του Κώστα Εφήμερου
Το 2003, έπειτα από εκατοντάδες δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο, τρεις εισαγγελικές παραγγελίες και μία ανακριτική διαδικασία που διήρκησε σχεδόν ένα χρόνο, εισαγγελέας και ανακριτής διαφωνούν για την παραπομπή του Σωκράτη Κόκκαλη με την κατηγορία της κατασκοπείας και ο φάκελος μπαίνει στο αρχείο. Το βασικό επιχείρημα για την ακύρωση της προδικαστικής διαδικασίας αφορά την παραγραφή των αδικημάτων του μεγαλύτερου μέρους του αποδεικτικού υλικού, το οποίο δεν είναι άλλο από τον φάκελο που διατηρούσε η μυστική υπηρεσία της Ανατολικής Γερμανίας, γνωστή ως Στάζι. Την υπόθεση είχε φέρει στο φως της δημοσιότητας μία από τις μεγαλύτερες κυρίες του ερευνητικού ρεπορτάζ στην Ελλάδα: η Αριστέα Μπουγάτσου, που με σειρά άρθρων της στην Καθημερινή παρουσίασε τμήματα του φακέλου της Στάζι, ωστόσο από το 2002 μέχρι και σήμερα τα πραγματικά στοιχεία δεν βρήκαν το δρόμο προς την δημοσίευση.
Ο Σωκράτης Κόκκαλης, σύμφωνα με τα αρχεία της Στάζι, αναβαθμίστηκε δύο φορές από το 1963, οπότε και εντάχθηκε στις μυστικές υπηρεσίες της Ανατολικής Γερμανίας. Στην πρώτη φάση εμφανίζεται ως πληροφοριοδότης με το ψευδώνυμο «Ρόκκο», το 1967 αναβαθμίζεται και το κωδικό του όνομα αλλάζει σε «Κασκέιντ», ενώ από το 1982 τουλάχιστον εμφανίζεται πλέον με βαθμό 3ης διαβάθμισης στο σύστημα SIRA (System Information Recherche Aufklarung), που αποτελεί την ηλεκτρονική βάση δεδομένων της Στάζι. Σε αυτό το τελευταίο στάδιο, που διήρκησε τουλάχιστον μέχρι το 1989, ο Σωκράτης Κόκκαλης φέρει πλέον το συνθηματικό όνομα «Κρόκους».
Η ποινική δίωξη που ασκήθηκε στον Σωκράτη Κόκκαλη τον Φεβρουάριο του 2002 περιλάμβανε κατηγορίες για κατασκοπεία εις βάρος της Ελλάδας. Κατηγορούνταν ως πράκτορας της Στάζι, αρχικά ως πληροφοριοδότης και έπειτα ως συνεργάτης των μυστικών υπηρεσιών της Ανατολικής Γερμανίας. Ωστόσο, αφού η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, ένα χρόνο μετά, το Πολιτικό Εφετείο Πειραιά καταδίκασε την Καθημερινή και την Αριστέα Μπουγάτσου θεωρώντας τα δημοσιεύματα περί συνεργασίας του Κόκκαλη με τη Στάζι ψευδή και συκοφαντικά. Απόφαση που ακόμα και σήμερα δημιουργεί ερωτηματικά, αφού τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν δημοσιευτεί όχι μόνο από την Καθημερινή αλλά και από την Deutche Welle και τους New York Times ήταν αρκετά πειστικά. Ακόμα περισσότερο, η ίδια η απόφαση για την αρχειοθέτηση της ποινικής διαδικασίας δεν βασίστηκε στην ακυρότητα των στοιχείων, αλλά στην παραγραφή των αδικημάτων εξαιτίας της παρόδου δεκαπενταετίας από την ημερομηνία τέλεσης.
Ο φάκελος του «Ρόκκο»
Ένα πολύ μεγάλο μέρος των φακέλων της Στάζι καταστράφηκε στις αρχές του 1990, μετά την πτώση του τείχους στο Βερολίνο. Ένα αντίγραφο του SIRA ωστόσο βρέθηκε σε θυρίδες που ήλεγχε ο ανατολικογερμανικός στρατός και χρειάστηκαν ακόμα 8 χρόνια μέχρι να σπάσει η κρυπτογράφηση των δισκετών. Εκτός από το αρχείο αυτό, που περιλάμβανε τους φακέλους της Στάζι από το 1969 μέχρι και το 1989, υπάρχει και το αρχείο μικροφίλμ «Ρόζενχολτς», το οποίο δημιουργήθηκε το 1989 και περιλάμβανε φακέλους από το 1962. Ωστόσο, και τα δύο αρχεία παραμένουν εκτός δημοσιότητας και μελετώνται με δυσκολία και μόνο με ειδική άδεια, ενώ είναι γνωστό ότι μικρά κομμάτια των δύο αρχείων έχουν αποκτηθεί από συλλέκτες ή έχουν μελετηθεί με άδειες FOIA (Freedom of Information Act) από δημοσιογράφους.
