της Μυρτώς Ράις
Σε πρόσφατο άρθρο της, με τίτλο «Τα τέσσερα έτη του Σύριζα στον πολιτισμό», η «Καθημερινή» επιχειρεί έναν απολογισμό των τεσσάρων υπουργών Πολιτισμού της απερχόμενης κυβέρνησης. Ανεξάρτητα από το αν τα έργα αξιολογούνται θετικά ή αρνητικά, διαφαίνεται ότι προσέκρουσαν σε παθογένειες και δυσλειτουργίες ενός συστήματος που δεν θεραπεύεται σε μια τετραετία. Πράγματι λοιπόν πολλά παραμένουν ανολοκλήρωτα. Ωστόσο, η ανάγνωση του άρθρου γεννά έναν άλλον, βαθύτερο, προβληματισμό. Απομονώνοντας τη συγκεκριμένη τετραετία, εξετάζοντάς την δηλαδή σαν στιγμή και όχι σαν κομμάτι μιας πορείας, το άρθρο, ίσως άθελά του, νομιμοποιεί την αντίληψη ότι η ασυνέχεια των θεσμών είναι κάτι το κανονικό. Δεδομένου ότι το νόημα των θεσμών δεν είναι άλλο από την εξασφάλιση μιας συνέχειας, τι σημαίνει και τι επιπτώσεις έχει η κανονικοποίηση της ασυνέχειάς τους;
Στις πρόσφατες συζητήσεις περί πολιτιστικής πολιτικής, μια από τις έντονες ανησυχίες ήταν αυτή της διακοπής των όσων έχουν δρομολογηθεί. Εν όψει των επικείμενων εκλογών, η ανησυχία έχει μετατραπεί σε γενικό μούδιασμα. Γιατί παρά τις όποιες καθυστερήσεις, παρά τους αγνοημένους τομείς, το υπουργείο Πολιτισμού, μετά την εποχή όπου τα πάντα μόνο «κόβονταν», προσπαθεί να αποκτήσει ξανά πολιτική υπόσταση. Γιατί, επίσης, το διαρκές ράβε-ξήλωνε απαγορεύει την εμβάθυνση των προσπαθειών και τον απαραίτητο αναστοχασμό τους. Άπειρες εργατοώρες πετιούνται έτσι στα σκουπίδια, αποκαμώνοντας αφενός τους εργαζόμενους των υπουργείων, και δίνοντας αφετέρου λαβή σε όσους επιζητούν την αποσάθρωση του δημοσίου. Γιατί, τέλος, η αβεβαιότητα που προξενεί το ράβε-ξήλωνε γεννά οπορτουνισμό. Το «φάε τώρα που ‘χει» γίνεται ζωτικό αντανακλαστικό, και εν τέλει ολόκληρη κοσμοθεωρία. Η αρπαχτή κάνει το σύστημα και το σύστημα την αρπαχτή.
Η ασυνέχεια των θεσμών συνδέεται εξάλλου με τον συγκεντρωτισμό που τους μαστίζει. Αφού η συνέχιση των δρομολογημένων πολιτικών δεν είναι υποχρέωσή τους, αφού δεν ελέγχονται με βάση δημόσια συμφωνημένα οράματα και στόχους, οι λεγόμενες, ως εκ τούτου, «καρέκλες» δεν είναι παρά προσωποπαγείς θέσεις. Όπου ενίοτε συμβαίνει η ακύρωση των πεπραγμένων του προκατόχου να είναι η μόνη απόδειξη της ελάχιστης ύπαρξης του κατόχου. Οι κρατικές διευθύνσεις γίνονται χώροι ιδιώτευσης. Κι η αυθαιρεσία είναι αλά καρτ.
Η «λευκή βίβλος για την πολιτική στο πεδίο του σύγχρονου πολιτισμού» που το υπουργείο Πολιτισμού εκπόνησε το 2012 ήταν αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της διαπίστωσης. Όπως αναφέρεται στο κείμενο «ο τομέας [του σύγχρονου πολιτισμού] δεν έχει αποτελέσει μέχρι σήμερα αντικείμενο συγκροτημένης και συνολικής αντιμετώπισης από την Πολιτεία, με αποτέλεσμα την αδυναμία του Υπουργείου να λειτουργεί με γνώση, στόχευση και αποτελεσματικότητα». Η διάθεση συγκρότησης και εξυγίανσης περικόπηκε με τα μνημόνια, πριν προλάβει να εφαρμοστεί το οτιδήποτε. Και η ασυνέχεια συνεχίστηκε.
