του Θάνου Καμήλαλη
«Η διαπραγμάτευση έληξε θετικά» υποστήριξε ο Αλέξης Τσίπρας που πρόσθεσε ότι «χάσαμε και κερδίσαμε». Το τι χάσαμε είναι πλέον ξεκάθαρο. Η Ελλάδα υποχρεώνεται να λάβει μέτρα λιτότητας 3,6 δις. Μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, με στόχο για ακόμα μία φορά συντάξεις (1,8 δις) και αφορολόγητο (επίσης 1,8 δις), το 2019 και το 2020, δηλαδή 4 και 5 χρόνια αντίστοιχα μετά την τελευταία λαϊκή εντολή που έλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Παράλληλα ετοιμάζεται να νομοθετήσει, βάσει του νέου προσχεδίου μνημονίου, για χωρίς περιορισμούς άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, πώληση του 40% της ΔΕΗ, άρση του βέτο του υπουργείου Εργασίας σε ομαδικές απολύσεις, προώθηση του ανεξέλεγκτου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ κ.α.
Το τι κερδίσαμε αφορά μόνο αόριστες υποσχέσεις. Μία «υπόσχεση» των Ευρωπαίων για εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος (επί Σαμαρά η ίδια συμφωνία δεν είχε πάει και πολύ καλά), μία ακόμα άγραφη δέσμευση ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα εφαρμοστούν όταν η Ελλάδα βγει από τα μνημόνια και τα περίφημα «αντίμετρα», που υπήρχαν πάντα ως δυνατότητα της Ελλάδας εάν υπερβαίνει τους στόχους και θα βρίσκονται υπό αίρεση, όσο και εάν η κυβέρνηση ορκίζεται για το αντίθετο. Πρόκειται για την ίδια διαπραγμάτευση στα πλαίσια της οποίας η κυβέρνηση διεκδίκησε μείωση των πλεονασμάτων από το 3,5%, κανένα προληπτικό μέτρο, συνολική συμφωνία για μέτρα και χρέος, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και «ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα.
Είναι ομολογουμένως θαυμαστή η ικανότητα της κυβέρνησης να «αναδιπλώνεται» και να υποχωρεί από τις προηγούμενες θέσεις της σε διάστημα λίγων μηνών, ή ακόμα και λίγων ημερών (βλ. επίσης τα πρώην αντιδημοκρατικά προληπτικά μέτρα). Το Σάββατο ο Πρωθυπουργός έκανε μία δήλωση στην οποία υποστήριζε ότι με το πλεόνασμα 4,2% του 2016, η Ελλάδα «εξουδετέρωσε Σόιμπλε και ΔΝΤ». Την Τρίτη οι εξουδετερωμένοι δανειστές έστειλαν κείμενα μνημονίων 75 σελίδων στον εξουδετερωτή τους, χωρίς να υποχωρούν σε τίποτα από όσα είχαν δει το φως της δημοσιότητας το διάστημα πριν το τεράστιο ελληνικό πλεόνασμα και την αναθεώρηση των εκτιμήσεων του ΔΝΤ.
Το ίδιο συνέβη και με τον στόχο της κυβέρνησης για «συνολική πολιτική συμφωνία». Ή αλλιώς «τίποτα δεν έχει κλείσει αν δεν κλείσουν όλα» όπως το είχε θέσει ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Τελικά όλη αυτή η ρητορική της κυβέρνησης είχε ως αποτέλεσμα το «παίρνουμε τα μέτρα τώρα και για το χρέος βλέπουμε» συνοδευόμενο από μία αόριστη δέσμευση του Πρωθυπουργού ότι «θα ψηφίσουμε τα μέτρα για να πάρουμε λύση για το χρέος. Μια κυρίαρχη κυβέρνηση μπορεί να πάρει πίσω τα μέτρα αν δεν τηρηθεί μια συμφωνία».
Η θέση για «κυρίαρχη κυβέρνηση» όμως, δεν συνάδει με τις απόψεις για «Ελλάδα υπό επιτροπεία» και «κυβέρνηση με το πιστόλι στον κρόταφο» που επίσης εξέφρασε ο Αλέξης Τσίπρας στη χθεσινή του συνέντευξη. «Νομίζετε ότι δεν το έχω ξανακάνει;» αναρωτήθηκε ο Πρωθυπουργός για την πιθανότητα να πάρει πίσω τα μέτρα λιτότητας. «Πότε;» είναι η εύλογη απάντηση. Η μόνη φορά που η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προχώρησε σε «μονομερή ενέργεια» ήταν όταν μοίρασε το επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους, κίνηση που ακολουθήθηκε από τη «συγγνώμη» Τσακαλώτου στους θεσμούς και τη δέσμευση ότι δεν θα επαναληφθεί.
Ακόμα πάντως κι αν υιοθετήσει κανείς το πιο θετικό σενάριο, η ρύθμιση του χρέους δεν ισοδυναμεί με τα νέα σκληρά μέτρα λιτότητας που θα φέρει ως κόστος. Στην πραγματική οικονομία, στην Ελλάδα των 4 εκατ. φορολογούμενων με χρέη στην εφορία σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, των δεκάδων χιλιάδων κατασχέσεων το μήνα, των εργαζομένων με πραγματικό εισόδημα 100 ευρώ, είναι απορίας άξιoν το ποιου μεγέθους ρύθμιση για το χρέος (και ποια αντίμετρα, αν έρθουν) θα μπορέσει να αντισταθμίσει τον κοινωνικό αντίκτυπο της νέας σκληρής λιτότητας, μία δεκαετία σχεδόν μετά το «Καστελόριζο».
Εντυπωσιακό πάντως ήταν το λογικό σφάλμα του Τσίπρα όταν υποστήριξε (και μάλιστα δύο φορές) ότι «το ΔΝΤ ζητούσε στην αρχή της διαπραγμάτευσης 42 φορές παραπάνω μέτρα». Η άποψη Τσίπρα βασιζόταν στο ότι η πρόβλεψη του ΔΝΤ για το πλεόνασμα του 2016 ήταν 0,1% και τελικά το πλεόνασμα ανήλθε στο 4,2%, δηλαδή 42 φορές μεγαλύτερο. Ωστόσο αυτό δεν μεταφράζεται επ ουδενί σε «42 φορές περισσότερα μέτρα», (έτσι κι αλλιώς ο στόχος για πλεόνασμα το 2016 ήταν 0,5%. Να το πάρουμε ανάποδα: Η διαπραγμάτευση λήγει με μέτρα 3,6 δις, δηλαδή αν το ΔΝΤ όντως ζητούσε 42 φορές περισσότερα θα μιλούσαμε για μέτρα 130 δις (τα 2/3 του συνολικού ΑΕΠ της χώρας). Πρόκειται ίσως για την πιο άστοχη δήλωση της επταετίας, διάστημα που ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός.
Τέλος, μία αλήθεια του Πρωθυπουργού: Η μόνη «διαχρονική» άμυνα του Τσίπρα είναι η σύγκριση με τη ΝΔ, μια μάχη στην οποία, εύκολα ή δύσκολα, βγαίνει νικητής. Το 6-1 είναι σίγουρα καλύτερο από το 6-0. Είναι όμως αρκετό;