Καταλαβαίνετε λοιπόν με τι έκπληξη συνειδητοποίησα σε μια πρόσφατη επίσκεψή στο Βερολίνο (για τις ανάγκες άλλου ρεπορτάζ) ότι ο συνομιλητής μου είχε στα χέρια του τον περιβόητο φάκελο του Σωκράτη Κόκκαλη, που όλοι μνημονεύουν αλλά κανείς δεν δημοσιεύει. Χρειάστηκαν περίπου 4 ώρες μέχρι να τον πείσω να μου δώσει πρόσβαση, έπειτα από περίπου δέκα ημέρες συνεννοήσεων για την ασφαλή και «καθαρή» μεταφορά των αρχείων και άλλες περίπου δύο ημέρες μέχρι να επιβεβαιωθεί από ανεξάρτητη πηγή η αυθεντικότητα και η πληρότητα του φακέλου. Στο τέλος όμως η ομάδα μου είχε τη δυνατότητα να επεξεργαστεί αυτό το ιστορικό ντοκουμέντο των 195 σελίδων. Αυτόν το φάκελο, με αριθμό πρωτοκόλλου της Στάζι 953/63, που αφορά την υπηρεσία του Σωκράτη Κόκκαλη από την ημέρα ένταξης του στην υπηρεσία μέχρι το 1965 υπό την κωδική ονομασία «Ρόκκο» φέρνουμε σήμερα ολόκληρο στη δημοσιότητα.
Ένα κομμάτι της ιστορίας
Όταν ο 24χρονος Σωκράτης Κόκκαλης, φοιτητής Φυσικής του πανεπιστημίου Humboldt και μόνιμος κάτοικος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας από το 1955, πηγαίνει στο καφέ Warshau του Ανατολικού Βερολίνου στις 25 Ιανουαρίου 1963 για να πάρει πίσω το αυτοκίνητό του που είχε κατασχεθεί από τις αρχές, τον περιμένει μια έκπληξη: μια πρόταση της Στάζι, δηλαδή του Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας της Ανατολικής Γερμανίας (Ministerium für Staatssicherheit), την οποία αποδέχεται με μεγάλη προθυμία.
Ο ιδεαλιστής πατέρας
Ο Σωκράτης Κόκκαλης γεννιέται στις 27 Μαΐου 1939 στην Αθήνα, γιος του γιατρού και μετέπειτα αντιστασιακού Πέτρου Κόκκαλη, και της συζύγου του Νίκης, το γένος Κουλέτση που υπήρξε γραμματέας του, δασκάλα στη Σχολή Χιλλ και μέλος του ΚΚΕ.
Γεννημένος το 1896, ο πατέρας του Σωκράτη Κόκκαλη, Πέτρος, καταγόταν από μια μικροαστική οικογένεια της Λειβαδιάς. Ξεκινά τις σπουδές του στην Ιατρική σε ηλικία 15 ετών το 1911 στην Αθήνα και τις συνεχίζει στο Βερολίνο, τη Ζυρίχη και τη Βέρνη. Εργάζεται από το 1929 ως βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως διευθυντής στην Κλινική Αθηνών και στο Νοσοκομείο «Ελπίς» και ως διευθυντής της Γ’ Χειρουργικής Κλινικής του Ευαγγελισμού. Τη χρονιά που γεννιέται ο πρωτότοκος γιος του Σωκράτης, το 1939, παίρνει την έδρα τακτικού καθηγητή της Χειρουργικής στο Αρεταίειο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, ενώ με την κήρυξη του πολέμου έναν χρόνο αργότερα, υπηρετεί ως αντισυνταγματάρχης της Υγειονομικής Υπηρεσίας στην Ήπειρο.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γερμανική εισβολή το 1941, ο Πέτρος Κόκκαλης φαίνεται να αρνείται την πρόταση συνεργασίας με τους Γερμανούς, συνυπογράφοντας μαζί με άλλους ακαδημαϊκούς επιστολή ενάντια στους κατακτητές και συνδεόμενος, στη συνέχεια, με την αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ. Εξαιτίας της στάσης του αυτής εκδιώκεται το 1942 τόσο από τον Ευαγγελισμό όσο και από τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα μάλιστα με τη συγγραφέα της βιογραφίας του Πέτρος Σ. Κόκκαλης (2008) Κατίνα Λατίφη, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης του Τσουδερού στο Κάιρο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (μετέπειτα βουλευτής του Δεξιού κομματικού σχηματισμού ΕΡΕ και εμπνευστής της φράσης ότι ο τόπος εξορίας της Μακρόνησου αποτελεί έναν «Νέο Παρθενώνα») προσκάλεσε τον Πέτρο Κόκκαλη να γίνει υπουργός στην επίσημη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου. Εκείνος αρνείται και αντ’ αυτού συμμετέχει ως γραμματέας (δηλαδή υπουργός) Κοινωνικής Πρόνοιας στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης ή αλλιώς την πρώτη Κυβέρνηση του Βουνού που ιδρύθηκε το 1944 στην Ευρυτανία με πρωτοβουλία του ΕΑΜ.
