του Glenn Greenwald για το The Intercept
Μπροστά σε αυτές τις ανακαλύψεις, εν γνώσει της έθεσε σε κίνδυνο την ελευθερία της για να φανερώσει στον κόσμο έγγραφα που θα αποκάλυπταν την αλήθεια, χωρίς να έχει προσδοκίες για κάποιο προσωπικό όφελος. Ως κάποιος που έχει περάσει χρόνια υποστηρίζοντας την ευγένεια των πράξεών της, η υποστήριξή μου προς την ίδια επικεντρώθηκε πάντα και από την αρχή στην ζωτική σημασία του υλικού που αποκάλυψε και το δικαίωμα του κοινού να το γνωρίζει.
Είναι πραγματικά δύσκολο να υπερεκτιμήσουμε τη σημασία αυτών των αποκαλύψεων: Εκτός από το να εκθέσουμε μερικά από τα πιο σκληρά στοιχεία της αδιάκριτης σφαγής από τον αμερικανικό στρατό που παρατηρήθηκαν εδώ και δεκαετίες, οι διαρροές βοήθησαν- ακόμη και σύμφωνα με τους πιο σκληρούς σκεπτικιστές απέναντι στο WikiLeaks όπως ο αρχισυντάκτης των New York Times, Μπιλ Κέλερ- να ξεκινήσει η Αραβική Άνοιξη. Ακόμα πιο σημαντικές είναι οι αποκαλύψεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι αμερικανοί στρατιώτες εκτέλεσαν ιρακινούς πολίτες, προχώρησαν σε μια βομβιστική επίθεση για να καλύψουν αυτό που έκαναν, εμπόδισαν την ιρακινή κυβέρνηση να παραχωρήσει στην κυβέρνηση του Ομπάμα την ασυλία των στρατευμάτων που επιδίωκε για να επεκτείνει τον πόλεμο στο Ιράκ.
Αν και η υπόθεση της Μάνινγκ έχει επηρεαστεί από τις μεταβαλλόμενες αντιλήψεις για το WikiLeaks με την πάροδο του χρόνου, στην πραγματικότητα αυτή αρχικά προσπάθησε να έρθει σε επαφή με παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης όπως οι New York Times, η Washington Post και το Politico με τις αποκαλύψεις της, αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει την προσοχή τους. Στις διαδικτυακές συνομιλίες που είχε με ένα δόλιο άτομο που της μίλησε και στη συνέχεια έγινε κυβερνητικός πληροφοριοδότης, δήλωσε ότι το κίνητρο της διαρροής ήταν μόνο για να προκαλέσει «παγκόσμια συζήτηση, ντιμπέιτς και μεταρρυθμίσεις», προσθέτοντας:
«Θέλω να δουν οι άνθρωποι την αλήθεια… ανεξάρτητα από το ποιοι είναι… επειδή χωρίς πληροφορίες, δεν μπορείτε να πάρετε τεκμηριωμένες αποφάσεις ως κοινό».
Μετά από αυτές τις αποκαλύψεις, η αμερικανική κυβέρνηση- όπως κάνει με αντανακλαστικό τρόπο- ισχυρίστηκε ότι η κυκλοφορία των εγγράφων θα έθετε σε κίνδυνο ζωές και ότι όσοι ήταν υπεύθυνοι για τη δημοσίευση των διαρροών είχαν «αίμα στα χέρια τους». Αλλά μετέπειτα έρευνες της Associated Press και της McClatchy βρήκαν εντελώς αβάσιμες αυτές τις κατηγορίες και τελικά, ακόμη και ο υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς γελοιοποίησε την υστερία των ισχυρισμών της κυβέρνησης σχετικά με τις ζημιές της διαρροής ως «υπερβολικά δουλεμένες».
