του Διονύση Σκλήρη

Ζούμε σε έναν κόσμο που έχει επιβληθεί το δόγμα της TINA (There Is No Alternative: Δεν Υπάρχει Εναλλακτική), οι υποστηρικτές του οποίου δεν νιώθουν πλέον καν την ανάγκη να μας λένε ότι ζούμε σε έναν καλό κόσμο. Τους αρκεί να μας λένε ότι ζούμε στον μοναδικό δυνατό κόσμο. Έναν κόσμο βαρετό, όπου η εναλλαγή πλασματικής ευφορίας και κρίσης έχει πια δώσει τη θέση της σε μια συνεχόμενη κρίση ως τελματώδη κατάσταση, όπου αποκαραδοκούμε την οποιαδήποτε έκπληξη ή προσομοίωσή της. Μια παρόμοια δυνητική έκπληξη θα μπορούσε να είναι η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ενός ανθρώπου που έφτασε στη θέση του Προέδρου των Η.Π.Α. ξεκινώντας έξω από το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον. Θεωρούμε ότι η αντίστιξη του νέου Προέδρου προς μια ορισμένη νεοφιλελεύθερη συναίνεση τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο και των Δημοκρατικών, η οποία προηγείτο, μπορεί να είναι αποκαλυπτική για ορισμένα γενικότερα χαρακτηριστικά της εποχής μας. Αφορμή του άρθρου είναι το γεγονός ότι τα Λεξικά της Οξφόρδης ανακήρυξαν ως λέξη του 2016 τη «μετα-αλήθεια» (post-truth), το οποίο θεωρήθηκε ότι μπορεί να σχετίζεται με την επικράτηση πολιτικών που απευθύνονται περισσότερο στο συναίσθημα και λιγότερο στην πραγματολογική περιγραφή. Στο κείμενό μας θα προσπαθήσουμε να δούμε με ποια έννοια θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έχουμε όντως μία συνθήκη μετα-αλήθειας με την εκλογή Τραμπ, αν και με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που θέλει ο κυρίαρχος φιλελεύθερος λόγος, που φιλοδοξεί συχνά να κατέχει ο ίδιος ένα μονοπώλιο όχι μόνο βίας, αλλά και υποκρισίας. Θα προσπαθήσουμε να δούμε τη συνθήκη αυτή σε σχέση με το τι επαγγέλλεται ο Τραμπ κατά αντίθεση με το τι ισχύει, ώστε να δούμε μια πιθανή διαφορά μεταξύ μετα-αλήθειας και συνήθους υποκρισίας. Το εγχείρημά μας, που έγκειται στο να δούμε ορισμένες εντάσεις του παραδείγματος Τραμπ στην αντίστιξή του με το υπάρχον κατεστημένο, είναι οπωσδήποτε πειραματικό, καθώς άλλωστε το παράδειγμα Τραμπ είναι εν τω γίγνεσθαι και όχι ήδη δεδομένο. Φιλοδοξούμε περισσότερο σε μία διάνοιξη διαλόγου για την εποχή μας μέσω του υπαινιγμού διαφορετικών δυνατοτήτων που μπορεί να λανθάνουν στα ορατά φαύλα δίπολα.
 

Κι αν εφαρμόζαμε την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και στη γεωπολιτική;

 
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί δύο πιο διαφορετικούς Προέδρους από τον απερχόμενο Μπαράκ Ομπάμα και τον επερχόμενο Ντόναλντ Τραμπ. Και δεν είναι μόνο ότι ο πρώτος είναι ένας αφροαμερικανικής καταγωγής φιλελεύθερος υπέρμαχος των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και του πολιτισμικού προοδευτισμού, ενώ ο δεύτερος ένας εθνοκεντρικός πανηγυριστής της ειλικρινούς χυδαιότητας στον δημόσιο λόγο, απευθυνόμενος στη διάθεση για συμβολική ρεβάνς των «λευκών σκουπιδιών» (whitetrash, κατά τον αντίστροφα ρατσιστικό χαρακτηρισμό που αποδίδουν στους ψηφοφόρους του Τραμπ οι προοδευτικάριοι). Δεν είναι μόνο η διαφορά ανάμεσα στην κρυάδα των προγραμματικών θεσμικών αστείων του Ομπάμα και στην ενσάρκωση του γκροτέσκου έως γελοίου στην ίδια τη μορφή του Τραμπ. Είναι, ακόμη περισσότερο, ότι ο Ομπάμα προσέρχεται στην πολιτική ως ένας Καθηγητής Νομικής, ενώ ο Τραμπ ως ένας μπίζνεσμαν με την αλαζονεία του πετυχημένου και την εθελούσια άγνοια κινδύνου του νιούμπη στον χώρο της πολιτικής.