Μετά την απελευθέρωση, ο Πέτρος Κόκκαλης φεύγει στο εξωτερικό λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1946, μέσα στον Εμφύλιο Πόλεμο. Λίγο αργότερα γίνεται Υπουργός Υγιεινής, Πρόνοιας και προσωρινά Παιδείας στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση που ιδρύθηκε το 1947 υπό την προεδρεία της ηγετικής φιγούρας του ΚΚΕ Μάρκου Βαφειάδη, η οποία ονομαζόταν και αυτή Κυβέρνηση του Βουνού. Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο Νίκος Ζαχαριάδης δεν έχει εμφανή ρόλο στην εμφυλιακή Κυβέρνηση του Βουνού, συνεργάζεται στενά όμως με τον Πέτρο Κόκκαλη ώστε να φέρουν εις πέρας το περίφημο «παιδομάζωμα,» δηλαδή την αποστολή παιδιών από τον Δημοκρατικό Στρατό προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης.
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949, ο Πέτρος Κόκκαλης διαφεύγει προσωρινά στη Ρουμανία και τελικά εγκαθίσταται με τη γυναίκα του, τον 10χρονο γιο του Σωκράτη και την μικρή του κόρη Αυγή, στην Ανατολική Γερμανία. Εκεί γίνεται αποδεκτός από τους ανώτερους κύκλους της Λαϊκής Δημοκρατίας και χαίρει μεγάλης εκτίμησης σαν χειρουργός σε πανεπιστημιακές κλινικές αλλά και σαν φίλος και προσωπικός γιατρός του Γενικού Γραμματέα του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος και ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Walter Ulbricht.
Στις 16 Ιανουαρίου 1962, ο Πέτρος Κόκκαλης πεθαίνει σε ηλικία 66 ετών από έμφραγμα του μυοκαρδίου εν ώρα εργασίας στο Ινστιτούτο Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς και των Αιμοφόρων Αγγείων της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών. Σε άρθρο του Ριζοσπάστη από το 2003 υπό τον τίτλο «Ένας λαμπρός επιστήμονας, στην πρωτοπορία του λαϊκού κινήματος» αναφέρεται ότι η είδηση του θανάτου του γίνεται γνωστή από τον ραδιοσταθμό του ΚΚΕ «Φωνή της Αλήθειας» στη Ρουμανία, ενώ την επόμενη ημέρα η εφημερίδα της Ανατολικής Γερμανίας Neues Deutschland φιλοξενεί στη δεύτερη σελίδα της νεκρολογία που υμνεί την επιστημονική και επαναστατική δράση του.
Θέλοντας να τιμήσει την επιθυμία του συζύγου της, η Νίκη Κόκκαλη ζητά άδεια από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να μεταφέρει τη σορό του στην Ελλάδα για την ταφή. Παρά το έντονο αντι-κομμουνιστικό κλίμα της εποχής και το γεγονός ότι ο Κόκκαλης θεωρούνταν πολιτικός φυγάς, ο Καραμανλής δίνει έγκριση για τον ενταφιασμό, ίσως διότι η μητέρα της τότε συζύγου του Αμαλίας είχε χειρουργηθεί παλιότερα από τον διάσημο χειρουργό. Σύμφωνα με το άρθρο του Ριζοσπάστη, στην κηδεία του Κόκκαλη που έγινε στις 28 Ιανουαρίου από το Α’ Νεκροταφείο παρευρεθήκαν μέλη της πολιτικής ηγεσίας της ΕΔΑ, δηλαδή του νόμιμου αριστερού κόμματος της χώρας, αλλά και διακεκριμένοι επιστήμονες και λογοτέχνες. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, ο ποιητής και μέλος του ΚΚΕ Γιάννης Ρίτσος φέρεται να απήγγειλε πάνω από τον τάφο του Κόκκαλη το επικήδειο ποίημα «… ενώ το μέγα κυπαρίσσι / του πόνου μας, δαρμένο απ’ τη βροχή της ξενιτειάς, τινάζει απόψε / όλα του τα κυπαρισσόμηλα στο πάτριο χώμα, κ’ η κραυγή του λαού μας / μυριόστομη, μυριόφωνη, τραντάζει τα κλαδιά του: / Η Ελλάδα περιμένει τα παιδιά της».
Ο πραγματιστής υιός
Ο Σωκράτης Κόκκαλης ακολουθεί τον πατέρα του στη Ρουμανία και αργότερα στην Ανατολική Γερμανία. Ξεκινά το πτυχίο του στη Μόσχα της Σοβιετικής Ένωσης και συνεχίζει τις σπουδές του στη Φυσική από το 1960 στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Ανατολικού Βερολίνου, όπου κάνει αργότερα και μεταπτυχιακές σπουδές στην Ηλεκτρονική. Εξαιτίας της φήμης του πατέρα του ως λαμπρού γιατρού έχει πολλές επαφές στη Δυτική Γερμανία και πηγαινοέρχεται συχνά στο Δυτικό Βερολίνο από όπου κάνει λαθραία εισαγωγή «καπιταλιστικών» αγαθών, όπως αλκοολούχα ποτά ή αρώματα. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια του, τον Ιανουάριο του 1963, οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας τον πιάνουν και του κατάσχουν το αυτοκίνητο.
