του Κωνσταντίνου Πουλή
Περνώντας από τους καβγάδες της Σερ και της Μέριλ Στριπ με τον Τραμπ, που την αποκάλεσε υπερεκτιμημένη, έχουμε να σκεφτούμε τι συνεισφέρουν αυτές οι φωνές στον σημερινό διάλογο. Οι διασημότητες έχουν ένα χαρακτηριστικό, ότι μεταφέρουν πεποιθήσεις χωρίς περιπλοκές. Δεν έχει «ναι μεν αλλά», όταν τοποθετείται ένας ηθοποιός ή τραγουδιστής. Ο συλλογισμός είναι αδιάφορος, διότι έτσι κι αλλιώς κατά πάσα πιθανότητα απουσιάζει. Ενδιαφέρει μόνο το αποτέλεσμα του συλλογισμού και το «endorsement», η επιλογή στρατοπέδου. Στη συνέχεια χρειάζεται μια ωραία ατάκα και η δουλειά έχει γίνει. Το Χόλιγουντ έχει μια μακρά παράδοση πολιτικοποίησης. Υπήρχε μία διαφορά όμως, όταν οι καλλιτέχνες είχαν να λάβουν σκληρές αποφάσεις, όπως συνέβαινε επί μακαρθισμού (θυμόμαστε τον αμαρτωλό καταδότη Ελίας Καζάν). Υπάρχει σήμερα ένα συνεχές ενδιαφέρον για το πώς επηρεάζουν τη συζήτηση αυτοί οι άνθρωποι που ποτέ δεν συζητούν και σπανίως ρισκάρουν.
Οι διασημότητες είναι ο καλύτερος φορέας για να ακυρωθεί η κριτική σκέψη. Ας πάρουμε το παράδειγμα της κατ’ εξοχήν ανορθολογικής σκέψης, τις εναλλακτικές θεραπείες: όταν το βραχιόλι ισορροπίας αποκτά οπαδούς σαν τον Σακίλ Ο Νιλ και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, τα συντριπτικά επιχειρήματα εναντίον του, ακόμη και η συγγνώμη της εταιρείας που το λάνσαρε, ατονούν. Δεν σκοπεύω να αλλάξω κουβέντα. Θεωρώ όμως ότι η λογική της υποστήριξης χωρίς επιχειρήματα είναι το τελευταίο που χρειαζόμαστε στην πολιτική. Αυτή τη στιγμή, η Αμερική βιώνει τη σοκαριστική εικόνα της νίκης ενός ανθρώπου που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αξιομίσητου κλόουν. Και το γεγονός ότι είναι κλόουν, με λόγο παιδικό, δεν τον καθιστά λιγότερο επικίνδυνο. Την ώρα της δράσης, όποιας δράσης, οι άνθρωποι πρέπει να πάρουν μια απόφαση και να την υποστηρίξουν. Τώρα όμως που η Αμερική βρίσκεται ακόμη υπό το σοκ της τόσο αλλόκοτης αυτής νίκης, χρειάζεται σκέψη βαθύτερη από το πόσο απωθητικός είναι ο Τραμπ. Χρειάζεται μια κατανόηση των αδιεξόδων της πολιτικής που έφερε τον Τραμπ σε αυτή τη θέση. Δεν ξέρω καθόλου αν θα νικούσε ο Μπέρνι Σάντερς και τι θα σήμαινε αυτό, ξέρω όμως ότι η απάντηση στον Τραμπ είναι να ξανασκεφτούμε την πολιτική. Οι Δημοκρατικοί δεν έχασαν από τους ρώσους χάκερς: έχασαν. Όποιος λοιπόν επιθυμεί να αλλάξει αυτή την κατάσταση, πρέπει να την καταλάβει. Οι Αμερικανοί δεν περιμένουν εμάς για να συζητήσουν τα του (λευκού) οίκου τους, αλλά κι εμείς πρέπει να σκεφτούμε, γιατί κι εμείς πρέπει να καταλάβουμε. Οι φιλοφρονήσεις των σταρ που τρέφονται από ένα κατεστημένο και ανταποδίδουν την καλοσύνη είναι εύλογες, μπορεί να είναι και ειλικρινείς, αλλά δεν είναι καλός οδηγός.