Εν ολίγοις, αν και η Μάνινγκ απαξιωνόταν πολύ και απορρίφθηκε από τους περισσότερους κυρίαρχους κύκλους της Ουάσινγκτον, έκανε όλα όσα θα ήθελε κάποιος από έναν καταγγέλλοντα δυσλειτουργιών να κάνει: προσπάθησε να εξασφαλίσει ότι το κοινό θα μάθαινε την κρυφή διαφθορά και την εγκληματικότητα, με σκοπό να προωθήσει τη συζήτηση και να ενδυναμώσει τους πολίτες με γνώση που δεν θα έπρεπε ποτέ είχε αποκρυφτεί από αυτούς. Και τα έκανε όλα αυτά γνωρίζοντας ότι διακινδυνεύει να μπει στη φυλακή, αλλά ακολούθησε τις επιταγές της συνείδησής της και όχι το συμφέρον της.
Αλλά όσο γενναία και αν ήταν η αρχική διαρροή απόρρητων πληροφοριών, ο ηρωισμός της Μάνινγκ απλώς πολλαπλασιάστηκε από τότε, έγινε πιο πολύπλευρος και ανάλογος. Ως αποτέλεσμα, έχει εμπνεύσει αμέτρητους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε κανείς σχεδόν να πει ότι η διαρροή της από το 2010 στο WikiLeaks χάνεται στο παρασκήνιο όταν εκτιμά κανείς τον πραγματικό αντίκτυπό της ως άνθρωπος. Η γενναιότητά της και το φρόνημά της δεν ήταν μια έκρηξη της μιας φοράς: Ήταν η σταθερή στάση της τα τελευταία επτά χρόνια της φυλάκισης με την οποία κατά κάποιο τρόπο έδωσε στον εαυτό της σκοπό, αξιοπρέπεια και έμπνευση.
Το κυρίαρχο θέμα της φυλάκισης της Μάνινγκ ήταν η συνεχόμενη σκληρότητα απέναντί της. Το 2010, κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της κράτησής της σε αμερικανική στρατιωτική φυλακή της ναυτικής βάσης Κουάντικο στη Βιρτζίνια, άρχισα να ακούω αναφορές από μερικούς από τους εγκεκριμένους επισκέπτες της για τις εκδικητικές και κακοποιητικές συνθήκες του περιορισμού της: παρατεταμένη απομόνωση, παραμονή στο κελί μόνη της για ολόκληρη τη ημέρα, αδικαιολόγητη, πανταχού παρούσα παρακολούθηση, και ακόμα χειρότερα. Όταν κάλεσα τη φυλακή για να διερευνήσω αυτούς τους ισχυρισμούς, έμεινα έκπληκτος όταν ένας υπάλληλος της φυλακής μού επιβεβαίωσε, με το πιο αδιάφορο ύφος, την ακρίβειά τους.
Αυτό μου επέτρεψε να αναφέρω για πρώτη φορά ότι η Μάνινγκ ήταν φυλακισμένη «υπό συνθήκες που συνιστούν σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση και, σύμφωνα με τα πρότυπα πολλών εθνών, ακόμη και βασανιστήρια». Η έκθεση αυτή προκάλεσε μια μεγάλη διαμάχη, φτάνοντας στο τέλος στην παραίτηση του εκπρόσωπου του υπουργείου Εξωτερικών του Ομπάμα, Φ. Τζ. Κρόουλι, αφού καταδίκασε τη μεταχείριση της Μάνινγκ ως «γελοία, αναποτελεσματική και ηλίθια από την πλευρά του υπουργείου Άμυνας».
Αλλά αυτό αποδείχθηκε μόνο η αρχή της κακοποίησης που υπέστη. Αρκετούς μήνες μετά την έκθεσή μου, οι New York Times ανέφεραν ότι η Μάνινγκ υποβλήθηκε εσκεμμένα σε ταπεινωτικά τελετουργικά κατά τα οποία «ξεγυμνώθηκε και έμεινε γυμνή» στο κελί της «για επτά ώρες» και «έπρεπε να σταθεί γυμνή» έξω από το κελί κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης. Ήταν τότε, το 2011, που εμφανίστηκε η πρώτη αναφορά των αυτοκτονικών σκέψεων της Μάνινγκ. Η Διεθνής Αμνηστία κατήγγειλε τις συνθήκες κράτησής της ως «παραβίαση των υποχρεώσεων των ΗΠΑ βάσει διεθνών προτύπων και συνθηκών» και τελικά έκανε κάλεσμα για διαμαρτυρίες που θα απαιτήσουν την παύση της κακοποίησης.