Έτσι, σύμφωνα με αναφορά της Στάζι που βρίσκεται στα αρχεία της Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας στην οδό Karl-Liebknecht του Βερολίνου (Bundesbeauftragten für die Unterlagen des Staatssicherheitsdienstes der ehemaligen Deutschen Demokratischen Republik ή BStU), κανονίζεται συνάντηση με τον Σωκράτη Κόκκαλη στις 25 Ιανουαρίου «για να τον γνωρίσουν» με το πρόσχημα της επιστροφής του αυτοκινήτου του. Τα στοιχεία που έχουν ήδη μαζέψει γι αυτόν είναι ότι είναι αρκετά μυστικοπαθής ως άνθρωπος, κάνει παρέα με Άραβες και Ινδονήσιους φοιτητές και ότι δεν είναι γνωστές οι πολιτικές και ιδεολογικές του θέσεις. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης επιβεβαιώνονται οι πληροφορίες ότι ο Κόκκαλης έχει συνδέσμους με το εξωτερικό και τη Δυτική Γερμανία, κυρίως με άτομα που κάνουν λαθρεμπόριο. Μετά από πρόταση της Στάζι, ο Κόκκαλης δέχεται να συνεργαστεί για να βοηθήσει τις μυστικές υπηρεσίες με τον όρο να μην μπει βαθιά στους κύκλους της Στάζι για να προστατεύσει το επαγγελματικό του μέλλον και, ως εκ τούτου, να τον γνωρίζουν ελάχιστοι μέσα από την υπηρεσία.
Από εκείνη την ημέρα λοιπόν, ο υπολοχαγός Karl Heinz Detzer ορίζεται ως ο σύνδεσμος του μέσα στη Στάζι και ο Κόκκαλης παίρνει την κωδική ονομασία «Ρόκκο» και την ταυτότητα-βιτρίνα του τεχνικού στη Γερμανική Ραδιοτηλεόραση. Ο σκοπός του είναι να δίνει πληροφορίες στην υπηρεσία για τις υπάρχουσες σχέσεις του και να έρθει σε επαφή με νέα άτομα που είναι ενδιαφέροντα για τη Στάζι. Για περίπου δύο χρόνια συμμετέχει σε αυτό το πάρε-δώσε, όπου με αντάλλαγμα τις πληροφορίες που δίνει οι αρχές τον ξελασπώνουν για τη λαθραία εισαγωγή προϊόντων από τη Δυτική Γερμανία, ώσπου το 1965 αρχίζει να οργανώνει σε συνεργασία με τη Στάζι ένα πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο: την επιστροφή στην Ελλάδα για οργάνωση εμπορικών σχέσεων με την Ανατολική Γερμανία και τη σταδιακή είσοδο στους κύκλους της εγχώριας πολιτικής εξουσίας.
Η επιστροφή του ασώτου
Τον Φεβρουάριο του 1965, ο Σωκράτης Κόκκαλης, που ήδη από τον Ιούνιο του 1964 είναι αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος της ελληνικής εταιρίας Rexarm στη Γερμανία, αναλαμβάνει να συμβάλει στο χτίσιμο εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ανατολικής Γερμανίας και Ελλάδας, στο τιμόνι της οποίας βρίσκεται η Ένωση Κέντρου με πρωθυπουργό τον επονομαζόμενο «Γέρο της Δημοκρατίας» Γεώργιο Παπανδρέου. Το πολιτικό και επαγγελματικό παρελθόν του πατέρα Κόκκαλη τον βοηθούν σημαντικά στις επαφές που έρχεται με επιφανείς ανθρώπους της χώρας ώστε να ιδρύσει την «κοινωνία εμπορίου» στην οποία προσβλέπει η Στάζι. Σε μια εμπορική έκθεση στη Λειψία, συναντά τον βουλευτή της Ένωσης Κέντρου και εκδότη της εφημερίδας «Αθηναϊκή» αλλά και του περιοδικού ποικίλης ύλης «Θησαυρός», Ιωάννη Παπαγεωργίου. Σε αναφορά του στη Στάζι μάλιστα, ο Κόκκαλης χαρακτηρίζει τον Παπαγεωργίου ως το «ιδανικό πρόσωπο» για να τον συστήσει στην ελληνική κοινωνία με σκοπό την έναρξη των πολυπόθητων εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ανατολικής Γερμανίας.
Το πλάνο που χαράσσουν ο Κόκκαλης με τον Παπαγεωργίου έχει τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι η ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και σοσιαλιστικών χωρών με έμφαση στην εξαγωγή ελληνικών προϊόντων σε κράτη όπως η Ανατολική Γερμανία. Ο Παπαγεωργίου εκμυστηρεύεται μάλιστα στον Κόκκαλη πως τέτοιες σκέψεις ήδη συζητιούνται στους κυβερνητικούς κύκλους, καθώς, παρά την πολύκροτη είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ τρία χρόνια νωρίτερα, το 1962, οι εισαγωγές είναι περισσότερες από τις εξαγωγές και το ισοζύγιο όλο και πιο αρνητικό, διότι είναι πολύ δύσκολο για την Ελλάδα να ανταγωνιστεί αγορές όπως η Ιταλία ή η Ισπανία.