Ο παραλογισμός ξεκινά ήδη από την πεποίθηση ότι έχει νόημα να ρωτάμε έναν τραγουδιστή για την πολιτική. Δεν είναι εντελώς απίθανο ένας καλλιτέχνης να σκαμπάζει από πολιτική και να έχει και μυαλό στο κεφάλι του. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να κριθούν οι απόψεις του ως προς το περιεχόμενο. Αυτά είναι πράγματα ανήκουστα για τον πολιτισμό μας, ο οποίος ρωτά τις διασημότητες υπό έναν όρο: ότι τίποτα δεν θα κριθεί ως προς το περιεχόμενο. Σε μας υπάρχει ένα υπερ-παράδειγμα αυτής της τάσης. Ονομάζεται Μίκης Θεοδωράκης. Δεν είναι ούτε Μπιγιονσέ ούτε Ρουβάς, είναι άνθρωπος με βαριά πολιτική ιστορία. Όταν μιλάει όμως βαραίνει αυτή η ιστορία, ποτέ το περιεχόμενο. Με αυτή την έννοια, ας μου συγχωρεθεί η βλασφημία, επεμβαίνει στον διάλογο ως σελέμπριτι, άρα ακριβώς όπως και ο Ρουβάς. Για να γίνει αντιληπτό αυτό, ας κάνουμε το πιο απλό τεστ. Ας κρίνουμε ως προς το περιεχόμενο τη δήλωση του για το Βήμα και τα Νέα: «Το «ΒΗΜΑ» και τα «ΝΕΑ» μέσα από τις δεκαετίες που πέρασαν έως σήμερα, έχουν αναδειχθεί σε θεσμούς του δημοκρατικού μας συστήματος. […]» και «Μπορεί να υπάρχουν προβλήματα οικονομικής φύσεως, εν τούτοις δεν μπορώ να μην πιστέψω, ότι πίσω από τις απειλές που δέχονται, τα αίτια δεν είναι μόνο οικονομικά αλλά κυρίως πολιτικά». Είναι εξωφρενική δήλωση, αν θέλουμε να είμαστε επιεικείς, εξοργιστική, αν δεν θέλουμε. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, για όσους συζητούν αν είναι ή δεν είναι μεγάλη ηθοποιός η Μέριλ Στριπ και αν αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη (όχι, δεν μου αρέσει). Το ερώτημα που προτιμώ να θέτω είναι πώς συζητούμε. Η Μέριλ Στριπ, ο Στινγκ κ.ά. έχουν κάθε λόγο να συμμετέχουν σε αυτό το παιχνίδι. Είναι ωφελημένοι. Όπως και οι έλληνες πανεπιστημιακοί και καλλιτέχνες που υπογράφουν κείμενο για να σώσουν οι τράπεζες τον ΔΟΛ έχουν τους λόγους τους. Το αλισβερίσι της υποστήριξης για κίνητρο, και την απλοϊκότητα για όπλο.
Ο Νιλ Πόστμαν είχε γράψει τη δεκαετία του ’80 ένα εξαιρετικό βιβλίο για την τηλεόραση. Είναι τόσο οξυδερκές, που τα συμπεράσματά του διατηρούν την αξία τους ακέραιη σε πολύ μεγάλο βαθμό και στην εποχή του διαδικτύου. Τον κάλεσαν κάποια στιγμή να μιλήσει για το βιβλίο του στην τηλεόραση και αρνήθηκε, γιατί θεώρησε ότι θα ήταν αντιφατικό. Η στάση αυτή είναι με τα σημερινά μέτρα ακατανόητη. Εξηγείται, όμως, διότι σε αυτή την κουλτούρα της εικόνας, όπου μεγαλύτερη σημασία έχει η φωτογραφία μιας χειραψίας και όχι ένα επιχείρημα, ο Πόστμαν ως από τηλεοράσεως γκρινιάρης θα ήταν φιγούρα γραφική.
Υπάρχουν οι μαρτυρίες για τότε που πασίγνωστοι έλληνες καλλιτέχνες τραγουδούσαν για τη χούντα, τότε που ο Θεοδωράκης είχε την ευφυΐα να καταλάβει ότι αυτή ήταν κακή ιδέα και μπορεί να τους στοίχιζε, γιατί ήταν ακραίο. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Αυτή είναι η τακτική. Προσοχή σε αυτά που μπορούν να σε εκθέσουν, βουρ σε όλα τα υπόλοιπα. Χούντα κακή/δημοκρατία καλή, τα άλλα είναι λεπτομέρειες.
Δεν θα ήθελα καθόλου να απαξιώσω τη συνδρομή των μη ειδικών στο δημόσιο διάλογο, θα ήταν σαν να πυροβολώ τα πόδια μου. Με δεδομένο ότι κουτσογράφω λογοτεχνία και δεν κατέχω ειδικές γνώσεις σε απολύτως κανένα πεδίο, θα ήμουν ανόητος αν έλεγα ότι οι άνθρωποι σαν εμένα δεν έχουν θέση στον δημόσιο λόγο. Λέω όμως ότι μετά το πυροτέχνημα της διάσημης παρουσίας (αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή μου) χρειάζεται να ακούσουμε προσεκτικά τι έχει να πει κανείς.
