του Βαγγέλη Γεωργίου
Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε που άνοιξαν οι σαμπάνιες στις πλατείες του Βουκουρεστίου τον Ιανουάριο του 2007 για να γιορτάσουν οι Ρουμάνοι την ένταξη της χώρας τους στην Ε.Ε. Για πολλούς στην Ε.Ε. η απότομη διεύρυνση της Ε.Ε. προς ανατολάς, εγκολπώνοντας πολλά κράτη μέσα σε λιγότερο από δέκα έτη, δημιούργησε ζητήματα συνοχής. Σε μια fast track επέκταση της περασμένης δεκαετίας η Ε.Ε. έθεσε σε πολλούς κατοίκους της Ε.Ε. την προβληματική «εμβάθυνση vs. διεύρυνσης». Ο Δημήτρης Χρυσοχόου, Καθηγητής Θεωρίας και Θεσμών της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μιλώντας στο ΤΡΡ θεωρεί πως «σήμερα, τίθενται εκ νέου, όχι τόσο ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής/στρατηγικής γύρω από μελλοντικά κύματα διεύρυνσης, παρότι υπάρχουν αρκετές υποψήφιες χώρες, όσο οι επιδράσεις της ετερογένειας που διέπει την ΕΕ για το πολιτικό της μέλλον». Ο Δημήτρης Χρυσοχόου διαπιστώνει ότι «η Ε.Ε. των 28 –ή των 27, λόγω brexit–, εγγράφεται ως ετερόκλητη, και πάντως μειούμενης εσωτερικής συνοχής, ένωση, η οποία στερείται κοινού οράματος. Τάσεις αμφισβήτησης, απόρριψης ή και απαξίωσης του ευρωπαϊκού σχεδίου δυσχεραίνουν την προοπτική ανάκτησης μιας αίσθησης συλλογικότητας, συμπόρευσης και αλληλεγγύης».
Ο κ. Χρυσοχόου επιμένει ότι παρά την διεύρυνση «οι κοινές ευρωπαϊκές αξίες –ελευθερία, δημοκρατία, κράτος δικαίου– ως αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού δημόσιου πολιτισμού, διαθέτουν την ικανότητα να γονιμοποιούν τις αντιθέσεις» που συνοδεύουν την ένταξη νέων μελών. Ωστόσο υπάρχουν και οι πιο κριτικοί στην διεύρυνση όπως ο Αριστείδης Χατζής, Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο ΕΚΠΑ, ο οποίος είναι πεπεισμένος ότι αυτή η γρήγορη διεύρυνση εντάσσεται στις αποτυχίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης «οι οποίες οφείλονται στο φιλόδοξο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος». «Για παράδειγμα» λέει στο ΤΡΡ ο κ. Χατζής «μια αποτυχία της Ευρώπης εν μέρει ήταν η είσοδος των ανατολικών χωρών που προφανώς δεν είναι τόσο συμβατές με το κεκτημένο το δημοκρατικό και φιλελεύθερο της υπόλοιπης Ευρωπαϊκή Ένωσης». Αν και το ευρωπαϊκό κεκτημένο έχει υποστεί πλήγματα τα τελευταία χρόνια, ωστόσο ίσως μια τέτοια θέση ενισχύεται από την πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρομέτρου που καταγράφει αξιόλογη διαφοροποίηση μεταξύ των 15 παλαιότερων κρατών μελών και των νεοεισερχόμενων ανατολικοευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά την σημασία της δημοκρατίας. Ενώ το 35% των ερωτηθέντων των πρώτων έχουν σημείο αναφοράς της Ε.Ε. τον σεβασμό στη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εφαρμογή του νόμου, οι πολίτες των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών προτάσσουν το βιοτικό επίπεδο ως το μεγαλύτερο όφελος από την ένταξη στην Ε.Ε.
