Δεν ήμουν σίγουρη αν μου είπαν ότι η κεντρική περιοχή, το downtown, είναι στα 15 ή στα 50 λεπτά από το ξενοδοχείο. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι πως, με ευρώ επάνω μου, ταξί δεν με παίρνει. “Ντόλαρ, μάνταμ;”, νο ντολαρ, λυπάμαι. Ποδαρόδρομος. Στην παραλία και μετά αριστερά. Σίγουρα τα λεπτά δεν είναι 15, τα έχω περάσει προ πολλού.

Οι δρόμοι άδειοι. Αθήνα του Αυγούστου. Καποιο ταξί πότε πότε, κάποια μερσεντές ή λέξους.. Ή ακριβά ή καθόλου αυτοκίνητα σε αυτή την περιοχή. Λίγα χιλιόμετρα αρκούν για να καταλάβεις το βάθος του χάσματος.

Υπέροχη, ηλιόλουστη μέρα. Παρατημένα κτίρια του ’70, πολυτελή ξενοδοχεία που ατενίζουν τη θάλασσα, αλλά πουθενά κόσμος.

Η όμορφη νεαρή με το μπλουζάκι αντίντας και τη μαύρη μαντήλα που εμφανίζεται στην καμπύλη του δρόμου, μοιάζει σωτηρία. Της χαμογελάω και μου χαμογελάει. Τα αγγλικά της εξαιρετικά. Τα έμαθε στο σχολείο, σπουδάζει νομική, τρίτο έτος, 21 χρονών. Τη λένε Άγια και είναι σιίτισσα, παιδί της Χεσμπολά.

Από δω πόσο μακρυά είναι το σημείο που συγκεντρώνεται ο κόσμος; (ρωτάω)

Τι εννοείτε;

Που γίνονται οι διαδηλώσεις;

Δεν γίνονται διαδηλώσεις.

Η μία κοιτάει την άλλη με απορία.

Μα, είμαι δημοσιογράφος και ήρθα να καλύψω τις διαδηλώσεις.

Αααα! Εννοείτε την Επανάσταση!

Και τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους. Αυτή είναι η λέξη που ακούς παντού. Αυτός είναι ο μόνος αποδεκτός όρος.  “Επανάσταση”. Και τα κορίτσια με τις μαντήλες κυριαρχούν στο πεζοδρόμιο, στην πλατεία, εκείνη την ώρα, νωρίς το απόγευμα. Όπως η Άγια, που κατεβαίνει κάθε μέρα, όπως τα κορίτσια τα μεγαλωμένα ως πολιτικά όντα από τη Χεζμπολά, που συναντάω λίγο αργότερα εκεί, στην πλατεία των Μαρτύρων.

Η δυτική ειδησεογραφία, η ειδησεογραφία που έχω κι εγώ “καταπιεί” πριν έρθω εδώ, θέλει τη Χεζμπολά απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Αν όμως ο Νασράλα – που όλοι παραδέχονται πως είναι αδιάφθορος- έχει κανει αμυντικές, αν μη τι άλλο, δηλώσεις, οι οποίες μεταφέρονται σωστά, ο λαός της Χεσμπολά, είναι εδώ, στην πλατεία, με τη σημαία του Λιβάνου στα χέρια. Και δεν αισθάνεται ότι προδίδει την πίστη του ή τη Χεσμπολά.

Η Επανάσταση ξεκίνησε μετά το φόρο στο whatsapp, αλλα δεν ήταν αυτό το πρόβλημα”, μου λέει η Άγια. “Ήταν όλοι οι φόροι, τα οικονομικά μας προβλήματα, η διαφθορά. Γι αυτά βγήκαμε στο δρόμο. Γιατί εδώ, η θρησκεία καλύπτει τη διαφθορά. Λες ότι κάποιος είναι διεφθαρμένος, και επειδή επιτίθεσαι σε αυτόν, νομίζουν ότι επιτίθεσαι σε όλη την κοινότητα που έχει την ίδια πίστη με αυτόν. Όμως δεν είναι έτσι. Είμαστε Λιβανέζοι, ένας διεφθαρμένος δεν καταδικάζει μια θρησκεία ούτε μια χώρα. Η χώρα μας είναι ο Λίβανος και είμαστε όλοι μαζί, βγαίνουμε στο δρόμο για το Λίβανο, κρατάμε στα χέρια τη σημαία του Λιβάνου”.

