Του Κωνσταντίνου Πουλή
Ο Θ. Αγγελόπουλος υπήρξε μεγάλος σκηνοθέτης, σκηνοθέτης αριστουργημάτων. Η τεράστια διεθνής αναγνώρισή του όμως (αναγνώριση που την άξιζε και με το παραπάνω, να συμπληρώσω) δεν προσθέτει τίποτε σε αυτό. Όταν κανείς υπερασπίζεται τον Αγγελόπουλο επικαλούμενος τους επαίνους του Σκορτσέζε, αντιλαμβανόμαστε αμέσως τη βαθιά σύγχυση που έχει μολύνει τα κριτήριά μας. Αλλά ακόμη και αν δεν πρόκειται για τον Σκορτσέζε, αλλά για τον Κουροσάβα και τον Αντονιόνι, τι σημασία έχει η υποκειμενική προτίμηση ενός δημιουργού, ακόμα και ιδιοφυούς; Εξάλλου οι κολοσσοί μπορούν, και συμβαίνει ενίοτε, να λένε ανοησίες, δεν υπάρχει μέτρο της καταξίωσης τέτοιο που να εξασφαλίζει ότι από ένα επίπεδο και μετά έχει κανείς πάντα δίκιο. Περιττεύει να θυμίσουμε τις ουρανομήκεις χοντράδες του Βολταίρου ή του Τολστόι εναντίον του Σαίξπηρ. Ή αντίστροφα: ο Σοστακόβιτς και ο Καμύ ήταν μπαλαδόροι. Το ότι πρόκειται για τον Σοστακόβιτς και τον Καμύ δεν αλλάζει το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο με αφήνει αδιάφορο. Αγωνία της ελευθερίας θα πει ότι τελικά πάντα θα έρθει η ώρα που θα χρειαστεί να διακινδυνεύσουμε λέγοντας μια γνώμη, που θα είναι απλώς και μόνο η γνώμη μας, για την οποία αναλαμβάνουμε την ευθύνη. Από αυτό δεν απαλλασσόμαστε, όσες διασημότητες και αν συντάξουμε στο πλευρό μας. Η χαρά γιατί ένας καλλιτέχνης μας θαυμάζεται στην Εσπερία προδίδει μάλλον επαρχιωτισμό. Εξάλλου, ποιος να εξηγήσει στο διεθνές κοινό τι είναι για τη λογοτεχνία μας ο Παπαδιαμάντης ή για το τραγούδι μας ο Ξυλούρης; Και ποιος θα καταλάβει; Όσο για την πατρίδα μας, προσωπικώς δηλώνω ανοσία στην εθνική περηφάνια. Δεν τις κάναμε μαζί τις ταινίες ο Αγγελόπουλος κι εγώ. Όπως δεν θέλω λοιπόν να με τσουβαλιάζουν με συμπολίτες μου διεφθαρμένους και διαφθορείς, δεν θέλω και να παινεύομαι για έργα που τα έφτιαξε κάποιος άλλος, επειδή γεννηθήκαμε στον ίδιο τόπο.
Η συζήτηση για τον Αγγελόπουλο γίνεται πάντα σαν συζήτηση μεταξύ συζύγων που έχουν ήδη τσακωθεί δέκα φορές και τώρα ετοιμάζονται να χωρίσουν. Είμαστε από την αρχή στα κόκκινα: με κακίες, ειρωνεία, προσωπικές προσβολές (κομπλεξικοί όσοι τον κρίνουν, γελοίοι όσοι τον υποστηρίζουν), σαν να μη μένει τίποτε άλλο από το να σηκώσει κανείς τα μανίκια για καβγά. Εδώ και καιρό έχω πάψει να νιώθω για τις πιο πρόσφατες ταινίες του Αγγελόπουλου τη συγκίνηση που ένιωσα όταν πρωτοείδα τον «Θίασο», το «Ταξίδι στα Κύθηρα» ή το «Μετέωρο βήμα του πελαργού». Όμως ο ορυμαγδός των έξαλλων σχολίων, και της ειρωνείας αλλά και του θαυμασμού, είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, με κοινό χαρακτηριστικό την αντιπνευματικότητα.
Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε; Να αφήσουμε κατά μέρος τα βραβεία, να αφήσουμε τα χαρακτηρολογικά του σκηνοθέτη, και να κουβεντιάσουμε για τις ταινίες, για τις αρετές και τις αδυναμίες τους. Αυτό δεν είναι εύκολο. Οι συζητήσεις που καταλήγουν στο «πάντως εμένα μου αρέσει» ή στο να μας θυμίζουν τα διεθνή βραβεία, είναι χάσιμο χρόνου. Ταυτοχρόνως, αυτό που επιχειρεί η κριτική είναι ένα αδύνατο έργο: να επιχειρηματολογήσει για τη συγκίνηση. Να μεταφέρει δηλαδή αυτό που κατ’ εξοχήν δεν μεταφέρεται, αυτό που μας συμβαίνει όταν ζούμε μια καλλιτεχνική εμπειρία (εξαιρώ τις ακαδημαϊκές έρευνες που ευφραίνονται εφαρμόζοντας θεωρητικά μοντέλα, μια που εκεί η συγκίνηση είναι όρος απαγορευμένος). Με αυτή την έννοια, ο Αγγελόπουλος απευθύνεται στον μελλοντικό ποιητή (κάθε είδους και κάθε τέχνης) που θα θελήσει να μας απευθυνθεί με υλικά από τα έργα του παρελθόντος. Δεν παραγνωρίζω την πολιτική διάσταση μιλώντας για συγκίνηση, είναι προφανής και μάλιστα σε περίοπτη θέση. Αλλά το ζήτημα σε ένα καλλιτεχνικό έργο που καταπιάνεται με την πολιτική δεν είναι οι ιδέες, είναι οι άνθρωποι που ζουν με αυτές τις ιδέες ή που υφίστανται τις συνέπειές τους. Στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» είναι οι πνιγμένοι μετανάστες με τους οποίους ξεκινά η ταινία, είναι το μήνυμα που αφήνει ο Μαστρογιάνι εγκαταλείποντας τη ζωή του. Γι’ αυτό πρόκειται για ταινίες και όχι για μανιφέστα, γιατί ενδιαφέρει η σάρκα των ανθρώπων καθώς ζουν την πολιτική, όχι τα λόγια μόνο. Δεν είναι της ώρας μια λεπτομερής ανάγνωση κάποιας από τις ταινίες του μεγάλου σκηνοθέτη. Μπορούμε όμως να θέσουμε το ζήτημα των κριτηρίων: πώς θα θέλαμε να γινόταν η συζήτηση για το έργο του. Θα έλεγα πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η δουλειά του υμνητή είναι να απολαμβάνει και να εμπνέεται από τα έργα που αγαπά, και η δουλειά του είρωνα είναι να βρει μια άλλη δουλειά. Τολμώ να πω ότι αν η κριτική είχε ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον, να διακρίνει την ήρα από το στάρι, με σπουδή και χωρίς κορώνες, ίσως ο Αγγελόπουλος να μας είχε αφήσει ακόμη περισσότερες σπουδαίες ταινίες.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Ο Θ. Αγγελόπουλος υπήρξε μεγάλος σκηνοθέτης, σκηνοθέτης αριστουργημάτων. Η τεράστια διεθνής αναγνώρισή του όμως (αναγνώριση που την άξιζε και με το παραπάνω, να συμπληρώσω) δεν προσθέτει τίποτε σε αυτό. Όταν κανείς υπερασπίζεται τον Αγγελόπουλο επικαλούμενος τους επαίνους του Σκορτσέζε, αντιλαμβανόμαστε αμέσως τη βαθιά σύγχυση που έχει μολύνει τα κριτήριά μας. Αλλά ακόμη και αν δεν πρόκειται για τον Σκορτσέζε, αλλά για τον Κουροσάβα και τον Αντονιόνι, τι σημασία έχει η υποκειμενική προτίμηση ενός δημιουργού, ακόμα και ιδιοφυούς; Εξάλλου οι κολοσσοί μπορούν, και συμβαίνει ενίοτε, να λένε ανοησίες, δεν υπάρχει μέτρο της καταξίωσης τέτοιο που να εξασφαλίζει ότι από ένα επίπεδο και μετά έχει κανείς πάντα δίκιο. Περιττεύει να θυμίσουμε τις ουρανομήκεις χοντράδες του Βολταίρου ή του Τολστόι εναντίον του Σαίξπηρ. Ή αντίστροφα: ο Σοστακόβιτς και ο Καμύ ήταν μπαλαδόροι. Το ότι πρόκειται για τον Σοστακόβιτς και τον Καμύ δεν αλλάζει το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο με αφήνει αδιάφορο. Αγωνία της ελευθερίας θα πει ότι τελικά πάντα θα έρθει η ώρα που θα χρειαστεί να διακινδυνεύσουμε λέγοντας μια γνώμη, που θα είναι απλώς και μόνο η γνώμη μας, για την οποία αναλαμβάνουμε την ευθύνη. Από αυτό δεν απαλλασσόμαστε, όσες διασημότητες και αν συντάξουμε στο πλευρό μας. Η χαρά γιατί ένας καλλιτέχνης μας θαυμάζεται στην Εσπερία προδίδει μάλλον επαρχιωτισμό. Εξάλλου, ποιος να εξηγήσει στο διεθνές κοινό τι είναι για τη λογοτεχνία μας ο Παπαδιαμάντης ή για το τραγούδι μας ο Ξυλούρης; Και ποιος θα καταλάβει; Όσο για την πατρίδα μας, προσωπικώς δηλώνω ανοσία στην εθνική περηφάνια. Δεν τις κάναμε μαζί τις ταινίες ο Αγγελόπουλος κι εγώ. Όπως δεν θέλω λοιπόν να με τσουβαλιάζουν με συμπολίτες μου διεφθαρμένους και διαφθορείς, δεν θέλω και να παινεύομαι για έργα που τα έφτιαξε κάποιος άλλος, επειδή γεννηθήκαμε στον ίδιο τόπο.