Ο δεύτερος άξονας του πλάνου τους είναι η παράκαμψη μιας ελίτ από μέλη της κυβέρνησης και του κόσμου της βιομηχανίας που στηρίζουν τις εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες του Δυτικού «καπιταλιστικού» κόσμου για λόγους τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Σκοπός τους γίνεται λοιπόν η δημιουργία ενός αντίστοιχου κύκλου επαφών από μέλη της ελληνικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ που θα στηρίζει τις εμπορικές σχέσεις με σοσιαλιστικές χώρες.
Τέλος, ο τρίτος άξονας του πλάνου τους, που συνιστάται να μείνει και μυστικός, είναι να αντληθεί πολιτικό όφελος μέσα από αυτόν τον κύκλο επαφών. Αφού λοιπόν διαπιστωθούν οι μέθοδοι με τις οποίες η Δυτική Γερμανία και το ΝΑΤΟ, στο οποίο η Ελλάδα είχε προσχωρήσει από το 1952, πιέζουν την ελληνική κυβέρνηση ώστε να εμποδίζονται οι σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία, θα καταστεί δυνατή μια παρέμβαση σε κυβερνητικούς κύκλους για να βελτιωθούν οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λίστα των ατόμων με τα οποία είχαν ήδη συνομιλήσει ο Παπαγεωργίου και ο Κόκκαλης για την πραγματοποίηση του πλάνου τους ήδη από τις αρχές του 1965, οι οποίοι ανήκαν στην πλειοψηφία τους στην Ένωση Κέντρου. Έτσι λοιπόν ο Παπαγεωργίου συνομίλησε με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Στέφανο Στεφανόπουλο, τον Υπουργό Οικονομικών Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Υπουργό Συγκοινωνιών Στέλιο Αλλαμανή και τον Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάπας. Από την άλλη ο Κόκκαλης ήρθε σε επαφή με τον Υπουργό Εσωτερικών Ηλία Τσιριμώκο, τον Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως Δημήτρη Παπασπύρου και τον πρώην Υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας Νικόλαο Έξαρχο.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλα τα άτομα με τα οποία ήρθαν σε επαφή ο Κόκκαλης και ο Παπαγεωργίου ανήκαν στους επονομαζόμενους Αποστάτες των Ιουλιανών του 1965 για το οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Σύμφωνα με το αρχείο της Στάζι, υπήρχε όμως και ένα άτομο που είχε έρθει σε επαφή μαζί τους, ο οποίος, αν και δεν ήταν Αποστάτης, έπαιξε, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της χώρας: ο γιος του Γεώργιου Παπανδρέου, Ανδρέας που ήταν βουλευτής με την Ένωση Κέντρου από το 1964. Και ο Ανδρέας Παπανδρέου λοιπόν, σχεδόν προαναγγέλλοντας το γνωστό καίτοι προδομένο σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», τους διαβεβαιώνει ότι η σύναψη εμπορικών σχέσεων με την Ανατολική Γερμανία έχει πολύ καλή πρόγνωση διότι μετά την είσοδο στην ΕΟΚ δεν έχει επέλθει η πολυπόθητη αύξηση των εξαγωγών και άρα η επέκταση των σχέσεων σε σοσιαλιστικά κράτη είναι απαραίτητη.
Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση
Τον Ιούλιο του 1965 ξεκινά μια πολιτική κρίση στην ελληνική πολιτική σκηνή που σταδιακά οδηγεί, λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και την εγκαθίδρυση της Χούντας των συνταγματαρχών.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1964, όπου έλαβαν χώρα οι τελευταίες εκλογές πριν τη Δικτατορία, ο Γεώργιος Παπανδρέου κερδίζει με το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 52,7% που αναλογούσε σε 171 βουλευτικά έδρανα, αφήνοντας πίσω την ΕΡΕ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου με 35,2% και 107 έδρες, το χαμηλότερο ποσοστό που συγκέντρωσε η Δεξιά μετά τον Εμφύλιο. Ο τότε βασιλιάς Παύλος είναι βαριά άρρωστος και ο Παπανδρέου, παρά τη συντριπτική νίκη του, ακολουθεί μια τακτική συμφιλίωσης προς το παλάτι, αποφεύγοντας την υπουργοποίηση στελεχών από την προοδευτική πτέρυγα του κόμματος και προτιμώντας πιο συντηρητικές προσωπικότητες. Για παράδειγμα, η τοποθέτηση του Πέτρου Γαρουφαλιά, που θεωρούνταν ότι ελεγχόταν πλήρως από τα Ανάκτορα, ως Υπουργού Άμυνας ήταν μια πράξη εξευμενισμού η οποία, όμως, προκάλεσε δυσαρέσκεια στον χώρο του Κέντρου.