Η νομική ιδιότητα και το πολιτικό στίγμα του Ομπάμα δεν σήμαιναν μόνο έναν δικαιωματικό πολιτικό πολιτισμό στο εσωτερικό των Η.Π.Α. (συχνά τραγικά διαψευσμένο, όπως στις περιπτώσεις άγριας καταστολής των Αφροαμερικανών από τις αστυνομικές δυνάμεις ή στην επέκταση του ποσοστού του φυλακισμένου πληθυσμού). Σήμαινε επίσης ότι ο Ομπάμα ήταν ο εκπρόσωπος μιας βασικής συναίνεσης (συχνά διακομματικής μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών) σε έναν δομημένο κόσμο στις εξωτερικές σχέσεις των Η.Π.Α. Η δομή αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι οι Η.Π.Α. έχουν μεταπολεμικώς ορισμένες σταθερές συμμαχίες με χώρες που αποτελούν περιφερειακούς πυλώνες της ηγεμονίας τους με μια ταυτόχρονη προσπάθεια αποκλεισμού κρατών που προσπαθούσαν να τοποθετήσουν σε θέση αποδιοπομπαίου παρία. Επί πολλές δεκαετίες ο φιλελεύθερος θα μπορούσε να οριστεί συνοπτικά ως αυτός που διαμαρτύρεται γιατί οι λαϊκιστές δαιμονοποιούν τις ελίτ αντί να κάνουν αυτοκριτική για τα προβλήματα «μέσα τους», ενώ ο ίδιος προβάλλει στη γεωπολιτική του ένα αρκετά απλουστευτικό δόγμα ότι για όλα τα προβλήματα του πλανήτη ευθύνονται ορισμένοι ευάριθμοι ηγέτες απομονωμένων κρατών, που πρέπει να εξοντωθούν για το καλό της παγκόσμιας τάξης. Παραδόξως, αυτό που έρχεται να κάνει ο Τραμπ είναι να μεταφέρει ορισμένες παλιές καλές αρχές του φιλελευθερισμού από τον κόσμο των επιχειρήσεων στον κόσμο της διεθνούς γεωπολιτικής. Να «απελευθερώσει», δηλαδή, τις κλειστές θέσεις συμμάχων και φίλων των Η.Π.Α. και να τις ανοίξει σε έναν «ελεύθερο ανταγωνισμό[1]», όπου ο κάθε επίδοξος σύμμαχος θα πρέπει να αποδείξει δίκην «apprentice» την αξία και το μοτιβάρισμά του ως συμμάχου.

Το «America first»σημαίνει σε αυτή τη συνάφεια ότι το ποιος είναι σύμμαχος και ποιος όχι θα κρίνεται όχι βάσει των παραδοσιακών γεωπολιτικών «νεποτισμών» της δυτικής ή βορειατλαντικής «οικογένειας», αλλά βάσει της συνεχώς επικαιροποιούμενης προθυμίας του να συνεισφέρει στο αμερικανικό συμφέρον. Η θεώρηση αυτή μπορεί να παραπέμπει σε έναν χομπεσιανό εγωισμό, όπου ο κόσμος είναι μία ζούγκλα πολέμου όλων εναντίον όλων, όπως στις παλιές καλές απαρχές του αδιαμεσολάβητου από θεσμούς νεωτερικού καπιταλισμού. Ωστόσο, από την άλλη, το σύνθημα «America first»μπορεί να ιδωθεί και ως μια παραδοχή αποτυχίας. Το «America first»μπορεί να θεωρηθεί ως το τέλος του «America only», ως μια μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο, όπου οι Η.Π.Α. δεν είναι πια ο μόνος πλανητάρχης που επιβάλλει διεθνώς τους όρους του παγκόσμιου παιχνιδιού, ελεώντας όσους ελεεί και τιμωρώντας όσους «απομονώνονται». «America first» σημαίνει ότι οι Η.Π.Α. είναι πλέον ένας μόνο παίκτης μεταξύ πολλών, σε μία διεθνή ζούγκλα ελεύθερου ανταγωνισμού. Και μπορεί μεν ως πρώτη προνομιακή δύναμη να επιλέγει τους συμμάχους της με ανταγωνιστική «αξιοκρατία». Είναι, όμως, πλέον στο επίπεδο του οντικού, είναι ένας ατομικός παράγοντας και όχι μία δύναμη ταυτισμένη με έναν παγκόσμιο αξιακό ορίζοντα. Με αυτήν την έννοια ο κατά πρώτη ανάγνωση εγωισμός του «America first»μπορεί να θεωρηθεί μάλλον ως ταπεινωτική παραδοχή απώλειας του αυτονόητου «αμερικανο-μονισμού» της διεθνούς τάξης.

