Σύμφωνα με δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής, ανώτερες πηγές του υπουργείου αναφέρουν πως η σημαντική μείωση του αφορολόγητου, που θα προκύψει από την περικοπή της ισχύουσας έκπτωσης φόρου των 1.900 έως 2.100 ευρώ, έως και κατά 50%. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να συνοδευτεί από αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μη «χάσουν» τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται, μία τέτοια εξέλιξη τελεί υπό την έγκριση των εκπροσώπων των δανειστών, καθώς στόχος του υπουργείου είναι οι εισπράξεις του Δημοσίου να παραμείνουν ισοσκελισμένες.
Ξεκαθαρίζεται πάντως πως οι αναμενόμενες μειώσεις στα αφορολόγητα όρια θα ισχύουν από το 2019, με βάση τη μέχρι σήμερα πορεία των συζητήσεων με τους θεσμούς, όμως υπάρχει πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο η μείωση του αφορολόγητου να γίνει σε δυο δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη το 2018, εάν φυσικά η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές όσον αφορά το δημοσιονομικό κενό του συγκεκριμένου έτους παραμείνει στα 500 εκατ. ευρώ.
Όπως έχει προκύψει στις μέχρι στιγμής συζητήσεις με τους δανειστές, το αφορολόγητο πρόκειται να μειωθεί δραστικά, περί τα 5.000-5.500 ευρώ, πολύ χαμηλότερα από τα 8.500-9.500 που κινείται σήμερα για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες.
Σημειώνεται πως από μία τέτοια εξέλιξη, περίπου οι μισοί από τους μισθωτούς και συνταξούχους που μέχρι στιγμής δεν φορολογούνταν, θα βρεθούν εντός πεδίου φορολόγησης. Η επιβάρυνση γι' αυτούς αναμένεται από 22 ευρώ έως και 600 ευρώ.
Χρυσώνουν το χάπι
Ακριβώς επειδή η μείωση του αφορολόγητου θα επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό τη φορολογική βάση, το υπουργείο Οικονομικών φέρεται να εξετάζει «λύσεις» για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Συγκεκριμένα, ως αντιστάθμισμα μελετά τη μείωση του αρχικού συντελεστή φορολόγησης από το 22% είτε στο 19%, είτε ακόμη και στο 15%, καθώς και ταυτόχρονη μείωση των υπόλοιπων φορολογικών συντελεστών από 3 έως και 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι εξετάζονται και άλλα συνδυαστικά «πακέτα», που θα περιλαμβάνουν την ταυτόχρονη μείωση των συντελεστών φορολόγησης με μείωση και των εισοδηματικών ορίων που ισχύουν σήμερα, με στόχο να επιτυγχάνεται το ίδιο εισπρακτικό αποτέλεσμα.
Σχέδια που κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, αφού εντάσσονται στη «γραμμή» του ΔΝΤ, το οποίο και έχει ήδη προτείνει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου στις 5.000 ευρώ και παράλληλα:
μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες,
μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος στο 15% με 20%,
μείωση κατά μία μονάδα του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 23%.
Παράλληλα, σύμφωνα με τις μελέτες του ΥΠΟΙΚ, ο κατώτατος συντελεστής αναμένεται να μετακινηθεί από το 22% που ισχύει για εισοδήματα έως και 20.000 ευρώ, και να υποχωρήσει στο 19% ή στην καλύτερη περίπτωση στο 15%, τότε οι υπόλοιποι συντελεστές θα διαμορφωθούν ως εξής:
ο συντελεστής 29% που ισχύει για εισοδήματα από 20.001 – 30.000 ευρώ θα υποχωρήσει είτε στο 26% είτε στο 24%,
ο συντελεστής 37% για το κλιμάκιο από 30.001 έως 40.000 ευρώ θα «πέσει» στο 34% ή στο 32%,
ο υψηλός συντελεστής 45% για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ θα μειωθεί στο 42% ή στο 40%.
Επισημαίνεται επίσης, πως με βάση το χειρότερο σενάριο μείωσης των συντελεστών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, οι επιβαρύνσεις για όσους δηλώνουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ θα ξεπερνούν τα 750 ευρώ σε ετήσια βάση, για εισοδήματα από 20.000 έως 30.000 ευρώ θα φθάνουν τα 450 ευρώ, ενώ όσοι δηλώνουν πάνω από 40.000 ευρώ υπολογίζεται ότι θα είναι οι ευνοούμενοι του νέου συστήματος.
ΕΝΦΙΑ, ΔΕΗ και είδη διατροφής
Τέλος, στο δημοσίευμα σημειώνεται πως η κυβέρνηση εξετάζει και άλλα σενάρια για να πλαισιώσει την αισθητή μείωση του αφορολόγητου. Συγκεκριμένα:
τη μείωση κατά 35%-40% του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος θα αντικατασταθεί από τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, που θα πλήττει κυρίως τους έχοντες συνδυαστικά υψηλά εισοδήματα και μεγάλη περιουσία,
τη μείωση του ΦΠΑ στα τιμολόγια της ΔΕΗ και του φυσικού αερίου από το 13% στο 6%,
τη μείωση του ΦΠΑ για τις υπηρεσίες δημόσιων και ιδιωτικών μεταφορών από το 24% στο 13%,
τη μείωση του ΦΠΑ των βασικών συσκευασμένων και μεταποιημένων ειδών διατροφής και της εστίασης από το 24% στο 13%.
Οι παραπάνω προτάσεις, όπως και οι προηγούμενες, τελούν υπό την αίρεση των δανειστών, δεδομένων και των στόχων για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για τουλάχιστον μία πενταετία μετά το 2018.