Με τον θάνατο του Παύλου τον Μάρτη του ’64, και την ενθρόνιση του 24χρονου άπειρου Κωνσταντίνου, τον οποίο πολλοί θέλουν να επηρεάζεται σημαντικά από τη μητέρα του Φρειδερίκη που είχε ήδη παίξει κρίσιμο ρόλο τα προηγούμενα χρόνια, ο Παπανδρέου συνεχίζει αρχικά αυτή τη συμφιλιωτική πολιτική. Γρήγορα όμως διαφαίνονται ρήγματα στις σχέσεις Κωνσταντίνου-Γεώργιου Παπανδρέου. Αιτία είναι το ποιος θα έχει το «πάνω χέρι» στη διακυβέρνηση και στη διαχείριση εθνικών ζητημάτων, με προεξάρχον ζήτημα τη διοίκηση του στρατού. Ο βασιλιάς κατηγορεί την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να κομματικοποιήσει τον στρατό και ο πρωθυπουργός ότι το παλάτι προσπαθεί να ελέγξει το στράτευμα με απώτερο σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον ως τότε Υπουργό Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό του ΓΕΣ Ιωάννη Γεννηματά, στους οποίους ασκούσε έλεγχο το παλάτι, με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Τελικά αναγκάζεται να διαγράψει τον Γαρουφαλιά που δεν παραιτούνταν και να προτείνει να αναλάβει ο ίδιος ως πρωθυπουργός το Υπουργείο Άμυνας. Όταν ούτε αυτό γίνεται δεκτό, ο Παπανδρέου συνειδητοποιεί τον βαθμό παρέμβασης του Στέμματος στην εκτελεστική εξουσία και υποβάλλει την προφορική παραίτηση του στις 15 Ιουλίου του 1965. Ο Κωνσταντίνος, πριν καν αποσταλεί το γραπτό κείμενο της παραίτησης, σπεύδει να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Πρόεδρο της Βουλής και βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό J. Meynaud, καιροφυλακτούσε κατά τα φαινόμενα στον προθάλαμο των Ανακτόρων αναμένοντας την αναχώρηση Παπανδρέου. Έτσι ο Νόβας σχηματίζει την πρώτη κυβέρνηση των Αποστατών που αποτελούνταν από επιφανή μέλη της Ένωσης Κέντρου, εκ των οποίων οι μισοί, όπως ο Μητσοτάκης και ο Παπασπύρου, συμμετείχαν και στην κυβέρνηση που ανέτρεψαν.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου από την πλευρά του κηρύσσει αγώνα ενάντια στη συνταγματική εκτροπή από το «βασιλικό πραξικόπημα» και ο λαός, εκπροσωπούμενος κυρίως από υποστηρικτές της Ένωσης Κέντρου αλλά και της ΕΔΑ, τον ακολουθεί βγαίνοντας στους δρόμους με αίτημα την άμεση διεξαγωγή εκλογών και κυρίαρχο αντιβασιλικό σύνθημα το «Δε σε θέλει ο λαός, παρ' τη μάνα σου και μπρος». Επειδή η εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης από τη βουλή φαίνεται αρκετά δύσκολη υπό την πίεση της κοινής γνώμης, ο Νόβας αποφασίζει να καταπνίξει τις μαζικές πορείες με κρατική βία. Ο 22χρονος αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας που δολοφονήθηκε στις 21 Ιουλίου 1965 κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων είναι, ίσως, το διασημότερο θύμα αυτής της κρατικής βίας.
Ο Νόβας λοιπόν δεν καταφέρνει να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή και τα ηνία της κυβέρνησης παίρνει στις 20 Αυγούστου ο Ηλίας Τσιριμώκος. Ενώ οι διαδηλώσεις συνεχίζονται στους δρόμους της πρωτεύουσας, ούτε η δική του κυβέρνηση καταφέρνει να υπερψηφιστεί από το κοινοβούλιο. Τελικά, στις 16 Σεπτεμβρίου τη διερευνητική εντολή λαμβάνει ο Στέφανος Στεφανόπουλος ο οποίος και καταφέρνει να πάρει την έγκριση της βουλής μια εβδομάδα αργότερα και μένει στην εξουσία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1966 όπου και διορίζεται η υπηρεσιακή κυβέρνηση του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννη Παρασκευόπουλου μέχρι τις 3 Απριλίου του ’67 όπου αναλαμβάνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μέχρι το υποκινούμενο από τη CIA πραξικόπημα των συνταγματαρχών τρεις εβδομάδες αργότερα.
