετά, αλλά και καθ’ όλο το 2016, ο Benoît Chantre υποδεικνύει ότι η θυματοποίηση ως λύση του αδιεξόδου του μιμητικού ανταγωνισμού μπορεί να λάβει τη μορφή όχι μόνο του φόνου του αποδιοπομπαίου θύματος, αλλά και της αυτοκτονίας. Και ενώ η αρχική διαίσθηση του Girard είναι ότι το θύμα θεοποιείται, καθώς λύνει το αδιέξοδο της κοινότητας, στην εποχή μας μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για τον φθονερό ανταγωνιστή που αυτοκτονεί και έτσι αυτοθεώνεται ο ίδιος, λαμβάνοντας για τον εαυτό του τη διεστραμμένη θέωση του θυσιαστικού μηχανισμού. Πρόκειται για μία λειτουργία που ο Girard είχε ήδη αναλύσει κατ’ εξοχήν στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέβσκη, σε χαρακτήρες όπως ο Σταβρόγκιν ή ο Κιρίλοφ, με τον τελευταίο ειδικά να επιλέγει την αυτοκτονία ως αυτοθέωση, αλλά και στη μορφή του Δον Ζουάν ως ιδρυτικού μύθου της δυτικής νεωτερικότητας. Οι αναλύσεις του αυτές αποδείχτηκαν μάλλον προφητικές μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2011 που οδήγησε τον Γάλλο στοχαστή σε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον συνδυασμό φόνου και αυτοκτονίας ως μια αυτοθέωση.
Στον Δον Ζουάν, σύμφωνα με τον Chantre, φαίνεται με τρόπο ιδεοτυπικό πώς η επιθυμία συγκροτείται μιμητικά, πώς μετατρέπεται σε φθόνο και πώς εν συνεχεία το δημιουργούμενο μίσος εσωτερικεύεται ως μαζοχισμός και ως αυτοκτονία. Η τριαδικότητα της επιθυμίας περνάει με τρόπο πρωτεϊκό από όλες τις εκδοχές, όπου σε κάθε περίπτωση έχουμε έναν πρόσκαιρο αποκλεισμό ενός πόλου, είτε του υποκειμένου, είτε του διαμεσολαβητή, είτε του αντικειμένου, ο οποίος αποκρύπτει αλλά δεν αναιρεί τον τριαδικό χαρακτήρα της επιθυμίας: Ο Δον Ζουάν και η Zerlina ως ένα ζευγάρι που ενώνεται από τον κοινό γέλωτα εναντίον του απερριμμένου και γελοιοποιημένου Masetto, ο Masetto και ο Δον Ζουάν που συσχετίζονται στην ερωτική τους μονομαχία οδηγώντας σε έκλειψη τη Zerlina ως προς ώρας λησμονημένη γυναίκα-τρόπαιο του ανταγωνισμού, εντέλει η Zerlina και ο Masetto ως ένα ζευγάρι που επανενώνεται ύστερα από την επιβουλή του απωθημένου Δον Ζουάν. Η αυτοκτονία του τελευταίου δεν είναι, εντέλει, παρά μία εσωτερίκευση της βίας των άλλων στο υποκείμενό του και ως τέτοια είναι μία από τις πιθανές εκβάσεις της τριαδικότητας της επιθυμίας μεταξύ υποκειμένου, μοντέλου και αντιζήλου. Η δέσμευση στην αυτοθυσία, όμως, είναι κάτι παραπάνω, είναι μία «κρυφή επιθυμία θέωσης», είναι το «να γνωρίσεις τα μυστικά των θεών, λαμβάνοντας τη θέση του θύματος» (σ. 110). Στον Δον Ζουάν αυτό λαμβάνει τη μορφή μιας μελαγχολικής δαπάνης του εαυτού, που με κορύφωση την αυτοκτονία σηματοδοτεί μία συγχώνευση εκστατικής ευφορίας και θανατερής αυτοεκμηδένισης. Και ενώ στις αρχαϊκές κοινωνίες ο παρόμοιος θυσιαστικός μηχανισμός συνήδε με μία άγνοια του τραγικού υβριστή, στη χριστιανική ή μάλλον μεταχριστιανική νεωτερική εκδοχή του Δον Ζουάν, λαμβάνει τον χαρακτήρα μιας μηδενιστικής δαιμονικής αυτοθέωσης, σε μία γραμμή που μας πάει από τον Δον Ζουάν στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι και στους σύγχρονους Ηρόστρατους. Η αυτοκτονία του μηδενιστή είναι στη νεωτερικότητα μία αιρετική διαστροφή του αυτοθυσιαστικού μάρτυρα, μια αυτοθέωση που παραλλάσσει δαιμονικώς τη χριστολογική θέωση του Σταυρού. Αν το νόημα του Εσταυρωμένου Χριστού ήταν κατά τον Girard να διαρραγεί εκ των ένδον ο θυσιαστικός μηχανισμός με μια εκούσιο θυσία που αποτελεί την έσχατη θυσία, τη θυσία της εξόδου από κάθε θυσία, μέσα από την αποκάλυψη του ψεύδους του θυσιαστικού μηχανισμού, τότε το μη νόημα του μηδενιστή τρομοκράτη είναι να εκραγεί ο θυσιαστικός μηχανισμός, να ισοπεδωθούν σε ένα μοίρασμα θανάτου, τόσο το θύμα της κοινότητας όσο και η ίδια η κοινότητα.