Παρόλα αυτά, ήταν δύσκολο να υπάρξει μεγάλη δημόσια ή δημοσιογραφική υποστήριξη για την Μάνινγκ: Πολλοί στη δεξιά θεωρούσαν τους πληροφοριοδότες ως προδότες και έτσι χάρηκαν για τα βάσανά της, ενώ πολλοί φιλελεύθεροι πιστοί στον Ομπάμα πραγματικά διακωμώδησαν την κακοποίηση που υπέστη η Μάνινγκ. Αλλά τελικά, ο ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τα βασανιστήρια διερεύνησε τους όρους της φυλάκισης της Μάνινγκ και κατέληξε το 2012 ότι «ο αμερικανικός στρατός ήταν τουλάχιστον ένοχος για σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση» και ότι «επιβάλλοντας σοβαρές τιμωρητικές συνθήκες κράτησης σε κάποιον που δεν έχει κριθεί ένοχος για οποιοδήποτε έγκλημα αποτελεί παραβίαση του δικαιώματός του για σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα καθώς και του τεκμηρίου αθωότητάς του».
Όλες οι διαμάχες που δημιουργήθηκαν από αυτές τις αναφορές υποχρέωσαν τελικά την κυβέρνηση Ομπάμα να την μεταφέρει από το Κουάντικο σε μια πιο εξειδικευμένη, αλλά θλιβερή πάλι φυλακή, στη μέση του Κάνσας, σε στρατιωτική βάση στο Φορτ Λίβενγουορθ, όσο περίμενε τη δίκη της. Ενώ η φυλάκισή της στη συνέχεια έγινε πιο ομαλή, ο ηρωισμός της πολλαπλασιάστηκε σε εντελώς νέα επίπεδα.
Τον Ιούλιο του 2013, η Μάνινγκ καταδικάστηκε για πολλαπλές περιπτώσεις «κατασκοπείας» (αν και απαλλάχθηκε από την πιο σοβαρή κατηγορία που υπέστη: την προδοσία που ισοδυναμεί με «βοήθεια στον εχθρό»). Στις 21 Αυγούστου καταδικάστηκε σε 35 χρόνια φυλάκισης. Στις 22 Αυγούστου- την επόμενη μέρα- εξέδωσε τη δήλωσή της ονομάζοντας τον εαυτό της ως Τσέλσι Μάνινγκ, μια τρανς γυναίκα και ζήτησε να λάβει από τις στρατιωτικές αρχές την ιατρική θεραπεία που χρειαζόταν για να ολοκληρώσει τη μετάβασή της:
Δεδομένου του τρόπου που αισθάνομαι και έχω αισθανθεί από την παιδική μου ηλικία, θέλω να αρχίσω την ορμονοθεραπεία το συντομότερο δυνατό. Ελπίζω ότι θα με υποστηρίξετε σε αυτήν τη μετάβαση. Ζητώ επίσης, από σήμερα, να αναφέρεστε σε εμένα με το νέο όνομά μου και να χρησιμοποιήσετε τη θηλυκή αντωνυμία (εκτός από την επίσημη αλληλογραφία στην εγκατάσταση της φυλακής).
Είναι δύσκολο να περιγραφεί το θάρρος και η αποφασιστικότητα που απαιτήθηκε. Λιγότερο από 24 ώρες αφότου έμαθε ότι είχε σταλθεί να περάσει τα επόμενα 35 χρόνια σε μια στρατιωτική φυλακή, αναγνώρισε δημοσίως τον εαυτό της ως την τρανς γυναίκα που είναι και ζήτησε την ιατρική θεραπεία την οποία δικαιούται σύμφωνα με τον νόμο και την ηθική.