Μέσα σε αυτή την πολιτική και κοινωνική αναταραχή, ο Σωκράτης Κόκκαλης συνεχίζει ακάθεκτος την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ανατολικής Γερμανίας. Σε ένα χειρόγραφο σημείωμα που βρίσκεται μέσα στον φάκελο της Στάζι, ο Κόκκαλης μεταφράζει στα γερμανικά ένα άρθρο που έγραψε ο συνεργάτης του και εκδότης της «Αθηναϊκής» Ιωάννης Παπαγεωργίου για τα Ιουλιανά και το οποίο ζητά να δημοσιευτεί ανώνυμα στον ανατολικογερμανικό Τύπο με τη βοήθεια της Στάζι. Ο ίδιος ο Κόκκαλης δεν εκφέρει άποψη για τα γεγονότα στην αναφορά του, ενώ δεν είναι γνωστό αν τελικά το άρθρο εμφανίστηκε σε κάποια εφημερίδα. Διαβάζοντάς το κανείς αναγνωρίζει την συμπάθεια του Παπαγεωργίου για τον Παπανδρέου, τη μομφή του προς την παρέμβαση των Ανακτόρων στην άσκηση εξουσίας και τον ενθουσιασμό του για την συμπαράταξη αντίπαλων δημοκρατικών δυνάμεων σε ένα κοινό αντιμοναρχικό μέτωπο.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Παπαγεωργίου, ο Μητσοτάκης φαίνεται να είναι ο αρχηγός των «αυλοκολάκων» του βασιλιά. Μαρτυρίες από τον στενό κύκλο του εκείνη την εποχή υποδεικνύουν ότι ο Μητσοτάκης βρισκόταν σε έντονη αντιπαράθεση με τον Ανδρέα Παπανδρέου για τη διαδοχή στην ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, και ίσως είδε στην Αποστασία μια ευκαιρία να εξασφαλίσει το δαχτυλίδι της εξουσίας, έστω κι αν ήταν σε έναν χώρο πολιτικά ξένο έως εκείνη την στιγμή, όπως αυτόν της Δεξιάς.
Ο Παπαγεωργίου υποστηρίζει στο άρθρο του πως τις υποθέσεις του παλατιού υποκινούν κατά κύριο λόγο η Φρειδερίκη, ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του βασιλιά Κωνσταντίνος Χοϊδάς, και η ιστορική εκδότρια της Καθημερινής Ελένη Βλάχου. Το παιχνίδι που παίζει άλλωστε ο αθηναϊκός Τύπος εκείνη την εποχή θυμίζει πιο πρόσφατες καταστάσεις πολιτικής αστάθειας. Η Καθημερινή στηρίζει τους Αποστάτες και την ΕΡΕ, η Αθηναϊκή στηρίζει τον Γεώργιο Παπανδρέου, η Ελευθερία υπό τον εκδότη Πάνο Κόκκα, προσωπικό φίλο του Μητσοτάκη, γίνεται η επίσημη εφημερίδα των Αποστατών, ενώ Τα Νέα και Το Βήμα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη διατηρούν τις πρώτες μέρες ουδέτερη στάση, η οποία μετά την πίεση του κόσμου που έκαιγε τα φύλλα που έβγαιναν από το τυπογραφείο στρέφονται υπέρ του Παπανδρέου.
Τα πιο ενδιαφέροντα, ίσως, στοιχεία που παραθέτει ο Παπαγεωργίου στο άρθρο του είναι η ανάμειξη των Ανακτόρων σε επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα τα μονοπώλια μπύρας Amstel και Fix που φοβούνται ότι θα πληχθούν, αλλά και η επιθυμία τους να αναβάλλουν τις εκλογές επ’ αόριστον. Διότι ενώ το πρώτο μας παραπέμπει στην προαναφερθείσα οικονομική ελίτ που εμποδίζει την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με σοσιαλιστικά κράτη, το δεύτερο μας υπενθυμίζει ότι, όντως οι εκλογές αναβλήθηκαν επ’ αόριστον, αφού το τεταμένο κλίμα και η πολιτική αστάθεια οδήγησαν στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών του ’67 και την επτάχρονη δικτατορία. Και αν θυμηθούμε το πρόσχημα της Απριλιανής «Επανάστασης» για την αποφυγή της «κομμουνιστικής απειλής» μπορούμε να υποθέσουμε ότι, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, αυτή η απειλή ίσως να μην αφορούσε τόσο την ανατροπή του πολιτεύματος, όσο τον φόβο της Αμερικής για την οικονομική επέκταση της Σοβιετικής Ένωσης μέσω «θυγατρικών» σοσιαλιστικών κρατών.
Ο Σωκράτης Κόκκαλης έρχεται λοιπόν από την Ανατολική Γερμανία για να μείνει και να εγκατασταθεί για τα καλά στους κόλπους της οικονομικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Από φύλλο της Καθημερινής στις 24 Φεβρουαρίου του 2002 διαβάζουμε:
« [Ο Σωκράτης Κόκκαλης] αρχικά ενεπλάκη με την εκπροσώπηση της Interis, ενώ ακολούθησε η πρώτη μπίζνα στην Ελλάδα του 1967. O κ. Κόκκαλης, μαζί με τον εκλιπόντα πλέον εκδότη του «Ελεύθερου Τύπου» Αριστείδη Βουδούρη, ίδρυσαν την Gimex και οι πρώτες δουλειές που χτύπησαν αφορούσαν τη ΔΕΗ και αντιπροσωπεύσεις εταιρειών ηλεκτροτεχνικής και μεταφορών της τέως Ανατολικής Γερμανίας… Σ. Κόκκαλης και K. Δημητριάδης το 1974 ιδρύουν την Integra η οποία εκπροσωπεί την ανατολικογερμανική Ελεκτροτεκνίκ και έτσι αρχίζει και ο κλοιός στον OTE. Τα χαρτιά λένε ότι είναι ο mister 5-10% που έδωσε μάχη κατά της Δυτικής Siemens και την χτύπησε ανελέητα στις τιμές των τότε αναλογικών κέντρων μέχρι να κατορθώσει να πλασαριστεί και στη συνέχεια να την υπερκεράσει. Το 1977, ο κ. Σ. Κόκκαλης ιδρύει την Intracom η οποία προσκολλάται σαν στρείδι στον OTE και κυνηγάει με κάθε μέσο κρατική δουλειά».