Η αδιαφορία, πάντως, για τις πάγιες δομές σημαίνει ότι είναι δυνατό ακόμη και το μέχρι πρότινος αδιανόητο, δηλαδή η προσέγγιση με τη Ρωσία. Είναι χαρακτηριστική η επιλογή για τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών του Ρεξ Τίλερσον, διευθύνοντος συμβούλου της Exxon Mobil, ο οποίος είχε συνεργαστεί με ρωσικές εταιρείες στην εξόρυξη πετρελαίου στον Αρκτικό Ωκεανό, στη θάλασσα του Κάρα, καθώς και στη Σαχαλίνη, στη θάλασσα του Οχότσκ, και ο οποίος είχε αντιταχθεί στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Η επιλογή αυτή διαβάζεται από ορισμένους ως μια λογική «πρώτα οι μπίζνες, οι θεσμοί ύστερα», είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι είναι ο Τραμπ αυτός που «ανοίγει» τη γεωπολιτική των Η.Π.Α. σε ένα είδος οιονεί «διαφανών» κριτηρίων καθορισμένων από αυτά που προσφέρει η «αγορά» συμμάχων των Η.Π.Α., ενώ είναι οι υποτιθέμενοι φιλελεύθεροι αυτοί οι οποίοι θέλουν πάση θυσία να διαιωνίσουν μια κλειστή κλίκα συμμάχων και έναν ακόμη πιο κλειστό αριθμό παριών προς εξιλαστήρια θυσία.

Παρομοίως, δεν μπορεί κανείς να μην μειδιά, -ιδίως στην Ελλάδα-, όταν συλλογίζεται ότι αυτό που λέει ουσιαστικά ο Τραμπ στη Γερμανία είναι ότι ζει γεωπολιτικά «πάνω από τις δυνάμεις της»· ότι δεν μπορεί να φορτώνεται ο Αμερικανός πολίτης υπερβολικά βάρη για τη διατήρηση μιας πολεμικής μηχανής η οποία προστατεύει και χώρες οι οποίες απλώς ασχολούνται απερίσπαστες με το νοικοκύρεμα των βιομηχανιών τους. Κατά μια ειρωνική τροπή ο Τραμπ έχει γίνει ο «Σόιμπλε του Σόιμπλε», χρησιμοποιώντας μια φρασεολογία οιονεί ευθύνης, η οποία, όμως, περιλαμβάνει και τα γεωπολιτικά βάρη. Κατά μία έννοια, πίσω από το προσωπείο του προβοκάτορα Τραμπ κρύβεται μια αρκετά απλή λογική «νοικοκυρέματος» στα βάρη των πολεμικών δαπανών και «ελεύθερου ανταγωνισμού» στις διεθνείς συμμαχίες. Αυτός που προβάλλεται ως «αλλόφρων» δείχνει να είναι ο κατ’ εξοχήν ανοικτός και μετρημένος, ενώ οι κεντρώοι να είναι οι περισσότερο κλειστοί, αλλά και τζογαδόροι στην εξωτερική πολιτική. Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα;
 

Είναι το τέλος της Χιμερικής μια ακόμη μεγαλύτερη χίμαιρα;