Για να κατανοήσουμε πραγματικά τη γενναιότητα που απαιτούνταν, είναι απαραίτητο να καταλάβουμε την κατάστασή της εκείνη τη στιγμή. Το 2015 την επισκέφθηκα στο Φορτ Λίβενγουορθ. Για να φτάσεις εκεί, πρέπει να πετάξεις στην πόλη του Κάνσας και στη συνέχεια να οδηγήσεις πάνω από μία ώρα στο δάσος του Κάνσας, στην παροιμιώδη μέση του πουθενά. Φτάνεις σε μια ανοιχτή, τελείως στρατιωτικοποιημένη βάση, στο Φορτ Λίβενγουορθ, όπου ήταν αρκετά δύσκολο να αποκτήσεις πρόσβαση. Κατά την είσοδο, κάποιος σε οδηγεί άλλα 15 με 20 λεπτά βαθιά στη στρατιωτική βάση για να φτάσεις στη στρατιωτική φυλακή, η οποία είναι ένας λαβύρινθος κελιών και μέτρων ασφαλείας που πρέπει να περάσεις για να την συναντήσεις τελικά κάπου στα έγκατα της φυλακής.
Εν ολίγοις, είναι σχεδόν αδύνατο να είμαστε πιο απομονωμένοι, πιο αποκομμένοι από την κοινωνία, από ότι η Τσέλσι Μάνινγκ. Το να αποκαλύπτεσαι ως τρανς άτομο και να ξεκινάς τη διαδικασία μετάβασης είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και υπό τις καλύτερες συνθήκες. Οι μετανάστες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ασύγκριτα κοινωνικά εμπόδια- συμπεριλαμβανομένης μιας επιδημίας της βίας- ακόμη και όταν έχουν βοήθεια από δίκτυα υποστήριξης μέσα σε προοδευτικές πόλεις. Αλλά για να το κάνεις αυτό, ενώ βρίσκεσαι σε στρατιωτική φυλακή, στη μέση του Κάνσας, όπου η καθημερινή σου ζωή εξαρτάται αποκλειστικά από τους στρατιωτικούς δεσμοφύλακές σου, είναι τόσο απίστευτα δύσκολο όσο και απίστευτα θαρραλέο.
Οι αγώνες της Μάνινγκ στη φυλακή, συμπεριλαμβανομένων των αποπειρών αυτοκτονίας και των τρομερά σκληρών ποινών για αυτές, δημοσιοποιήθηκαν.
Παρόλο που η στρατιωτική φυλακή της έδωσε απρόθυμα κάποια από τη θεραπεία που ζήτησε, οι αρχές επέβαλαν και μικροπρεπείς περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης να την αφήσουν να μακρύνει τα μαλλιά της και την μη παροχή ενός μεγάλου μέρους της υποστήριξης που χρειαζόταν.
Ως ένας από τους λίγους ανθρώπους στον κατάλογο εγκεκριμένων επισκεπτών, πέρασα πολλές ώρες στο τηλέφωνο μαζί της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η εμπειρία της, τόσο στη φυλακή γενικά όσο και με τη συγκεκριμένη μετάβαση, ήταν γεμάτη με εντελώς αδικαιολόγητες προκλήσεις και δυσκολίες που προκλήθηκαν από την κακοβουλία ή την άγνοια των αρχών της φυλακής.
Αλλά αυτό που είναι τελικά το πιο εντυπωσιακό με την Τσέλσι Μάνινγκ είναι η αδιάκοπη επιμονή της. Με τους πιο ταπεινούς αλλά αποφασιστικούς τόνους, επιμένει να ακολουθεί αυτό που ξέρει ότι είναι η σωστή πορεία, ανεξάρτητα από τους κινδύνους και το τίμημα. Και με αυτόν τον τρόπο, πολύ πέρα από τις αρχικές ενέργειες καταγγελίας δυσλειτουργιών, έγινε μια ηρωίδα των LGBT σε όλο τον κόσμο και πολλών άλλων ανθρώπων, απαιτώντας το δικαίωμα της να είναι αυτή που είναι και να ζει ελεύθερα, ακόμη και κάτω από τις πιο καταπιεστικές συνθήκες.
