Χρειάζεται πολιτική βούληση από όλες τις πλευρές, για να κλείσει γρήγορα η συμφωνία, τονίζει ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις, ενώ σημειώνει ότι η καθυστέρηση κοστίζει σε όλους και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Χαιρετίζοντας την υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων του 2015 και 2016, o B.Ντομπρόβσκις, μιλώντας στο
euro2day.gr εμφανίζεται αισιόδοξος ότι η Ελλάδα θα επιτύχει και τους στόχους του 2017. «Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει υπεραποδώσει σημαντικά στους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2015 και το 2016, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία του 2016 θα επιβεβαιωθούν τον Απρίλιο. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ελληνική οικονομία αποδίδει καλύτερα από το αναμενόμενο, λόγω και των μέτρων που έχουν υιοθετηθεί.
Είναι ασφαλές να πω ότι η Ελλάδα θα πιάσει τον στόχο του 1,75% σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2017. Υπάρχει μόνο ένα μικρό κενό που πρέπει να καλυφθεί για το 2018 και είναι απολύτως επιτεύξιμο. Στις προβλέψεις φαίνεται επίσης ότι η προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ – 2,7% φέτος και 3,1% το 2018», ανέφερε.
Ερωτούμενος για την αιτία που δεν έχει ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση, απαντάει ότι ο «θόρυβος» που γίνεται από τον τύπο, είναι αντιπαραγωγικός. Ωστόσο σημείωσε ότι «η συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί, εάν όλες οι πλευρές δείξουν πολιτική βούληση. Οι θεσμοί πρέπει να συζητήσουν τις διαφορές τους στις προβλέψεις και ακολούθως τις αξιολογήσεις για το δημοσιονομικό κενό, δηλαδή τους στόχους του προγράμματος. Οι ελληνικές αρχές πρέπει να ολοκληρώσουν την εφαρμογή όσων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχουν καθυστερήσει. Επίσης σε αυτό τον τομέα βλέπουμε αρκετή πρόοδο, υπάρχουν μόνο μερικά θέματα ακόμα που εκκρεμούν».
Κάνοντας μία σύγκριση της παρούσας κατάστασης με αυτή του πρώτου εξαμήνου του 2015, αναφέρει ότι τα δεδομένα «της ελληνικής οικονομίας έχουν δυναμώσει, υπάρχει ισχυρή προοπτική για ανάπτυξη, εάν βεβαίως οι μεταρρυθμίσεις εφαρμοστούν και το πρόγραμμα βρίσκεται εντός στόχων. Έτσι, οι αξιωματούχοι είναι αντιμέτωποι με αυτή την επιλογή: να δουλέψουν σκληρά, για να βρεθεί συμφωνία πάνω στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί, ή να διολισθήσουμε πίσω στην αβεβαιότητα. Θεωρώ ότι η επιλογή είναι εμφανής».
Τέλος, παραδέχεται ότι οι θεσμοί δεν είναι ενωμένοι ως προς τις προβλέψεις τους και ότι θα πρέπει να βρουν μεταξύ τους μία κοινή συνισταμένη. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να εξακολουθούν να υπάρχουν άλλες προβλέψεις από την ΕΕ και άλλες από το ΔΝΤ. Μάλιστα, όταν ερωτάται για το μέλλον του προγράμματος, αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, με το να επαναλαμβάνει απλώς τους όρους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης: «Όσον αφορά στη συμμετοχή του ΔΝΤ, εργαζόμαστε στο πλαίσιο της συνθήκης του ESM, η οποία λέει ότι η Κομισιόν παρακολουθεί την εφαρμογή σε συνεργασία με την ΕΚΤ και όπου είναι δυνατόν, με το ΔΝΤ».