 
Παρ’ όλο που σύμφωνα με μια ορισμένη ανάγνωση ο Τραμπ «απελευθερώνει» την εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. από τις κλειστές δομές του παρελθόντος, ωστόσο την ίδια στιγμή δείχνει να επαναφέρει έναν νέο μερκαντιλισμό και προστατευτισμό. Δείχνει να θέλει να επαναπατρίσει τις πολυεθνικές εταιρείες αμερικανικής προέλευσης, χρησιμοποιώντας εν ανάγκη μια πολιτική δασμών. Αυτοί στους οποίους απευθύνεται δεν είναι οι πολυεθνικές που κερδίζουν από την επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης ή και από τους πολέμους του ΝΑΤΟ που «δημιουργούν ευκαιρίες». Εξ ου και η βασική επαγγελία «the American carnage stops right now and stops right here!» («η Αμερικανική σφαγή σταματάει εδώ και τώρα»[2]) μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση, εννοώντας είτε να σταματήσουν οι Αμερικανοί να είναι «φονιάδες των λαών» κατά το κοινώς λεγόμενο στην Ελλάδα, είτε, ακόμη περισσότερο, να σταματήσει λόγω αυτής της επιθετικής παγκοσμιοποίησης η αιμορραγία των Αμερικανών εργαζομένων που χάνουν τις δουλειές τους, καθώς οι εταιρείες και η παραγωγή μεταφέρονται αλλού. Ο Τραμπ απευθύνεται περισσότερο σε ένα μεγαλομεσαίο κοινό που θέλει να μπορεί να έχει τη δυνατότητα να παράγει εντός της Αμερικής και να μη θυσιάζεται στο βωμό της χρηματιστικοποίησης και της άκρατης απεδαφικοποίησης.

Ωστόσο, βασικά στοιχεία των εξαγγελιών του βρίσκονται σε ένταση μεταξύ τους. Διακηρύσσει ότι θα κάνει έργα υποδομών εντός των Η.Π.Α., ώστε να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας, ένα είδος «νέας συμφωνίας». Όμως και ότι θα μειώσει τους φόρους των πλουσιοτέρων. Και ότι, ακόμη περισσότερο, θα πιέσει την Κίνα σε εμπορικές συμφωνίες που θα είναι προς όφελος των Η.Π.Α. Το τελευταίο, όμως, θα μπορούσε δυνητικά να απειλήσει τη «Χιμερική» (Chimerica εκ του China&America), ήτοι τη συμβιωτική σχέση Κίνας και Αμερικής ως μια ουτοπική τερατώδη χίμαιρα επί της οποίας βασίζεται η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση. Το ερώτημα είναι, μήπως, το τέλος της Χιμερικής αποδειχθεί μία ακόμη μεγαλύτερη χίμαιρα. Ο λόγος είναι ότι μια πολιτική αύξησης θέσεων εργασίας στο εσωτερικό των Η.Π.Α. μέσω έργων υποδομών, σε συνδυασμό με τη μείωση φόρων, θα εκτροχίαζαν το έλλειμμα των Η.Π.Α., το οποίο θα μπορούσε να σωθεί ακριβώς μόνο μέσω της ειδικής συμβιωτικής σχέσης με την Κίνα, όσο ουτοπική και αν είναι αυτή. Μια αφόρητη πίεση στην Κίνα θα την ανάγκαζε να μη συναινεί πλέον στη διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος ανοχής του αμερικανικού χρέους και ελλείμματος και σε μία ακόμη μεγαλύτερη εκτράχυνση των τελευταίων με συνέπειες για όλον τον αμερικανοκίνητο καπιταλισμό, της Ευρώπης κατ’ εξοχήν συμπεριλαμβανομένης[3].

Η αντίστιξη των χιμαιρών του Τραμπ με την κατεστημένη «Χιμαιρική» είναι εύγλωττη: Το υπάρχον αποτελεί ένα ουτοπικό τέρας στην καρδιά της υποτιθέμενης κανονικότητάς μας, μια παθολογική συμβίωση που αποτελεί την απωθημένη αλήθεια του φιλελευθερισμού της ευθύνης και των δομικών ορίων. Η αντιπρόταση του Τραμπ, όμως, αποτελεί όντως ένα είδος μετα-αλήθειας. Αυτό που αντιπροτείνει στην υποκρισία του υπάρχοντος φιλελευθερισμού είναι μια μετα-αλήθεια πολιτικών σε ένταση, που δεν ξέρουμε ποια από όλες θα θυσιαστεί. Θα έχουμε ένα νέο οικονομικό αδιέξοδο που θα οδηγήσει σε νέα οπισθοδρόμηση και χειρότερη τελμάτωση τη διεθνή οικονομία; Θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει ο Τραμπ τον γεωπολιτικό κονδυλισμό ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποφασίζουμε ποιος είναι ο εχθρός μας για να πράξουμε πολιτικά; Θα υπάρξει κάποια ακύρωση προτού φτάσουμε να διαφανεί το νέο αδιέξοδο; Το μέλλον θα δείξει…
 