Όταν λέει η Μαντόνα πως «χρειάστηκε η φρίκη ενός τέτοιου σκότους για να ξυπνήσουμε» («to wake us the fuck up», για την ακρίβεια), το ερώτημα είναι: ποιος είναι αυτός ο ύπνος από τον οποίον ξύπνησαν; Κοιμόταν η αμερικανική κοινωνία την εποχή του Ομπάμα; Αν ναι, αυτό δεν μπορεί να μη συζητηθεί. Τι ακριβώς συνέβη αυτά τα χρόνια του ύπνου; Τι σημαίνει ότι δεν νίκησαν οι δυνάμεις του καλού σε αυτές τις εκλογές, όπως λέει πιο κάτω στην ίδια ομιλία και ποιες ακριβώς είναι αυτές οι δυνάμεις του καλού; Η Χίλαρυ, που υποστήριζε η Μαντόνα; Είναι αδύνατο να γίνει μια χρήσιμη συζήτηση που να αρνείται να θέσει το ερώτημα: τι συνέβη όλον αυτόν τον καιρό.
Μαθαίνουμε ότι ο Τραμπ έχει το ρεκόρ των ιστορικά χαμηλότερων ποσοστών αποδοχής ως νεοεκλεγείς πρόεδρος. Δεν είναι απαραίτητο ότι αυτά που δεν αρέσουν σε μένα από την προεδρία Ομπάμα επηρέασαν και την κρίση των Αμερικανών, ώστε να ψηφίσουν τον Τραμπ όσοι τον ψήφισαν. Όταν όμως λέει ο Τζορτζ Κλούνεϊ ότι «όταν μπαίνει ο Ομπάμα σε ένα δωμάτιο, θέλεις να τον ακολουθήσεις, οπουδήποτε», σκέφτομαι ότι καλό είναι να μην ακολουθείς κάποιον οπουδήποτε. Η εμπιστοσύνη αυτή καλλιεργήθηκε με τον ίδιο απαλό τρόπο με τον οποίο η αμερικανική κοινωνία παρακολούθησε απαθώς τους βομβαρδισμούς και το πάρτι της Wall Street. Κάθε φορά που κάποια διασημότητα αναλαμβάνει τον ακτιβισμό ενός ειδικού ζητήματος, στρώνει το χαλί στη συνθήκη της εμπέδωσης μιας ανισότητας εντελώς εδραιωμένης και πολιτικά βουβής. Η μεγάλη χθεσινή κινητοποίηση εναντίον του Τραμπ θα έχει περισσότερο νόημα όσο καλύτερα καταφέρει να θέσει αυτά τα ερωτήματα, νομίζω. Αλλιώς, θα επαναλάβει πόσο απωθητικός είναι ο Τραμπ και πόσο χαριτωμένος ήταν ο Ομπάμα. Συμφωνώ και στα δύο, αλλά πιστεύω ότι αυτή είναι μια συζήτηση παραπλανητική.
Δεν ξέρω αν έχει δίκιο ο Ήγκλετον όταν λέει ότι δεν υπάρχει μεγάλος ποιητής που να υψώνει τη φωνή του ενάντια στο κατεστημένο σήμερα. Ξέρω όμως ότι ο μηχανισμός με τον οποίον παράγεται η συμφωνία με το κατεστημένο διά της υπογραφής των διασημοτήτων συνιστά το αντίθετο της σκέψης. Αν ο Τσάπλιν ήταν πολιτικός, ήταν πρώτα απ’ όλα με το έργο του. Το ίδιο ο Μπουνιουέλ. Όταν ρώτησαν τον Όρσον Ουέλς αν ο Πολίτης Κέιν ασκεί κριτική στον αμερικανικό πολιτισμό, απάντησε ότι κάθε γάλλος πρέπει να ασκεί κριτική στον σύγχρονο γαλλικό πολιτισμό. Τονίζω ότι σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό ασκείται «κριτική στον γαλλικό πολιτισμό», εν γένει. Δεν επιλέγεται μία συστημική συμμαχία για να πολεμηθεί μια άλλη.
Η συζήτηση γύρω από τον Τραμπ αποτελεί μια ευκαιρία (μέσα στον πανικό και τη συντηρητική πολιτική οπισθοδρόμηση) να ξανασυζητήσουμε πώς συζητάμε. Πώς διαφωνούμε και πότε θυμώνουμε. Υπάρχει ένα σύνθημα που λέει πως όποιος κοιμάται στη δημοκρατία ξυπνάει με δικτατορία. Νομίζω ότι η αμερικανική κοινωνία θα ξαναδεί τώρα τα χρόνια που πέρασαν και τον τρόπο με τον οποίο έδρασε και σκέφτηκε, όσο θα επεξεργάζεται το πώς έγινε και κοιμήθηκαν τόσο βαθιά ώστε να χρειαστεί ο Τραμπ για να wake the fuck up.