Επιμέλεια: Δημήτρης Λαμπρόπουλος
Όλα άρχισαν πριν από έναν αιώνα (πριν από 131 χρόνια) όταν η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργαζομένων, το 1884, ενέκρινε ένα ιστορικό ψήφισμα που διακήρυξε ότι «οκτώ ώρες θα αποτελούν τη νόμιμη εργασία μιας ημέρας από την 1η Μαΐου 1886 και μετά». Η Ομοσπονδία καλούσε να υποστηριχτεί με μαζικές απεργίες το αίτημα του 8ωρου, με κεντρικό σύνθημα «Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο».
600.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις απεργίες που γίνονταν σε όλη την χώρα, και πάνω από 80.000 στο Σικάγο. Αυτό το Σάββατο του 1886, μια εργάσιμη μέρα, οι εργάτες ξεκίνησαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να διαδηλώσουν ειρηνικά στο χώρο της συγκέντρωσης στην πλατεία Haymarket.
Ο Parsons, ένας πρωτοπόρος Αμερικάνος σοσιαλιστής και μετέπειτα εκδότης αναρχικής εφημερίδας, ρήτορας και αγωνιστής για τα εργατικά δικαιώματα, βάδιζε κοντά στην κεφαλή της πορείας. Η πορεία κατευθύνθηκε προς τη λίμνη Φροντ, όπου θα γίνονταν ομιλίες στα αγγλικά, στα τσέχικα, στα γερμανικά και τα πολωνικά. Ο Parsons μίλησε για την ακατανίκητη δύναμη της ενωμένης εργατικής τάξης. Ο Spies, τριάντα ενός χρόνων, εκδότης της γερμανόφωνης εργατικής εφημερίδας Arbeiter – Zeitung και εξίσου εύγλωττος στη μητρική του γλώσσα και στα αγγλικά, ήταν πολύ αγαπητός στους συγκεντρωμένους… Καθώς τα χειροκροτήματα για τον Spies έσβηναν, η Πρωτομαγιά ανήκε πια στο παρελθόν.
Το μνημείο στους μάρτυρες του Σικάγου με επιγραφή στη βάση του «Θα έρθει η μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που καταπνίγετε σήμερα»
Τη Δευτέρα η απεργία απλώθηκε και πολλές χιλιάδες εργατών του Σικάγου κατάκτησαν το οχτάωρο, ενώ η Επιτροπή Πολιτών εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Η αστυνομία, εξοργισμένη από τη διάψευση των υψηλών προσδοκιών της για την Πρωτομαγιά, παρηγορήθηκε κάπως χτυπώντας τους εργαζόμενους στο λοκ άουτ του εργοστασίου θεριστικών μηχανών του McCormick και βάζοντας μέσα 300 απεργοσπάστες.
Οι εργαζόμενοι άκουσαν μια ομιλία από τον αναρχικό August Spies, από τον οποίο ζητήθηκε να απευθυνθεί στη συγκέντρωση από την Κεντρική Ένωση Εργατών. Ενώ ο Spies μιλούσε, καλώντας τους εργάτες να σταθούν μαζί και να μην παραδοθούν στους εργοδότες, οι απεργοσπάστες άρχισαν να απομακρύνονται από τις εγκαταστάσεις McCormick.
Οι απεργοί, βοηθούμενοι από τους «lumber shovers» βγήκαν στο δρόμο και ανάγκασαν τους απεργοσπάστες να γυρίσουν πίσω στο εργοστάσιο. Ξαφνικά μια δύναμη 200 αστυνομικών έφτασε και, χωρίς καμιά προειδοποίηση, επιτέθηκε στο πλήθος με γκλομπς και περίστροφα. Σκότωσαν τουλάχιστον έναν απεργό, τραυμάτισαν σοβαρά άλλους πέντε ή έξι και τραυμάτισαν έναν απροσδιόριστο αριθμό.
O Spies πήγε στα γραφεία της Arbeiter – Zeitung και συνέταξε ένα κείμενο καλώντας τους εργαζομένους του Σικάγου να παρευρεθούν σε μια συνάντηση διαμαρτυρίας την επόμενη νύχτα.
Κατά τη διάρκεια των ομιλιών το πλήθος ήταν ειρηνικό. Ο δήμαρχος Carter Harrison, που ήταν παρών από την αρχή της συγκέντρωσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τίποτα δεν έμοιαζε να είναι πιθανό να συμβεί, που να απαιτήσει την παρέμβαση της αστυνομίας». Ενημέρωσε τον καπετάνιο της αστυνομίας John Bonfield για αυτό, και πρότεινε να σταλεί στο σπίτι της η μεγάλη δύναμη εφέδρων της αστυνομίας που περίμεναν στο αστυνομικό τμήμα.