Αυτή δεν είναι μια περίπτωση όπου προφασίζομαι δημοσιογραφική αντικειμενικότητα ή ουδετερότητα. Θεωρώ την Τσέλσι Μάνινγκ ως μια από τιςς μεγαλύτερες ηρωίδες αυτής της γενιάς, καθώς και μια πολύτιμη φίλη. Ενώ η απελευθέρωσή της σήμερα είναι κάπως γλυκόπικρη- πώς μπορεί κάποιος να ξεχάσει την τεράστια αδικία του ότι πέρασε σχεδόν όλη τη δεκαετία των 20 της φυλακισμένη επειδή έκανε κάτι που αξίζει τη συλλογική μας ευγνωμοσύνη, και την συνεχόμενη κακοποίηση που υπέστη;- είμαι συγκινημένος που τελικά θα ζήσει ως ελεύθερη γυναίκα και είμαι απίστευτα ενθουσιασμένος για το τι μπορεί να επιτύχει, πώς μπορεί να εμπνεύσει τους ανθρώπους, τώρα που τελικά απελευθερώθηκε.
Τελικά, αυτό που καθιστά την Τσέλσι Μάνινγκ μοναδική δεν είναι τόσο ο πολιτικός ηρωισμός της, αλλά μάλλον ο τρόπος με τον οποίο έχει προσωπικά προχωρήσει στην ζωή της μετά από αυτό. Όπως ανέφερα στην επιστολή που έγραψα για να υποστηρίξω το αίτημά της για επιείκεια, είναι το πιο ενσυναίσθητο και συμπονετικό πρόσωπο που έχω γνωρίσει ποτέ. Όταν μιλούσα μαζί της, ήταν δύσκολο για μένα να συγκρατώ την οργή και τη δυσαρέσκειά μου για την κακοποίηση που υπέστη και συνέχισε να υποφέρει. Ωστόσο, δεν έδειξε ούτε μοιράστηκε ποτέ εκείνον το θυμό μου, αντιθέτως υποστήριζε συχνά εκείνους που την αδίκησαν, δείχνοντας ενσυναίσθηση για τη δικιά τους δύσκολη θέση και έδινε ελαφρυντικά για τη συμπεριφορά τους.
Βεβαίως, η μετάβασή της πίσω στην ελευθερία δεν θα είναι εύκολη. Βρισκόταν στη φυλακή από τότε που ήταν 22 ετών. Ξέρει ότι είναι ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο που προκαλεί πολώσεις και δεν είναι σίγουρη για το τι ζωή την περιμένει έξω από το Φορτ Λίβενγουορθ. Θα πρόκειται φυσικά για μια τεράστια προσαρμογή από όλες τις απόψεις.
Αλλά η Μάνινγκ είναι ένας από τους πιο ευφυείς, ευχάριστους και εμπνευσμένους ανθρώπους που θα μπορούσε κανείς να ελπίζει να συναντήσει. Υπάρχει τεράστιος θαυμασμός και υποστήριξη προς αυτήν σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως αποδεικνύεται από την απίστευτα επιτυχημένη εκστρατεία συγκέντρωσης χρημάτων για τη διευκόλυνση της μετάβασης της μετά τη φυλακή. Όπου και αν μίλησα ανά τον κόσμο, η απλή αναφορά στο όνομά της προκάλεσε πάντα τα καλύτερα σχόλια για αυτήν. Όλα αυτά- βλέποντας πόση αγάπη και ευγνωμοσύνη υπάρχει γι’ αυτήν- αναμφισβήτητα θα την ενδυναμώσουν σε ό,τι και αν επιλέξει να κάνει.
Είναι σπάνιο, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, να βρεις έμπνευση σε οποιαδήποτε πολιτική ιστορία. Αλλά η τελευταία δεκαετία της ζωής της Τσέλσι Μάνινγκ, και οι προοπτικές που έχει τώρα για το μέλλον, είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις. Δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε το τι συνέβη σε αυτήν: Υπάρχει πολλή αδικία, κακό και οργή στην ιστορία της. Αλλά ο τρόπος που έχει εμπνεύσει τόσους πολλούς και το γεγονός ότι σήμερα είναι αληθινά ελεύθερη είναι ένας λόγος για έναν πραγματικό εορτασμό και για μια πολύτιμη υπενθύμιση για το πώς οι άνθρωποι, μέσω ενεργειών καθαρά συνείδησης και αποφασιστικότητας, μπορούν να αλλάξουν από μόνοι τους τον κόσμο προς το καλύτερο.