Στον αντίποδα του πατέρα του, που παρουσιάζεται μέσα από τις μαρτυρίες σαν ένας αμετανόητος ιδεαλιστής που δεν ξεπούλησε τα κομμουνιστικά ιδανικά του παρά το όποιο κόστος, ο Σωκράτης Κόκκαλης φαίνεται να είναι ένας στυγνός πραγματιστής, προσηλωμένος στον στόχο του από πολύ νωρίς, που κατάφερε να ανελιχθεί από γιος πολιτικού φυγά σε κροίσο της ελληνικής οικονομίας. Όπως συμβαίνει συχνά όπου μυρίζει χρήμα, δεν τον ταρακούνησαν ούτε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ούτε οι Αποστάτες, ούτε οι χουντικοί, ούτε ο Καραμανλής στην πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση, ούτε το ΠΑΣΟΚ στις μεγάλες Ανδρεϊκές δόξες του ούτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στη διάρκεια της οποίας έγινε και Πρόεδρος του Ολυμπιακού. Βέβαια, παρά το αρχειακό υλικό που τον θέλει να είναι πράκτορας της Στάζι, ο πρώην Διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Κώστας Τσίμας δήλωσε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 26 Φεβρουαρίου του 2002 ότι «ο κύριος Κόκκαλης είναι Έλληνας πατριώτης, αυτό είμαι σε θέση να το επιβεβαιώσω ως παλιός Διοικητής της ΕΥΠ. Δούλεψε στα Βαλκάνια και αλλού για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα σαν γνήσιος πατριώτης, σαν παιδί αντάρτη, παιδί ΕΛΑΣίτη, και έκανε και πάρα πολύ καλή δουλειά».
Μια ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ
Το υλικό που φέρνουμε σήμερα στη δημοσιότητα αποτελεί το πρώτο μέρος της συμμετοχής του Σωκράτη Κόκκαλη στη Στάζι και σύμφωνα με ειδικό εμπειρογνώμονα αποτελεί μέρος του αρχείου «Ρόζενχολτς». Ωστόσο πριν από λίγους μόνο μήνες η Le Monde που έχει πρόσβαση στον πλήρη φάκελο των Panama Papers υποστήριξε ότι ο Κόκκαλης ήταν ανάμεσα στους «διάσημους πράκτορες που ήταν πελάτες του λογιστικού κολοσσού Mossac Fonseca». Ενδιαφέρον μάλιστα στοιχείο, σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ της Le Monde, είναι πως μερικοί από αυτούς επέλεγαν να ονομάσουν τις offshore εταιρείες τους με ονόματα που προέρχονταν από ταινίες του Τζέιμς Μποντ, όπως Goldfinger, SkyFall, GoldenEye, Spectre, Blofeld κ.λπ.
Επιπλέον μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το πόρισμα της γερμανικής δικαιοσύνης για το σκάνδαλο της Siemens, σύμφωνα με το οποίο η γερμανική εταιρία είχε δώσει μίζες περίπου 20 εκατομμυρίων από το 1990 μέχρι σήμερα, δηλαδή και την περίοδο που η Siemens και η Intracom συνεργάζονταν για τις συμφωνίες του ελληνικού δημοσίου. Η Intracom έχει διαψεύσει ότι συμμετείχε σε οποιαδήποτε τέτοια πράξη, αλλά το 1995 οι δύο εταιρίες ίδρυσαν θυγατρική μέσω της οποίας χτυπούσαν διαγωνισμούς για λογαριασμό του ΟΤΕ στο εξωτερικό, με εντυπωσιακά μάλιστα αποτελέσματα. Η ελληνική δικαιοσύνη δεν φαίνεται να έχει διερευνήσει μέχρι και σήμερα αυτή την πτυχή της υπόθεσης Siemens.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το αν ο Κόκκαλης ήταν ή όχι πράκτορας της Στάζι, αν εξυπηρετούσε ή όχι συμφέροντα άλλων κρατών, αν πίστεψε ποτέ ή όχι στον σοσιαλισμό της Ανατολικής Γερμανίας, ένα είναι το μόνο σίγουρο: το όνομα Κόκκαλης, όπως άλλωστε και το όνομα Παπανδρέου και Μητσοτάκης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις πιο σκοτεινές πτυχές της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Όσο περισσότερο την μελετάμε αυτή τη ρημάδα την ιστορία λοιπόν, τόσο πιθανότερο είναι να μην αφήσουμε να μας κουμαντάρουν επ’ αόριστον πατεράδες, γιοι και αυτόκλητοι μεσσίες που έχουν πολλά κριτήρια για την χάραξη της πολιτικής τους, αλλά σίγουρα όχι το συμφέρον της τάξης που την πατάει πάντα στο τέλος.
Ο ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΟΥ «ΡΟΚΚΟΥ»