Το πάθος της Άγια σε συνεπαίρνει. Και η δύναμη της πολιτικής της σκέψης. Εδώ η σημαία δεν είναι σύμβολο που χωρίζει, αλλά σύμβολο που ενώνει. Που ξεπερνά τις μερικές ταυτότητες και δημιουργεί και δοξάζει μια καινούρια, πολιτική και μη θρησκευτική, την υπεράνω όλων ταυτότητα του λιβανικού λαού. Κι όσο κι αν κάτι μου λέει ότι δεν πρέπει να τη στενοχωρήσω, κάνω την ερώτηση: Εντάξει, τώρα στις πλατείες. Σε λίγο όμως δε θα ξαναγυρίσει ο καθένας στην κοινότητά του, στην πίστη του; “Τωρα έχουμε κοινή ταυτότητα. Ξέρω πως εσείς τη Χεζμπολά στη δύση την βλέπετε σαν κατι κακό [όχι, της λέω, στην Ελλάδα όχι], όμως εμείς την αγαπάμε, εκεί μεγαλώσαμε. Κατεβαίνω στο δρόμο για το Λίβανο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχω πρόβλημα με τη Χεσμπολά. […] Αυτό που κάναμε, είναι ένα μεγάλο βήμα. Ελπίζουμε στο καλύτερο που θα έρθει. Και οι από πάνω μας βλέπουν. Μας παρακολουθούν. Και τώρα θα μας φοβούνται περισσότερο”.

Τώρα που ο διεφθαρμένος πρωθυπουργός παραιτήθηκε, πολλοί νόμισαν ότι όλα θα τελειώναν. Όμως το σύνθημα παραμένει: “Όλοι τους, σημαίνει όλοι τους!”, και συνεχίζει να επαναλαμβάνεται δυνατά. Όλοι – ακόμη κι οι ηγέτες της σέχτας/πίστης μας, ακόμη κι όσοι είναι αδιάφθοροι. Μια καινούρια αρχή.

Για τους υποστηρικτές της Χεσμπολά, που η ηγεσία τους δεν εμπλέκεται σε σκάνδαλα, το σύνθημα, στα χείλη ακροδεξιών στοιχείων, με την προσθήκη του ονόματος του Νασράλα, είναι πρόκληση, μου εξηγεί ένας νέος φίλος. Ειδικά όταν τα σκάνδαλα του απελθέντος ήταν πρόκληση για ένα λαό που αγωνίζεται να επιβιώσει, που η ζωή του είναι πανάκριβη κι οι μισθοί του χαμηλοί. Μιά βόλτα στο σουπερ μάρκετ ήταν αρκετή για να καταλάβω: με το βασικό μισθό λίγο πάνω από τα 350 ευρώ και τα αγαθά 50%-70% ακριβότερα από την Ελλάδα, το “δωράκι” των δεκαέξι εκατομμυρίων του Χαρίρι προς παλιά του ερωμένη είναι γροθιά στο στομάχι για το μέσο πολίτη.

Μόλις το Σεπτέμβριο του 2019, πριν ένα μήνα, ήρθε στο φως, από τους ΝΥ Τάιμς, ότι ο απελθείς πρωθυπουργός, Σαάντ Χαρίρι, έκανε δώρο, το 2013, στην νοτιοαφρικανή ερωμένη του, Κάντις βαν ντερ Μέρουι, δεκαεξι εκατομμύρια δολάρια. Και η ιστορία δε θα μαθαίνονταν ποτέ αν η Κάντις δεν “ξεχνούσε” να πληρώσει τους φόρους της: τα νοτιαφρικανικά δικαστήρια την έκριναν ένοχη φοροδιαφυγής, η ίδια δήλωνε πως δεν μπορούν να τη φορολογήσουν, αφού επρόκειτο για “δωράκι”. Ο, σουνίτης και ηγούμενος του Κόμματος του Μέλλοντος, Χαρίρι είχε, την ίδια περίοδο, απολύσει κόσμο από τις επιχειρήσεις του, τις οποίες έκλεισε το 2017. Όταν το σκάνδαλο βγήκε στο φως, ο αμερικανόφιλος πρωθυπουργός, έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών, αρνήθηκε να δώσει εξηγήσεις (ως μη νομικά υπόλογος) και δήλωσε απλά πως “δε θα επιτρέψει σε αρνητικά δημοσιεύματα να επηρεάσουν” τη διακυβέρνηση της χώρας.