Επιστρέφοντας στον κίνδυνο ακύρωσης των όσων έχουν ξεκινήσει, τα ερωτήματα που μένουν μετέωρα είναι πολλά και σημαντικά. Μερικά παραδείγματα:
Το ΥΠΠΟ θεσμοθέτησε αυτό που συζητιέται εδώ και πολλά χρόνια, το να επιλέγονται δηλαδή με διαγωνισμό οι διευθυντές των δημόσιων πολιτιστικών οργανισμών (όπως συνέβη μόλις με τη νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, όπως θα συμβεί στο άμεσο μέλλον με το Εθνικό θέατρο, το Φεστιβάλ Αθηνών και το ΕΜΣΤ). Η Όλγα Κεφαλογιάννη, θίγοντας το ζήτημα της καθυστερημένης ανακοίνωσης των προκηρύξεων, άφησε να εννοηθεί η προτίμησή της στην ανάθεση. Η ασυνέχεια μπορεί άρα να επιβληθεί με πρόφαση τις πρώτες δυσκολίες που η εφαρμογή αυτής της αλλαγής αντιμετώπισε και αδιαφορώντας για το ότι είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί η βελτίωση των εν λόγω οργανισμών. Ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν δημόσια συμφωνημένη αποστολή για την οποία θα λογοδοτούν και βάσει της οποίας θα ελέγχονται.
Το ΥΠΠΟ πήρε φέτος, για πρώτη φορά στην ιστορία του, την πρωτοβουλία να επιχορηγήσει πολιτιστικές δράσεις που αντιλαμβάνονται τον πολιτισμό όχι σαν κάτι έξω από τη ζωή αλλά σαν φορέα μιας συμπεριληπτικής κοινωνίας. Τι τύχη θα έχει αυτή η διεύρυνση του ορισμού του πολιτισμού με την ενδεχόμενη αλλαγή κυβέρνησης ή/και υπουργού;
Και υπάρχουν βέβαια τα νομοσχέδια που κατατέθηκαν και, λόγω πρόωρων εκλογών, δεν έχουν προλάβει να ψηφιστούν. Τι θα απογίνουν τα νομοσχέδια για την Περιφερειακή πολιτική σύγχρονου πολιτισμού, για το Ακροπόλ, για τον Οργανισμό βιβλίου; Είναι «κανονικό» μια νέα κυβέρνηση να τα στείλει στην πολτοποίηση επειδή δεν θα τα έχει καταθέσει η ίδια;
Να πώς αποθαρρύνονται οι πάντες. Και οι εργαζόμενοι των υπουργείων που κάθε τόσο βλέπουν τη δουλειά μηνών ή χρόνων να γίνεται σκόνη, και οι καλλιτέχνες που δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει, και οι πολίτες που αντιλαμβάνονται το δημόσιο σαν κάτι ξένο, αφερέγγυο και αλλοπρόσαλλο.
Σε μια Ευρώπη που οργανώνει τη διάλυση όλων όσων έχτισε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ηχεί ίσως άκαιρη η διεκδίκηση ισχυροποίησης της κρατικής πολιτικής. Και σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου, για τους λόγους που συνοπτικά προανεφέρθηκαν, το δημόσιο είναι συνώνυμο της λούφας και της λαμογιάς ακούγεται ίσως παράδοξο να τίθεται αίτημα συνέχειάς του. Όμως οι προσπάθειες που έγιναν στον χώρο του πολιτισμού θα πρέπει να ολοκληρωθούν και να ενταθούν. Είναι ο μόνος τρόπος να ανακοπεί μια πορεία μετατροπής του πολιτισμού σε μηχανή διασκέδασης και κατανάλωσης, μετατροπή που εξασθενεί τους ανθρώπινους δεσμούς και τη δημοκρατία. Είναι επίσης η μόνη απάντηση στη γενικευμένη επισφάλεια την οποία βιώνει ο καλλιτεχνικός χώρος και το μόνο εχέγγυο ενδυνάμωσής του. Είναι κυρίως ένα από τα ισχυρά αντίδοτα στον καλπάζοντα εκφασισμό της κοινωνίας. Γιατί απάντηση της μεταπολεμικής Ευρώπης στη βαρβαρότητα ήταν, ακριβώς, η δημιουργία υπουργείων Πολιτισμού.