Ρουμανία: ένα αμφιλεγόμενο case study
Πέραν των ευρωπαϊκών και θεωρητικών συζητήσεων η κατάσταση στην Ρουμανία παρουσιάζει σοβαρές αντιφάσεις. Μιλώντας στο TPP η Αγγελική Μουζακίτη, Δρ. Ιστορίας, αποσπασμένη εκπαιδευτικός στο Λεκτοράτο Νεοελληνικών Σπουδών του Ιασίου, καταγράφει πως «από τη δεκαετία του ’90 και εξής, η ένταξη και η παραμονή στις ευρωατλαντικές δομές ήταν και είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής της Ρουμανίας για ιστορικούς, οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Η είσοδος της Ρουμανίας πριν από 10 χρόνια στην Ε.Ε. ενίσχυσε αρχικά τις προσδοκίες και ελπίδες των Ρουμάνων για οικονομική ανάπτυξη, ευημερία και σταθερότητα. Γρήγορα, ωστόσο, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν. Πράγματι, από το 2007 μέχρι σήμερα πολλαπλασιάστηκαν οι ξένες επενδύσεις στη χώρα, ενώ αξιοποιήθηκαν ευρωπαϊκά κονδύλια ιδίως στους τομείς της έρευνας και της εκπαίδευσης». Η ελευθερία μετακίνησης προσώπων –μετά το 2014- στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια Ρουμάνους να εγκατασταθούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες βρίσκοντας διέξοδο στην επαγγελματική και βιοποριστική αβεβαιότητα της χώρας τους οδηγώντας όμως σε δύο οδυνηρά εθνικά και κοινωνικά φαινόμενα: Την διαρροή μυαλών στη Δύση και το φαινόμενο των ορφανών παιδιών. Λόγω της ένταξης, η Ρουμανία «αιμορραγεί» θανάσιμα δημογραφικά χάνοντας τους πιο μορφωμένους και εκπαιδευμένους πολίτες της. Υπολογίζεται ότι περίπου 1.000.000 Ρουμάνοι εγκατέλειψαν την χώρα τους τοποθετώντας την Ρουμανία στην κορυφή των χωρών με την μεγαλύτερη εξωτερική μετανάστευση. Περίπου 3.500.000 Ρουμάνοι διαμένουν σε χώρες μέλη της Ε.Ε. Φυσικά οι χιλιάδες μητέρες και γονείς που αναγκάζονται να βρουν εργασία σε κάποια χώρα της Δυτικής Ευρώπης αφήνουν πίσω τα παιδιά τους με τους παππούδες τους για χρόνια, με μοναδικό μέσο επαφής το skype. Σημειώνεται πως η παιδική θνησιμότητα στην Ρουμανία παραμένει στα υψηλότερα επίπεδα εντός της Ε.Ε.
Μπορεί τα εμβάσματα από το εξωτερικό να βελτιώνουν κάπως την κατάσταση αλλά η Ρουμανία παραμένει η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ε.Ε. καθώς η σημαντική οικονομική μεγέθυνση (growth) δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη ανάπτυξη (development). Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 40% των Ρουμάνων βρίσκεται αντιμέτωπο με το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η οικονομική ανάταση/ανάπτυξη της Ρουμανίας «σχετίζεται κυρίως με τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων στη Ρουμανία, καθώς ο ρουμανικός λαός, πέρα από το άνοιγμα κάποιων θέσεων εργασίας στις εταιρείες ξένων συμφερόντων, δεν καρπώθηκε τίποτα από τα κέρδη» λέει η κα Μουζακίτη. Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη της Ρουμανίας, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, όπως και σε άλλες χώρες, ξεριζώνει τους αγρότες από τις φάρμες τους επιβάλλοντας αντιαναπτυξιακές ντιρεκτίβες των Βρυξελλών (τάση για μεγαλύτερες αγροκαλλιέργειες) αδιαφορώντας για τις εγχώριες ανθρώπινες ανάγκες. Περίπου 1.7 εκατομμύρια μικροκαλλιεργητές έχοντας απέναντί τους πολυεθνικούς κολοσσούς όπως η Monsanto τέθηκαν εκτός κλάδου το 2010 ενώ οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην Ρουμανία μειώθηκαν κατά 14% από το 2003 μέχρι το 2010 (στοιχεία Εurostat).
Σε ημερίδα που διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Babeș Bolyai στην πόλη Cluj-Napoca για τα 10 χρόνια από την ένταξη της Ρουμανίας στην Ε.Ε. ο Πρόεδρος της Εταιρείας Κοινωνικοοικονομικών Σπουδών, Constantin Boștină, παραδέχτηκε ότι τα τελευταία 10 χρόνια η φτώχεια αυξήθηκε στη Ρουμανία. Ωστόσο όπως αναφέρει η κα Μουζακίτη «για την οικονομική και πολιτική ελίτ, ωστόσο, της Ρουμανίας δεν τίθεται ζήτημα μη παραμονής στην ΕΕ, καθώς η ένταξη της Ρουμανίας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζεται ως η ασπίδα προστασίας της χώρας ενάντια στη «ρωσική απειλή και επεκτατικότητα». Δεν τυχαίο άλλωστε ότι οι ΗΠΑ απολαμβάνουν συμπάθειας από το 75% των Ρουμάνων (Ευρωβαρόμετρο, 2016). «Ο σκεπτικισμός και προβληματισμός τους περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ και τα φαινόμενα αμφισβήτησης που εκδηλώνονται σε άλλες χώρες, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και κατ’ επέκταση συνιστούν παράγοντα ανησυχίας και ανασφάλειας για τη Ρουμανία. Αυτή άλλωστε η αντιρωσική και φιλοευρωπαϊκή στάση και πολιτική κυριάρχησε στην εκλογική καμπάνια των δύο μεγαλύτερων κομμάτων στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές (11 Δεκεμβρίου 2016)».
