Σύμφωνα με το δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας «Sueddeutsche Zeitung», η περίπτωση της Fraport είναι «ιδιαίτερα εκρηκτική», καθώς καταφέρνει να αποφεύγει να καταβάλει πολλά χρήματα από τους φόρους κάθε χρόνου στη Γερμανία, διατηρώντας αρκετές offshore στον φορολογικό παράδεισο της Μάλτας
 
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η πλειοψηφία των μετοχών της Fraport ανήκει στο δήμο της Φρανκφούρτης και στο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Έσσης. Ωστόσο, με τη γνωστή και διαδεδομένη ανά τον κόσμο μέθοδο της φοροαποφυγής, η εταιρεία καταφέρνει να αποφύγει να καταβάλει πολλά χρήματα, όπως θα όφειλε.
 
«Όπως και στον φορολογικό παράδεισο της Μάλτας, οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι πλούσιοι άνθρωποι που θα μπορούσαν πραγματικά να πληρώσουν φόρους, εμφανίζονται ως φτωχοί και δεν συμβάλουν στο κοινό καλό» σχολίασε ο Σβεν Γκιεγκολντ, εκπρόσωπος των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. «Στο τέλος, υπάρχει ένα διπλό δικαίωμα: Το δικαίωμα για εκείνους που κινούνται σε παγκόσμια κλίμακα, και το δικαίωμα εκείνων που εργάζονται ή εργάζονται στο έδαφος» συμπλήρωσε.
 
Η κατοχή μιας εταιρείας στη Μάλτα, είναι φυσικά κάτι νόμιμο, εφ' όσον η γερμανική εφορία είναι ενήμερη. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, αυτό δεν συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις. Μάλιστα, σημειώνεται πως στη Μάλτα υπάρχουν σήμερα καταγεγραμμένες 1.616 γερμανικές εταιρείες, για τις οποίες όμως η Ομοσπονδιακή Εφορία της Γερμανίας είναι ενήμερη μόλις για τις 266.
 
«Ως επικεφαλής του οικονομικού γραφείου, θα ήθελα να αναθέσω στους υπαλλήλους μου να εντοπίσουν τους ιδιοκτήτες των εταιρειών αυτών και να δουν πολύ προσεκτικά το ζήτημα» δήλωσε ο επικεφαλής της γερμανικής φορολογικής ένωσης, Τόμας Εϊγκνθάλερ. Για το θέμα, κατόπιν αιτήματος της γερμανικής εφημερίδας, οι εκπρόσωποι της Fraport αρνήθηκαν να κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο.

Φτωχή με offshore

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με ρεπορτάζ του ThePressProject, η γερμανική εταιρεία έχει αντιμετωπίσει πρωτοφανή δυσκολία να συγκεντρώσει του πόρους που απαιτείται να καταβάλει για να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της, η Fraport έχει ένα χρέος 3,6 δις ευρώ το οποίο μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο, ενώ η ρευστότητα της ακολουθεί την αντίστροφη πορεία και σήμερα βρίσκεται στο 1 δισ., από το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο τα 200 εκατ. για το τίμημα της «επένδυσης» της. Από την άλλη πλευρά η Slentel Ltd είναι μία εταιρεία που το 2013 είχε μηδενική οικονομική δραστηριότητα, αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 5.000 ευρώ και σύμφωνα με ανεξάρτητους ελεγκτές της Κύπρου έπρεπε να έχει κλείσει. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η κοινοπραξία Fraport – Slentel είναι υποχρεωμένη να καταβάλει κατευθείαν από τα ταμειακά της διαθέσιμα το εφάπαξ τίμημα στο ελληνικό Δημόσιο. Ωστόσο όταν διεθνείς θεσμοί όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ), το International Finance Corporation (IFC) του World Bank Group και η European Bank for Reconstruction and Development (EBRD) εμφανίζονται διστακτικοί στην πιθανότητα χρηματοδότησης ενός «επενδυτή», τότε κάτι πάει πολύ στραβά. Και ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» είναι η δυνατότητα της εταιρείας να φανεί συνεπής στα νέα δάνεια που θα λάβει.

Όχι τυχαία, πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό πως η χρηματοδότηση της εταιρείας πρόκειται να γίνει τελικά από τέσσερις διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και την ελληνική Alpha Bank.

Επίσης, μόλις την Πέμπτη, το ευρωκοινοβούλιο απέρριψε ψήφισμα ακύρωσης της πώλησης των αεροδρομίων στη Fraport. Το αίτημα είχε κατατεθεί με πρωτοβουλία του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκου Χουντή, υπογραμμίζοντας πως οι όροι σύμβασης παραχώρησης των 14 κερδοφόρων περιφερειακών αεροδρομίων μεταξύ της Ελλάδας και της εταιρείας, είναι αποτέλεσμα πολιτικής πίεσης κατά κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλάπτουν τηο δημόσιο συμφέρον και τους εργαζόμενους, απειλούν τη συνδεσιμότητα, την εδαφική συνοχή, την κοινωνική ένταξη και τη νησιοτικότητα, και δεν συνάδουν με τους κανόνες της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων και δικαίου ανταγωνισμό.