Η ειλικρίνεια της χυδαιότητας ως το καινούργιο του να είσαι παλιός

 
Αν περάσουμε τώρα από τις πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ στον λόγο με τον οποίο τις επενδύει, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε και εκεί ορισμένες εντάσεις. Σε ένα επίπεδο ο νέος Πρόεδρος έχει έναν λόγο απλό και με μια ορισμένη λογική συνοχή. Προτάσσει έναν νεομερκαντιλισμό, έναν προστατευτισμό, ένα είδος συντηρητικής νέας συμφωνίας που φιλοδοξεί να δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας στις ίδιες τις Η.Π.Α. με την προσπάθειά του να επαναφέρει εντός τους την παραγωγή. Το πρόγραμμα αυτό το διακηρύσσει με έναν λόγο που να μπορεί να γίνει κατανοητός από τον μη μορφωμένο ψηφοφόρο. Ταυτοχρόνως, όμως, υπάρχει και μία αίσθηση ότι ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος ή και ότι οι αντιδράσεις του είναι θυμικές και για αυτό δυνητικά επικίνδυνες. Πώς μπορούν να συμβιβάζονται αυτά τα δύο στοιχεία, ήτοι από τη μια μεριά ο υπεραπλουστευτικός λόγος που διαθέτει ωστόσο την αρετή της λογικής συνοχής έως και προφάνειας και από την άλλη η αίσθηση της απρόβλεπτης θυμικής αντίδρασης;

Ασφαλώς, ένα μέρος του απρόβλεπτου του Τραμπ έγκειται στο ότι δεν είναι σαφές αν ένα κατεστημένο ευρύτερο από αυτόν θα τον αφήσει να εφαρμόσει την πολιτική του. Η εμπέδωση μιας υπερβολικά μονότροπης ΤΙΝΑ στην εποχή μας είναι τέτοια ώστε μια ελάχιστη ενδοκαπιταλιστική διαφοροποίηση του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία μάλιστα μπορεί ενδεχομένως και να συντονίζεται με μια εποχή ανάγκης να επανεδαφικοποιηθεί το κεφάλαιο[4], να φαντάζει ως ανάδυση εναλλακτικής πολιτικής δυνατότητας. Αυτό που λέγαμε παλιά «αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι, θα ήταν παράνομες» λαμβάνει μια αμερικανική μεταμοντέρνα εκδοχή ως «αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι, θα τις είχαν προκαλέσει Ρώσοι χάκερς». Ο Τραμπ, επομένως, μπορεί να θεωρείται απρόβλεπτος και λόγω της υποκρισίας ενός προϋπάρχοντος κατεστημένου που παίζει στο τέλος του 2016 και τις αρχές του 2017 τα ρέστα του είτε για να τον ανατρέψει, είτε για να τον φέρει προ τετελεσμένων. Με αυτήν την έννοια το απρόβλεπτο του Τραμπ θα ήταν ακριβώς το να τηρήσει τις προεκλογικές του επαγγελίες σε έναν κόσμο που το καθεστώς είναι η διάσταση μεταξύ επαγγελιών και εφαρμοζόμενης πολιτικής.

Ωστόσο, ο παράδοξος συνδυασμός συνεκτικής πρότασης και μη προβλεψιμότητας του Τραμπ δεν έγκειται μόνο στην αντίδραση του δεδομένου κατεστημένου, αλλά έχει και μια υποκειμενική ρίζα. Και εδώ ένας αριστερός θα είχε πολύ σοβαρούς λόγους να προβληματίζεται με αυτό που ο Ντόναλντ Τραμπ κομίζει.  Βοηθά να καταλάβουμε αυτήν την αντίφαση ο ορισμός του Γάλλου φιλοσόφου Αλαίν Μπαντιού για το τι είναι ο «δημοκρατικός φασίστας»[5]. Ο «δημοκρατικός φασίστας» είναι ένα υβρίδιο της μετανεωτερικότητας (ή της ύστερης νεωτερικότητας, ανάλογα με το πώς θέλει να ορίσει κανείς την εποχή μας) πολύ ευρύτερο του Τραμπ, το οποίο, είδαμε λ.χ. και στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι ή ακόμη και στον Νικολά Σαρκοζί, και το οποίο βασίζεται στο ότι κάποιος επαγγέλλεται ότι είναι και μέσα στο δημοκρατικό σύστημα και έξω από αυτό, ή ότι ανήκει στον κόσμο της δημοκρατίας, αλλά χωρίς να ανήκει στον κόσμο της συμβατικής δημοκρατικής ελίτ. Η αιτία είναι ότι σε περιόδους κρίσης του καπιταλισμού, ο φιλελεύθερος ευπρεπής λόγος ταυτίζεται στη συνείδηση του λαού με τα αίτια της κρίσης του, και κατά συνέπεια με μια ορισμένη υποκρισία στον εξωραϊσμό μιας κατάστασης που στην πραγματικότητα είναι άθλια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πολιτικός που επαγγέλλεται να διαφοροποιηθεί από τη γηράσκουσα δημοκρατική ελίτ νιώθει ότι οφείλει να επικαλεστεί την ειλικρίνεια της χυδαιότητας, ακριβώς για να διαφοροποιηθεί από την πολιτική ελίτ που χρησιμοποιεί την υποκρισία της ευπρέπειας.

