Ο Τομ Ρόμπινς έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με την Αμάντα (1971). Η επιτυχία των επόμενων βιβλίων Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Γκας βαν Σαντ) και Τρυποκάρυδος εδραίωσαν τη φήμη του συγγραφέα ως «την κυριότερη φωνή της αμερικανικής λογοτεχνικής αντικουλτούρας». 

Ο συλλογικός τόμος Συζητήσεις με τον Τομ Ρόμπινς περιλαμβάνει πάνω από είκοσι συνεντεύξεις που έδωσε ο συγγραφέας από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 μέχρι σήμερα, στις οποίες μιλά για τη ζωή του, τα έργα του και τις εμπειρίες του από το αντεργκράουντ κίνημα, τις επιρροές από φιλοσοφίες της Ανατολής, την ανάγκη για πνεύμα και χιούμορ στη λογοτεχνία και πολλά ακόμα πράγματα που συνθέτουν μια συναρπαστική ζωή – τη δική του.

Info: Οι Συζητήσεις με τον Τομ Ρόμπινς κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αίολος (2012).  

– – – – – – – – – – – –

Απόσπασμα από το βιβλίο Αγριεμένοι ανάπηροι επιστρέφουν από καυτά κλίματα

Ένα Σάββατο πρωί με ομίχλη που θύμιζε μούσι, γκρίζο σαν μούμια και ψυχρό σαν πηκτή από στρείδια, ο Σουίτερς εμφανίστηκε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ερχόμενος από το αεροδρόμιο, είχε περάσει από την αγορά του Πάικ Πλέις, όπου αγόρασε ένα μπουκέτο κίτρινα χρυσάνθεμα και μια κολοκύθα μέσου μεγέθους. Τώρα ήταν αναγκασμένος να κάνει κάποια ζογκλερικά με αυτά τα αντικείμενα προκειμένουν να ελευθερώσει το ένα χέρι του και να σηκώσει το γιακά του αδιάβροχου, καθώς είχε αρχίσει να πέφτει ένα ψιλόβροχο που νόμιζες ότι έριχνε βελόνες. Είχε αγοράσει επίσης μια κάψουλα ΧTC από έναν χίπη ψαροπώλη που ήξερε, και καθώς περπατούσε από το νοικιασμένο αυτοκίνητο προς τη μεγαλόπρεπη έπαυλη της γιαγιάς του, κατάφερε να τη βάλει στο στόμα του και να την καταπιεί στα στεγνά. Είχε γεύση από ψάρι.

Χτύπησε το κουδούνι. Μετά από ένα σύντομο διάστημα, ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς του στο θυροτηλέφωνο. «Ποιος είναι; Το καλό που σου θέλω, να μην είναι καμιά μαλακία». Η γιαγιά του αρνιόταν να πάρει μια υπηρέτρια για τον κάτω όροφο του σπιτιού, παρόλο που ήταν ογδόντα τριών ετών και είχε την οικονομική δυνατότητα.

«Εγώ είμαι. Ο Σουίτερς».

«Ποιος;»

«Ο Σουίτερς. Ο αγαπημένος σου συγγενής. Άνοιξέ μου, Μαέστρα!»

«Χα! Άκου ‘αγαπημένος μου συγγενής’. Στα όνειρά σου ίσως. Έρχεσαι φέρων δώρα;»

«Φυσικά!»

‘Ακουσε την πόρτα να ανοίγει. «Προελαύνω. Ετοιμάσου, Μαέστρα!»

«Χα!»

Όταν ο Σουίτερς δεν είχε κλείσει ακόμη τους δώδεκα μήνες, η γιαγιά του ήρθε μια μέρα και στάθηκε στο καρεκλάκι του, με τα χέρια της στους σαγηνευτικούς ακόμη τότε γοφούς της. «Έχει αρχίσει να πηγαίνει ροδάνι η γλώσσα σου, π’ ανάθεμά σε», είπε. «Σαν ντισκ τζόκεϊ κάνεις. Και σε λίγο θα μου βγάλεις κανένα παράξενο όνομα, γι’ αυτό θα σου ξεκαθαρίσω ένα πράγμα από τώρα: σου απαγορεύω να με προσβάλεις με καμία από κείνες τις μπας κλας λέξεις από Γ, όπως γιαγιά, γιαγιούλα, γιαγιάκα και όλα τα συναφή. Κατάλαβες; Κι έτσι και με πεις ποτέ σου νόνα, νάνα, κι όλες αυτές τις αηδίες, θα σου κατεβάσω μπουνιά στα χαριτωμένα σαγονάκια σου που θα τη θυμάσαι. Ξέρω ότι τα ανθρώπινα βρέφη έχουν την έμφυτη τάση να παράγουν τον ήχο Μ συνδυασμένο με απαλά φωνήεντα όταν αντιλαμβάνονται μητρικά ερεθίσματα, γι’ αυτό αν νιώθεις την αρχέγονη ανάγκη να μου κολλήσεις κάποιο όνομα αυτής της κατηγορίας, προτιμώ το ‘μαέστρα’. Μαέστρα. Εντάξει; Είναι το θηλυκό της ιταλικής λέξης ΄μαέστρο’, που σημαίνει ‘δάσκαλος’. Δεν ξέρω αν θα σου διδάξω ποτέ τίποτα που να αξίζει τον κόπο, και σίγουρα δεν θέλω να είμαι δασκάλα κανενός, αλλά τουλάχιστον το μαέστρα έχει κάποια αξιοπρέπεια. Για προσπάθησε να το πεις!»

Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, όταν ήταν δύο χρονών, ο μικρός πλησίασε αποφασισμένος τη γιαγιά του, την κάρφωσε με τα ήδη άγρια, υπνωτικά πράσινα μάτια του, έβαλε τα χέρια στους γοφούς του, και της είπε, «να με λες Σουίτερς». Η Μαέστρα τον κοίταξε για λίγο, απόρησε με την ξαφνική ταύτιση του μικρού με το καθόλου ένδοξο επώνυμό του, και τελικά κατένευσε. «Πολύ καλά», είπε. «Δεκτόν».

Η μητέρα του συνέχισε να τον λέει Λουκουμαδάκι της. Αλλά όχι για πολύ.     

– – – 

Info: Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο Αγριεμένοι ανάπηροι επιστρέφουν από καυτά κλίματα (Αίολος, 2000), ένα από τα καλύτερα του συγγραφέα.