Σε αυτό το πλαίσιο ήρθε ο νόμος για την φορολόγηση των ιντερνετικών τηλεφωνημάτων, που απλώς ξεχείλισε τη λαϊκή αγανάκτηση. Ηταν η τελευταία, πολύ μικρή σταγόνα, που έκανε να ξεχυθούν όλα τα προβλήματα. Σημερα, κανένας από όσους ρωτάω, στην πλατεία των Μαρτύρων, δεν μιλάει για το φόρο του whatsapp. Μιλάνε για ελευθερία, ισότητα, δημόσια δωρεάν παιδεία, αξιοπρεπείς αμοιβές.

Το κορίτσι που ζωγραφίζει με κιμωλία στον τοίχο την Κραυγή του Μουνκ, δε θέλει να μου πει το όνομα της, ούτε να απαντήσει “σε ερωτήσεις για πολιτική”. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να συντηρηθεί η ενότητα. Γιατί την κραυγή; “Ζωγραφίζω την Κραυγή αλλά από πίσω θα ζωγραφίσω το σουκ [το παζάρι], τις κολώνες του, γιατί θέλω να δείξω τι συμβαίνει στον τόπο μου”. Με αφήνει να την φωτογραφίσω αλλά δε μου λέει το όνομά της.

Η Σαμάχα Σαντίν βρίσκεται στην πλατεία με την κολλητή της. Σιίτισσα, 20 χρονών, με τη μαντήλα της και ένα ολόγλυκο χαμόγελο. “Είμαι στο πανεπιστήμιο του Λιβάνου, στο τρίτο έτος του βιολογικού. Δεν έρχομαι κάθε μέρα, ήρθα από τη Μπεκαα. Έρχομαι όποτε μπορώ, αυτή τη φορά ήρθα χτες”. Και πόσοι μαζεύεστε εδώ; “Είμαστε χιλιάδες που μαζεύονται εδώ. Άρχισε με το φόρο του whatsapp αλλά δεν μείναμε γι’ αυτό στο δρόμο. Είναι για τη διαφθορά [που είμαστε εδώ]. Είμαστε γιατί ελπίζουμε ότι ο Λίβανος θα επιστρέψει σε όσα ήταν πριν από όλα αυτά, πριν από αυτή τη διαφθορά. Είμαστε γιατί θέλουμε ειρήνη και θέλουμε να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας”.

Όσο μιλάει, μαζεύονται κι άλλα κορίτσια γύρω μας. Χαμογελαστά, χαρούμενα που είμαι εκεί, που έχουν να μου δείξουν πόσο περήφανα είναι ακριβώς γιατί βρίσκονται εκεί. Η πιο μικρή, η Μαϊσούν, μαθήτρια, 16 ετών, εδώ με τη μητέρα της, μπαίνει αυθόρμητα στην κουβέντα: “Εγώ έρχομαι εδώ κάθε μέρα για την επανάσταση. Και το κάνω για να κερδίσω το δικαίωμα μου σε ποιοτική δωρεάν παιδεία”. Με ένα μόνο δημόσιο πανεπιστήμιο, και δεκάδες ιδιωτικά, η παιδεία, η τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι ανοικτή μόνο στους έχοντες, στην ελίτ. Τα δίδακτρα ακριβαίνουν, οι μισθοί πέφτουν, οι γονείς αδυνατούν να προσφέρουν τη δυνατότητα του πανεπιστημίου στα παιδιά τους.

Ο δεκαεξάχρονος ποταμός ξεχειλίζει: “Γεννηθήκαμε στο Λίβανο, εδώ, και μάθαμε ότι δεν υπάρχει ελπίδα για μας, ότι τίποτε δε μας κρατάει στον τόπο μας, κι όλοι σκεφτόμασταν να φύγουμε. Τώρα όμως, με την επανάσταση, τώρα έχουμε ελπίδα να μείνουμε στον τόπο μας”.

Δεν αντέχω και ρωτάω: Είναι όλες οι γυναίκες στο Λίβανο τόσο δυνατές; Με μια φωνή μου λένε το “Ναι”. “Πρέπει να είμαστε”, λέει η Σαμάχα. “Μας κάνουν οι συνθήκες, αυτές μας σπρώχνουν να είμαστε. Πρέπει να είμαστε δυνατές, για να κερδίσουμε την Ελευθερία μας”.