Το σημαντικό, βεβαίως, είναι ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου έχει αμφισβητηθεί η σοσιαλιστική διέξοδος, οπότε ο υποτίθεται διαφορετικός ηγέτης θα εντάσσεται κατ’ ανάγκην στον καπιταλισμό, όμως θα επαγγέλλεται ταυτοχρόνως ότι αποτελεί και κάτι διαφορετικό από τη φιλελεύθερη ελίτ που εκπροσωπεί τον καπιταλισμό αυτό. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Με την αξίωση να καταλάβει μια θέση μέσα-έξω στο δημοκρατικό/καπιταλιστικό σύστημα. Μέσα γιατί εκλέγεται δημοκρατικώς. Μέσα ίσως και περισσότερο από τους προκατόχους του γιατί είναι ο ίδιος ένας πετυχημένος επιχειρηματίας. Βεβαίως, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι και τον διαφοροποιεί από τους εκπροσώπους της ελίτ για τον λόγο ότι συνήθως οι πολιτικοί είναι απλώς οι εκπρόσωποι των συμφερόντων των επιχειρήσεων, και οι φορείς περισσότερο ενός νομικού πολιτισμού, ενώ ο ηγέτης τύπου Τραμπ αξιώνει ότι είναι ο ίδιος άμεσα ένας επιχειρηματίας. Έξω γιατί αξιώνει να έχει έναν διαφορετικό λόγο από τις ελίτ. Ο λόγος αυτός απευθύνεται στον λαό ακριβώς με τη δύναμη του αδιαμεσολάβητου, αξιώνοντας ότι μπορεί να παρακάμψει την ανάγκη του υποκριτικού εξωραϊσμού. Είναι ένας λόγος που έχει ανάγκη να απευθύνεται στο θυμικό, προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τον λόγο των αξιών και των δομικών ορίων.