Η συζήτηση για τον Αγγελόπουλο γίνεται πάντα σαν συζήτηση μεταξύ συζύγων που έχουν ήδη τσακωθεί δέκα φορές και τώρα ετοιμάζονται να χωρίσουν. Είμαστε από την αρχή στα κόκκινα: με κακίες, ειρωνεία, προσωπικές προσβολές (κομπλεξικοί όσοι τον κρίνουν, γελοίοι όσοι τον υποστηρίζουν), σαν να μη μένει τίποτε άλλο από το να σηκώσει κανείς τα μανίκια για καβγά. Εδώ και καιρό έχω πάψει να νιώθω για τις πιο πρόσφατες ταινίες του Αγγελόπουλου τη συγκίνηση που ένιωσα όταν πρωτοείδα τον «Θίασο», το «Ταξίδι στα Κύθηρα» ή το «Μετέωρο βήμα του πελαργού». Όμως ο ορυμαγδός των έξαλλων σχολίων, και της ειρωνείας αλλά και του θαυμασμού, είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, με κοινό χαρακτηριστικό την αντιπνευματικότητα.
Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε; Να αφήσουμε κατά μέρος τα βραβεία, να αφήσουμε τα χαρακτηρολογικά του σκηνοθέτη, και να κουβεντιάσουμε για τις ταινίες, για τις αρετές και τις αδυναμίες τους. Αυτό δεν είναι εύκολο. Οι συζητήσεις που καταλήγουν στο «πάντως εμένα μου αρέσει» ή στο να μας θυμίζουν τα διεθνή βραβεία, είναι χάσιμο χρόνου. Ταυτοχρόνως, αυτό που επιχειρεί η κριτική είναι ένα αδύνατο έργο: να επιχειρηματολογήσει για τη συγκίνηση. Να μεταφέρει δηλαδή αυτό που κατ’ εξοχήν δεν μεταφέρεται, αυτό που μας συμβαίνει όταν ζούμε μια καλλιτεχνική εμπειρία (εξαιρώ τις ακαδημαϊκές έρευνες που ευφραίνονται εφαρμόζοντας θεωρητικά μοντέλα, μια που εκεί η συγκίνηση είναι όρος απαγορευμένος). Με αυτή την έννοια, ο Αγγελόπουλος απευθύνεται στον μελλοντικό ποιητή (κάθε είδους και κάθε τέχνης) που θα θελήσει να μας απευθυνθεί με υλικά από τα έργα του παρελθόντος. Δεν παραγνωρίζω την πολιτική διάσταση μιλώντας για συγκίνηση, είναι προφανής και μάλιστα σε περίοπτη θέση. Αλλά το ζήτημα σε ένα καλλιτεχνικό έργο που καταπιάνεται με την πολιτική δεν είναι οι ιδέες, είναι οι άνθρωποι που ζουν με αυτές τις ιδέες ή που υφίστανται τις συνέπειές τους. Στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» είναι οι πνιγμένοι μετανάστες με τους οποίους ξεκινά η ταινία, είναι το μήνυμα που αφήνει ο Μαστρογιάνι εγκαταλείποντας τη ζωή του. Γι’ αυτό πρόκειται για ταινίες και όχι για μανιφέστα, γιατί ενδιαφέρει η σάρκα των ανθρώπων καθώς ζουν την πολιτική, όχι τα λόγια μόνο. Δεν είναι της ώρας μια λεπτομερής ανάγνωση κάποιας από τις ταινίες του μεγάλου σκηνοθέτη. Μπορούμε όμως να θέσουμε το ζήτημα των κριτηρίων: πώς θα θέλαμε να γινόταν η συζήτηση για το έργο του. Θα έλεγα πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η δουλειά του υμνητή είναι να απολαμβάνει και να εμπνέεται από τα έργα που αγαπά, και η δουλειά του είρωνα είναι να βρει μια άλλη δουλειά. Τολμώ να πω ότι αν η κριτική είχε ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον, να διακρίνει την ήρα από το στάρι, με σπουδή και χωρίς κορώνες, ίσως ο Αγγελόπουλος να μας είχε αφήσει ακόμη περισσότερες σπουδαίες ταινίες.