Πέραν των γεωπολιτικών λόγων η Ε.Ε. παραμένει ελκυστική για την ελίτ καθότι με την ένταξη ήταν αυτή που καρπώθηκε εν πολλοίς τα ευρωπαϊκά κονδύλια συντελώντας στην μειωμένη απορρόφησή τους, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Ελλάδα που διάφορα Ιδρύματα και εμπλεκόμενοι με ευρωπαϊκά προγράμματα ακυρώνουν εν πολλοίς τα χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα της ένταξης εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Όπως έχουν δείξει και έρευνες (Valentina Dimulescu, Madalina Doroftei, 2013) η χαμηλή απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων οφείλεται στην διαφθορά των γραφειοκρατών και πολιτικών στην Ρουμανία μια κατάσταση για την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνώριζε πολύ καλά όταν θα γινόταν η ένταξη.
«Το μεγάλο μέρος όμως του ρουμανικού λαού» τονίζει η Ελληνίδα εκπαιδευτικός στο Ιάσιο, «όντας φτωχοποιημένο και περιθωριοποιημένο, δεν βλέπει καμία διέξοδο και καμία ελπίδα στην ΕΕ. Αυτή η απελπισία και αυτή η παραίτηση εκφράστηκε στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποχής (της τάξεως του 60%). Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι υπάρχει πλέον έντονος προβληματισμός και ανησυχία και σε ένα μέρος της πανεπιστημιακής ελίτ».
Η ελληνική κοινότητα Ρουμανίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση: διχασμός
Όσον αφορά τη στάση των Ελλήνων που ζουν στη Ρουμανία απέναντι στην Ελλάδα και την ΕΕ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι υπάρχουν 15.000 περίπου Ρουμάνοι πολίτες ελληνικής καταγωγής, Έλληνες δηλαδή δεύτερης και τρίτης γενιάς και Έλληνες που μετανάστευσαν πρόσφατα στην Ρουμανία για σπουδές ή εργασία.
Η πρώτη κατηγορία των Ελλήνων, η ελληνική δηλαδή μειονότητα της Ρουμανίας, είναι πλήρως ενταγμένη στο ρουμανικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, «έχει ταυτίσει τα συμφέροντά της με τα συμφέροντα του ρουμανικού κράτους και εν πολλοίς έχει υιοθετήσει το κυρίαρχο ρουμανικό αφήγημα σχετικά με την ανάγκη σταθερού προσανατολισμού της Ρουμανίας προς τη Δύση και την ΕΕ. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ερμηνεύσουμε και τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα και την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Θεωρεί πως η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει τα πάντα, για να μείνει στην ΕΕ, θα πρέπει δηλαδή να κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αποπληρώσει το χρέος της και να μπει σε τροχιά ανάπτυξης».
Όπως χαρακτηριστικά μάλιστα μας λέει η Δρ. Μουζακίτη «Όταν κάποιος τους προβάλλει ως αντεπιχείρημα το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος που αυτό συνεπάγεται για τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, εκείνοι προτάσσουν τη λογική του «αναγκαίου κακού». Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, η Ελλάδα είναι, όπως και η Ρουμανία, μία αδύναμη χώρα, η οποία για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους θα πρέπει να αναζητήσει ομπρέλα προστασίας στη Δύση και πιο συγκεκριμένα στην Ε.Ε.»
Σε αντίθεση με την παραπάνω στάση, οι Έλληνες που βρέθηκαν στην Ρουμανία πρόσφατα λόγω της οικονομικής κρίσης που ανέτρεψε την ζωή τους, «διακατέχονται από πολύ μεγαλύτερο σκεπτικισμό και προβληματισμό για το μέλλον της Ελλάδας στην Ε.Ε» σημειώνει η κα. Μουζακίτη.
Ίσως τα δέκα χρόνια της Ρουμάνικης ένταξης να είναι λίγα για να αποφασίσουν οι Ρουμάνοι αν ο καταναλωτισμός, οι αμφιλεγόμενες επιδοτήσεις και η ελευθερία μετακίνησης στο εξωτερικό -δηλαδή brain drain- αρκούν για να είναι ευχαριστημένοι. Αυτές όμως οι ωφελιμίστικες αλλά και οι απολίτικες (καλπάζουσα διαφθορά, καθηλωτική αποχή σε εκλογές) καταστάσεις θυμίζουν τα λόγια του Ρουμάνου Mitrany πως «όσο περισσότερο η ευρωπαϊκή ιδέα θα απομακρύνεται από τα καταναλωτικά ζητήματα τόσο περισσότερο θα αποδεικνύεται ο επίπλαστος χαρακτήρας της». Ο χρόνος θα δείξει και για την Ρουμανία όταν ξεπεράσει την καταναλωτική της ανάπτυξη.