Και είναι ένας λόγος που επικαλείται τη δυνατότητα του ηγέτη για το απρόβλεπτο ακριβώς για να διαφημίσει μία δυνατότητα διαφοροποίησης από την ΤΙΝΑ. Εντέλει, παρ’ όλο που το πρόγραμμα του Τραμπ είναι σε ορισμένα σημεία του απλό και με συνοχή, υπάρχει η ανάγκη να είναι ταυτοχρόνως συγκεχυμένος και αποδραστικός σε αυτά που λέει ακριβώς για να διαφημίσει μία προσωποπαγή του δύναμη να είναι υπεράνω ενός γηράσκοντος συστήματος που φιλοδοξεί να αντικαταστήσει. Στοιχεία όπως τα παραπάνω ο φιλελεύθερος κυρίαρχος λόγος τα ονομάζει «λαϊκισμό» και ξεμπερδεύει. Ο όρος «λαϊκισμός» είναι βολικός για τις ελίτ γιατί μεταθέτει το βάρος στον υποτίθεται αμόρφωτο λαό, ο οποίος χρειάζεται καθοδήγηση από πεφωτισμένες ελίτ αντί να χαϊδευτούν τα ένστικτά του κ.ο.κ. Είναι, όμως, σημαντικό να δούμε ότι αυτό που κομίζουν ηγέτες όπως ο Τραμπ είναι το νέο του παλιού. Είναι πράγματα πολύ παλιά, αρχαϊκά και πρωτόγονα, όπως ο σεξισμός, η ξενοφοβία, το μάτσο αντριλίκι, που το καινούργιο τους έγκειται ακριβώς στο ότι ένας ηγέτης αξιώνει ότι έχει τη δύναμη της ειλικρινούς χυδαιότητας να τα διεκδικήσει, γιατί μπορεί. Ο Τραμπ αυτό προβάλλει. Ότι μπορεί. Επειδή είναι ο ίδιος επιχειρηματίας και όχι ο πολιτικός εκπρόσωπος του επιχειρηματικού κόσμου. Μπορεί να φέρει την αλλαγή, επειδή έχει ιδιαίτερη δύναμη και η ιδιαίτερη δύναμή του έγκειται ακριβώς στο ότι μπορεί να είναι ειλικρινής. Η ειλικρίνεια, όμως, αυτή είναι η χυδαιότητα. Και είναι η χυδαιότητα ακριβώς γιατί το πρόβλημα δεν είναι ο λαϊκισμός του Τραμπ. Το πρόβλημα είναι ότι ο Τραμπ δεν έχει να προτείνει έναν εναλλακτικό ορίζοντα αξιών. Αυτό που έχει να προτείνει είναι η επιστροφή στο παλιό και το πρωτόγονο. Επειδή, όμως, δεν μπορεί να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα διαφορετικό από τον κοινοβουλευτικό καπιταλισμό, όπως ήταν ίσως η δυνατότητα παλαιότερων φασιστών ηγετών, αυτό που του απομένει είναι μια έμφαση στη διαφορετικότητα του λόγου του από αυτόν των υπόλοιπων ηγετών. Και αυτή η διαφορετικότητα πρέπει να αποδείξει τη δύναμη του ηγέτη. Και η δύναμη του ηγέτη αποδεικνύεται ακριβώς από το γεγονός ότι μπορεί να είναι απρόβλεπτος. Εντέλει, για τους παραπάνω λόγους, θα λέγαμε ότι ακριβώς επειδή ο Τραμπ μάλλον δεν μπορεί να είναι ένας καθαρός φασίστας, αλλά μόνο ένας υβριδικός «δημοκρατικός φασίστας», κατά τον ορισμό του Μπαντιού, γι’ αυτό πλειοδοτεί σε έναν λεκτικό μαξιμαλισμό, ο οποίος από τη μια πρέπει να είναι υπεραπλουστευτικός, με σχεδόν ταυτολογική συνοχή και με στοιχεία κάποιας συντηρητικής «κοινής λογικής», ενώ από την άλλη, ταυτόχρονα, πρέπει να προβάλει και την προσωποκεντρική δύναμη του ηγέτη να είναι απρόβλεπτος, να είναι θυμοειδής, γιατί μόνο έτσι θα μπορεί να είναι και μέσα και έξω από το σύστημα.

Κατά συνέπεια, το κατεστημένο μέχρι τον Τραμπ ήταν η ΤΙΝΑ και ένας φιλελευθερισμός να παίζει ως ιδεολογία τον ρόλο που έπαιζε ο χριστιανισμός τον Μεσαίωνα: ένα ιδίωμα αξιών που στηρίζουν την εξουσία μέσω ωραίων υποκριτικών λέξεων, ενώ την ίδια στιγμή δίνουν το άλλοθι για Σταυροφορίες, Ιερές Εξετάσεις, έως και κυνήγι μαγισσών, όπως είδαμε στην πρόσφατη περίπτωση των «Ρώσων χάκερς». Απέναντι στον φιλελευθερισμό ως συντεταγμένη υποκρισία, ο Τραμπ αντιπαραβάλλει μια μετα-Τίνα, καθώς δεν θέλει να βγει εκτός της μονοτροπίας, αλλά ούτε και να παραμείνει εξαντλητικά εντός της. Η μετα-Τίνα, όμως, δεν μπορεί παρά να υποστηρίζεται από μια μετα-αλήθεια, όχι με την έννοια που του προσάπτουν οι φιλελεύθεροι ως «λαϊκιστή», αλλά με την έννοια ότι ο «δημοκρατικός φασίστας» δεν μπορεί παρά να διεκδικεί έναν οξύμωρο συνδυασμό ειλικρινούς χυδαιότητας και ισχύος του να εξέρχεται της κατεστημένης προβλεψιμότητας.

Απέναντι στο τελευταίο δεν μπορούμε παρά να αναφωνήσουμε (παραφράζοντας μπαντιουικώς τον Οδυσσέα Ελύτη): «Συμβάν μου, πόσους Τραμπ ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!»