Ενώ ο Δον Ζουάν είναι μαζί με τον Φάουστ και τον Δον Κιχώτη ένας από τους τρεις ιδρυτικούς μύθους της νεωτερικότητας, ο Benoît Chantre μάς οδηγεί σε μία μετάβαση στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της μετανεωτερικότητας ή ύστερης νεωτερικότητας, όπου ο σύγχρονος τρομοκράτης αποτελεί μία νέα διεστραμμένη εκδοχή του Δον Ζουάν, που με τη σειρά του μπορεί να ιδωθεί κατά Girard ως μια δαιμονική διαστροφή του Εσταυρωμένου. Ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης είναι ο κόσμος όπου η Δύση προβάλλεται ως το μοναδικό δυνατό μοντέλο, προκαλώντας μαζί γοητεία, απέχθεια και συναρπαγή. Οι τρομοκράτες δεν είναι οι παραδοσιακοί Ισλαμιστές του Μεσαίωνα, αλλά υβρίδια Ισλάμ και Δύσης. Ας μην ξεχνούμε λ.χ. ότι ο Οσάμα μπιν Λάντεν ανήκει σε μία πλουσιότατη οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας που έχει στενότατες σχέσεις με τη Δύση. Οι τρομοκράτες, ως υποκείμενα ζήλειας σε έναν κόσμο που τους αποκλείει, αναλαμβάνουν την απόρριψή τους από μία κοινωνία που τους εξοβελίζει (σ. 119). Οι άλλοι είναι οι ειδωλολάτρες, οι συμμετέχοντες σε μία ηδονή από την οποία ο τρομοκράτης είναι εξοστρακισμένος. Το πέρασμα από τον φθόνο στο καθαρό μίσος σηματοδοτεί τη μετατροπή από τον τρομοκράτη του κόσμου σε ανώνυμο πλήθος που καλείται να εκμηδενιστεί με σαρωτική αποπροσωποιητική εξόντωση. Ο τρομοκράτης, κατά τον Chantre, δεν είναι παρά ένας απερριμμένος Δον Ζουάν. Το μίσος του δεν είναι παρά η έσχατη καταφυγή του γόητος που αποκρούστηκε. Σκοτώνει για να μην παραδεχτεί την επιθυμία του. Επειδή η κοινωνία τον απορρίπτει με την αδιαφορία της, προσπαθεί να τραβήξει πάνω του την προσοχή με μια σκανδαλώδη ηροστράτειο πράξη. Επιθυμεί το μαρτύριο ως ένα ενδιαφέρον του πλήθους για αυτόν, ακόμη περισσότερο, εκβιάζει το μαρτύριο, κατά μια πιο βίαιη διεστραμμένη εκδοχή της αρχαίας αίρεσης των Δονατιστών, ώστε να θεωθεί μέσα από τον θάνατο που επιβάλλει στον εαυτό του και τους άλλους. Κατ’ αυτήν την έννοια, η μηδενιστική τρομοκρατία είναι η έσχατη διεστραμμένη παραλλαγή της νεωτερικότητας, της οποίας ορισμένοι ιδρυτικοί μύθοι αποτελούν οι ίδιοι διεστραμμένες παραλλαγές του χριστιανισμού. Η μηδενιστική τρομοκρατία αποτελεί την έσχατη απόληξη της κατά Girard «εσωτερικής διαμεσολάβησης». Ο τρομοκράτης που σκοτώνει τους αντιζήλους μαζί με τον εαυτό του είναι ο απόλυτος εικονοκλάστης, που επιδιώκει έναν συμφυρμό ηδονής και θανάτου μέσα από την πλήρη εξάλειψη της συμβολικής τάξης. Αν ορισμένοι χριστιανοί μάρτυρες κατέστρεφαν τα είδωλα και ορισμένοι εικονοκλάστες του Μεσαίωνα διέλυαν τις εικόνες, ο σημερινός εικονοκλάστης τρομοκράτης θέλει να πάει στον παράδεισο με το να εξαλείφει κάθε εικονική μεσίτευση, συμπεριλαμβανομένων των ζωντανών ανθρώπων που διαμεσολαβούν την επιθυμία, αλλά και του ίδιου του του εαυτού.