Ήταν κοντά στις δέκα το βράδυ όταν ο Fielden έκλεινε τη συνάντηση. Έβρεχε δυνατά και περίπου 200 άνθρωποι είχαν παραμείνει στη πλατεία. Ξαφνικά μια αστυνομική δύναμη 180 ατόμων, διευθυνόμενη από τον Bonfield, εισέβαλε και διέταξε τους ανθρώπους να διασκορπιστούν αμέσως. Ο Fielden διαμαρτυρήθηκε λέγοντας «είμαστε ειρηνικοί».
Εκείνη τη στιγμή μια βόμβα ρίχτηκε στις τάξεις της αστυνομίας. Σκότωσε έναν, τραυμάτισε θανάσιμα έξι ακόμη και τραυμάτισε περίπου εβδομήντα άλλους. Η αστυνομία άνοιξε πυρ στους παρευρισκόμενους. Πόσοι ακριβώς πληγώθηκαν ή σκοτώθηκαν από τις σφαίρες της αστυνομίας δεν εξακριβώθηκε ποτέ.
Η κυριαρχία του τρόμου πέρασε πέρα από το Σικάγο. Ο τύπος και οι ιεροκήρυκες καλούσαν για εκδίκηση, επιμένοντας ότι η βόμβα ήταν «δουλειά» των σοσιαλιστών και των αναρχικών. Οι αίθουσες συνεδριάσεων, τα γραφεία των ενώσεων, οι έντυπες εργασίες και ιδιωτικά σπίτια δέχτηκαν επίθεση. Όλοι οι γνωστοί σοσιαλιστές και αναρχικοί συνελήφθησαν. Ακόμη και πολλοί ανίδεοι για το νόημα του σοσιαλισμού και του αναρχισμού συνελήφθησαν και βασανίστηκαν. «Κάντε τις επιδρομές πρώτα και κοιτάξτε το νόμο μετά» ήταν η δημόσια δήλωση του Julius Grinnell, κρατικού πληρεξούσιου.
Οκτώ άτομα δικάστηκαν ως «συμμέτοχοι σε φόνο». Ήταν ο Spies, ο Fielden, ο Parsons, και πέντε άλλοι αναρχικοί που είχαν επιρροή στο εργατικό κίνημα, ο Adolph Fischer, ο George Engel, ο Michael Schwab, ο Louis Lingg και ο Oscar Neebe.
Η δίκη άρχισε στις 21 Ιουνίου 1886 στο ποινικό δικαστήριο της περιοχής Cooke. Οι υποψήφιοι για το σώμα των ενόρκων δεν επιλέχτηκαν με το συνηθισμένο τρόπο της κλήρωσης ονομάτων από ένα κιβώτιο. Σε αυτήν την περίπτωση ένας ειδικός δικαστικός κλητήρας, που ορίστηκε από τον κρατικό πληρεξούσιο Grinnell, διορίστηκε από το δικαστήριο να επιλέξει τους υποψηφίους. Στην υπεράσπιση δεν επιτράπηκε να παρουσιάσει στοιχεία ότι ο ειδικός δικαστικός κλητήρας είχε δημόσια υποστηρίξει ότι «Διευθύνω αυτή την περίπτωση και ξέρω τι πρόκειται να κάνω. Αυτοί οι συνεργάτες πρόκειται να κρεμαστούν τόσο σίγουρα όσο ο θάνατος».
Οι μάρτυρες του Σικάγου: οι Parsons, Engel, Spies και Fischer κρεμάστηκαν, ο Lingg (στο κέντρο) αυτοκτόνησε στη φυλακή
Η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
Το 1892 έγινε η πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στην Ελλάδα, από τον Σοσιαλιστικό Σύλλογο του Καλλέργη. Το 1893, 2000 διαδήλωσαν ζητώντας οχτάωρο, κυριακάτικη αργία και κρατική ασφάλιση στα θύματα εργατικών ατυχημάτων. Το 1894, γίνεται μια μεγάλη συγκέντρωση με τα ίδια αιτήματα που λήγει με 10 συλλήψεις και τον Αύγουστο ακολουθεί σύλληψη του σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη.
Το 1936 έχουμε τους καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης. Τα γεγονότα ξεκίνησαν γύρω στο Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός. Δεν υπήρχε κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης. Σε μια συγκέντρωση στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, χωροφύλακες πυροβόλησαν και σκότωσαν 7-8 εργάτες. Με πυροβολισμούς προσπάθησαν να διαλύσουν και τις άλλες συγκεντρώσεις και συνολικά είχαμε τουλάχιστον 12 νεκρούς και 300 τραυματίες. Οι δολοφονίες των εργατών ήταν η έμπνευση του Ρίτσου για τον «Επιτάφιο».
Μετά τη σφαγή, λίγα λουλούδια…