Να ζωντάνευε δηλαδή ο Γιάννης Μπρίλης, που όπως τον παίζει ο Γκιωνάκης είναι πολύ αστείος και χαριτωμένος, αλλά αν διαβάσεις τα κείμενα του Σακελλάριου καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο με κάποια νοητικά προβλήματα. Διότι, ο ρόλος μιλάει στο έργο με την τετραγωνισμένη αλήθεια με την οποία συνήθως μιλάνε οι άνθρωποι σαν τον Μπρίλη.
Του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη
Γιατί, όλοι εμείς έχουμε συνηθίσει να λέμε για ανθρώπους που κάθονται στο τραπέζι, εννοώντας ότι κάθονται σε καρέκλες κοντά στο τραπέζι, ενώ ένας τέτοιος άνθρωπος ξεκαθαρίζει ότι οι άνθρωποι δεν κάθονται στα τραπέζια αλλά στις καρέκλες. Κι όταν κάποια στιγμή αναρωτιέται που είδε τελευταία λεμόνια, και είδε και πολλά, αμέσως θυμάται, μα ναι, ήταν στο μανάβη. Αλλά και η ερμηνεία του Γκιωνάκη είναι τέτοια που βλέποντάς τον, πριν αρχίσεις να γελάς, αρχίζεις να λυπάσαι.
Απλώς είναι κωμική η σκηνοθεσία του Σακελλάριου και το κωμικό υπερβαίνει την όποια συμπόνια. Το μάτι όμως και το πρόσωπο του Γκιωνάκη, ερμηνεύουν στην κατεύθυνση που συνήθως είναι οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας. Κάποιοι τους λένε ανθρώπους με νοητική στέρηση, κάποιοι άλλοι τους λένε κουτούς ή και ηλίθιους και τους κοροϊδεύουν.
Σκέψου λοιπόν ο Μπρίλης από τα “Κίτρινα Γάντια” να έβγαινε από την οθόνη με έναν μαγικό τρόπο και σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του να έφτιαχνε ένα κανάλι τηλεοπτικό και να μίλαγε από το πρωί ως το βράδυ στο φανταστικό κοινό του. Και μετά να πούλαγε το κανάλι, λέει, σε έναν πλούσιο αλλά ο ίδιος να κράταγε, π.χ., ένα μικρό ποσοστό – λέω τώρα αηδίες- και να συνέχιζε να μιλάει στο φανταστικό του κοινό. Και μετά να έφτιαχνε κόμμα … και μετά να τον ψηφίζανε και να έμπαινε στη Βουλή – άλλωστε, η Βουλή δεν είναι ο καθρέφτης ενός λαού, που λένε; Κι εκεί που τον έλεγαν όλοι βλάκα, ηλίθιο, κουτό ή άνθρωπο με εμφανέστατο νοητικό πρόβλημα, να αρχίσουν να τον παίρνουν σοβαρά. Κι οι τετραγωνισμένες αλήθειες του στυλ “οι άνθρωποι δεν κάθονται σε τραπέζια, στις καρέκλες κάθονται” να αρχίσουν να λογαριάζονται σα σοβαρές πολιτικές θέσεις.
Και πολλοί, πάρα πολλοί να λένε πόσο σοβαρός είναι, είτε γιατί έχουν κάτι να κερδίσουν από αυτόν είτε γιατί κι αυτών τα μυαλά δεν είναι καλύτερα, είτε είναι ψηφοφόροι είτε είναι μες στη Βουλή. Και τότε το πρόσωπο του Γιάννη Μπρίλη, του κουτού, του ηλίθιου, του βλάκα, ή του ανθρώπου με τη νοητική στέρηση, αρχίζει να γιγαντώνεται πάνω από μια κοινωνία και από κει που προκαλούσε γέλιο ή συμπόνια αρχίζει σε άλλους να προκαλεί σεβασμό και σε άλλους τρόμο. Γιατί όταν αυτό το πρόσωπο μπαίνει σοβαρά στα άδυτα της διακυβέρνησης και της Δημοκρατίας, τότε κάτι δεν πάει καλά και με τη Δημοκρατία και με την Κοινωνία. Αλλά… ουφ… ευτυχώς τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν στην Ελλάδα!
Ευτυχώς στην Ελλάδα οι άνθρωποι ψηφίζουν με σοβαρότητα και λογική και όχι σαν άμοιρο κοπάδι που άγεται και φέρεται, ούτε θεωρούν συνήθως τον ηλίθιο σα σοβαρό, ούτως ώστε να προσπαθούν οι υπόλοιποι να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά τους για να μη τους χάσουν από πελάτες. Γιατί στην Ελλάδα οι ψηφοφόροι είναι σοβαροί. Τόσες εκλογικές αναμετρήσεις, άλλωστε, το αποδεικνύουν.
Γι’ αυτό μου είναι δύσκολο να πιστέψω το πως κάποιος βγαίνει και δηλώνει πως έχει, λέει, ένα ομόλογο 600 δις ευρώ με το οποίο …κινδυνεύει να σώσει την Ελλάδα. Και μετά ζητάει από 60 ευρώ για να νοικιάσει γραφεία. Και μετά ζητάει να ορκιστούν στο θεό Δία. Και μετά ένας οπαδός του βλέπει λέει δράκους και σκοτώνει μια κοπέλα στο κρεβάτι, αφού πήγε να τη βιάσει.
Γι’ αυτό μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως σε αυτή τη χώρα μπορεί και να σηκώθηκαν άνθρωποι και να πήγαν στις εφορίες και στις τράπεζες δηλώνοντας πως τα χρέη τους θα πληρωθούν από εκείνο το ομόλογο των 600 δις ευρώ. Άλλωστε, είτε βλέπεις το πρόσωπο του Γκιωνάκη στα “Κίτρινα Γάντια” είτε όλων αυτών, το ίδιο βλέπεις. Απλώς στην πρώτη περίπτωση γελάς. Στις άλλες περιπτώσεις γελάς γι’ αυτούς που τους ακολουθούν. Και όχι γιατί ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, αλλά γιατί με αυτά που κάνεις, αυτά σου αξίζουν να περνάς.
Αλλά, ευτυχώς, αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας κι ο Γκιωνάκης, ο Μπρίλης δηλαδή, ούτε από την οθόνη μπορεί να βγει από τα “Κίτρινα Γάντια”, ούτε τηλεαστέρας να γίνει, ούτε στη Βουλή να μπει. Γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα φεύγαμε από το θεατρικό του Σακελλάριου και θα πηγαίναμε σε ένα άλλο θεατρικό, του Ψαθά, που θα ταίριαζε γάντι στους ακόλουθους τέτοιου είδους ανθρώπων, χαρακτήρων και τύπων. Στο “Ένας Βλάκας κα Μισός”…