Το μεγάλο ερώτημα και για το 2017 είναι πώς απαντάς στην τρομοκρατία, πώς απαντάς στον μηδενιστή τρομοκράτη που εκβιάζει με ηροστράτειο τρόπο την προσοχή της Ιστορίας, που θέλει να στρέψει ένα πλήθος εναντίον του τη στιγμή ακριβώς που το εξοντώνει μαζί με τον εαυτό του. Το πρόβλημα είναι πως η μηδενιστική τρομοκρατία επιδιώκει ακριβώς μία διαιώνιση του φαύλου κύκλου του θυσιαστικού μηχανισμού. Αν η απάντηση είναι μια επέκταση της βίας του κράτους, όπου νέα ολοκληρωτικά μέσα παρακολούθησης θα συνδυάζονται με στρατιωτικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, τότε θα συμβεί μία ακόμη μεγαλύτερη θυματοποίηση των Μουσουλμάνων, η οποία με τη σειρά της θα εκθρέψει νέες γενιές μηδενιστών, όπως έγινε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τη σειρά αμερικανικών επεμβάσεων που επακολούθησαν. Η αδυναμία, άλλωστε, του Ισλάμ να θέσει όρια στις εκρήξεις της βίας του, σχετίζεται με τη διάλυση του νομικού και πολιτικού πολιτισμού του από τη δυτική αποικιοκρατία, καθώς ο ίδιος ο Girard παρατηρούσε. Μετά τα χτυπήματα στη Νέα Υόρκη, ο René Girard είχε εκφράσει την ανησυχία του ότι οι θεαματικές αυτές πράξεις τρομοκρατίας θα γινόντουσαν παράδειγμα με την ηρωοποίηση των αυτοκτονούντων τρομοκρατών και τη μίμησή τους από μία ολόκληρη γενιά απόκληρων. Το καίριο ερώτημα που θέτει, λοιπόν, η ζιραρική χρονιά του 2016 είναι πώς ακριβώς θα κατορθώσουμε να εξέλθουμε από τον φαύλο κύκλο του θυσιαστικού μηχανισμού όπου προσπαθεί να μας εμπλέξει η τρομοκρατία. Και μάλιστα με τη διαφορά ότι ο σύγχρονος μηδενισμός δεν επιχειρεί να θεμελιώσει μια τάξη επί των εξιλαστηρίων θυμάτων, αλλά να οδηγήσει σε ένα κυνήγι αλλήλων μέχρι την πλήρη ισοπέδωση. Ένα πρώτο βήμα είναι το να αποφευχθεί η λογική της εναπόθεσης του κακού πάνω σε νέα εξιλαστήρια θύματα με τη στοχοποίηση ολόκληρων κρατών και των πληθυσμών τους. Η πάλη, όμως, με την τρομοκρατία είναι δύσκολη, γιατί είναι ένας πόλεμος που κρατάει στον χρόνο και βασίζεται στην αντοχή μέχρι την τελική εξάντληση των αντιπάλων. Εύκολη και τελική λύση δεν υπάρχει.