Η τροπολογία για το πλαφόν στις τιμές στα τεστ Covid-19, η οποία αναμένεται να ψηφιστεί σήμερα (Τετάρτη) στη Βουλή, έχει σηκώσει κύμα αντιδράσεων μεγάλης μερίδας ιδιωτικών εργαστηρίων τα οποία -όπως μεταδίδεται από πολλά μέσα ενημέρωσης- φτάνουν μέχρι και στην παύση διενέργειας τεστ, καταλογίζοντας στην κυβέρνηση ότι έδρασε με προχειρότητα ενώ σημειώνεται παράλληλα ότι η συγκεκριμένη απόφαση πετάει τους μικρούς αυτοαπασχολούμενους εργαστηριακούς γιατρούς απ’ έξω καθώς δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν.

Ορίζουν πλαφόν στην τιμή για τα τεστ κορονοϊού, εννέα μήνες από το ξέσπασμα της πανδημίας

Όπως μεταδίδει το δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών», ο Συνεταιρισμός Εργαστηριακών Ιατρών MEDISYN σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό κάνει λόγο για λύση που μετακυλίει το κόστος στους πολίτες και τους αυτοαπασχολούμενους εργαστηριακούς γιατρούς, αντί να το επωμίζεται η πολιτεία.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η ανακοίνωση του Συνδέσμου Ιδιωτών Εργαστηριακών Ιατρών Δυτικής Ελλάδος (ΣΙΔΕΙΔΕΛ) που ανακοινώνει πως καθίσταται ανέφικτη η εκτέλεσή τους. «Κατόπιν της ανακοίνωσης διατίμησης για τις εξετάσεις Rapid test Covid- 19 στα δέκα ευρώ και PCR Covid-19 στα σαράντα ευρώ ενημερώνουμε τους συμπολίτες μας ότι καθίσταται ανέφικτη η εκτέλεσή τους από τα εργαστήριά μας» αναφέρουν.

Όπως ισχυρίζονται με βάση τα κόστη για τις εξετάσεις αυτές, η διαδικασία θα είναι ζημιογόνος.

«Κατόπιν της ανακοίνωσης διατίμησης για τις εξετάσεις Rapid test Covid- 19 στα δέκα ευρώ και PCR Covid-19 στα σαράντα ευρώ ενημερώνουμε τους συμπολίτες μας ότι καθίσταται ανέφικτη η εκτέλεσή τους από τα εργαστήριά μας. H ιατρική πράξη λήψης του ρινοφαρυγγικού και το κόστος εκτέλεσης αυτών των εξετάσεων με την αγορά των αντιδραστηρίων τηρώντας το αυστηρά θεσπισμένο υγειονομικό πρωτόκολλο (εξοπλισμός-στολή -αποκομιδή μολυσματικών -απολύμανση-βιοασφάλεια) υπερβαίνει κατά πολύ τις τιμές διατίμησης», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ανακοίνωση.

Απέναντι στη διατίμηση των τεστ κορονοϊού και ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων με επιστολή του προς τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη και τον υφυπουργό Υγείας, Βασίλη Κοντοζαμάνη.

Στην εν λόγω επιστολή αναφέρει ότι η απόφαση λήφθηκε αυθαίρετα και χωρίς διάλογο.

Οι εκπρόσωποι αναφέρουν ότι για τον καθορισμό της ανώτατης τιμής στα 40 ευρώ για το μοριακό test και στα 10 ευρώ το rapid test δε λήφθηκαν υπόψη τα κάτωθι:

  1. Το κόστος απόσβεσης του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού.
  2. Το κόστος αγοράς των αντιδραστηρίων.
  3. Το κόστος των επαναλήψεων στα test με οριακές τιμές (υπολογίζεται στο 10-15%).
  4. Το κόστος του αναλωσίμου υλικού για τη δειγματοληψία.
  5. Το κόστος της αντισηψίας μετά την δειγματοληψία.
  6. Το κόστος εργασίας εξειδικευμένου προσωπικού (ιατροί, μοριακοί βιολόγοι, νοσηλευτές).
  7. Το κόστος του διοικητικού προσωπικού.
  8. Το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων.

Μάλιστα, οι εκπρόσωποι κάνουν λόγο για καθορισμό της τιμής από την ίδια την αγορά σε μια μέση τιμή της τάξης των 80 ευρώ για τα μοριακά τεστ.

«Ισότιμη πρόσβαση με μηδενική επιβάρυνση»

«Μετά από 8 μήνες κερδοσκοπίας και ανυπαρξίας ελέγχου στο ευαίσθητο πεδίο των διαγνωστικών τεστ που αφορούν την πανδημία, η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει κάτι για να αντιμετωπίσει τη μεγάλη οικονομική επιβάρυνση των πολιτών και την έντονη δυσαρέσκεια που προκαλεί. Μέχρι χθες όμως μας έλεγε μονότονα το Υπουργείο Υγείας ότι όσα τεστ χρειάζονται γίνονται δωρεάν από τις δημόσιες δομές και τον ΕΟΔΥ. Προφανώς επειδή η πραγματικότητα δεν είναι αυτή και όλοι ξέρουν ότι χιλιάδες πολίτες υποχρεώνονται καθημερινά να κάνουν μοριακό έλεγχό ή rapid test σε ιδιωτικά εργαστήρια πληρώνοντας ένα δυσβάστακτο κόστος από την τσέπη τους, αναγκάστηκε η κυβέρνηση να παρέμβει σε μια αγορά που συνειδητά την είχε αφήσει ανεξέλεγκτη και ασύδοτη», σχολιάζει αρχικά ο βουλευτής και τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., Ανδρέας Ξανθός.

Ο πρώην υπουργός δεν παραλείπει να τονίσει πως η διατίμηση των τεστ την οποία προβλέπει η τροπολογία του υπουργείου Ανάπτυξης «δεν είναι αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα» και σε πέντε σημεία προτείνει αυτό που «απαιτείται σε μια στιγμή δραματικής έξαρσης της πανδημίας»:

  1. Ανακοστολόγηση των τεστ από το ΚΕΣΥ και αναπροσαρμογή των τιμών τους με βάση τα δεδομένα της διεθνούς αγοράς
  2. Ηλεκτρονική συνταγογράφησή τους από τους γιατρούς με συγκεκριμένα κλινικά και επιδημιολογικά κριτήρια
  3. Αποζημίωσή τους από τον ΕΟΠΥΥ με μηδενική συμμετοχή του πολίτη
  4. Εξαίρεση της δαπάνης αυτής από τον κλειστό προϋπολογισμό των διαγνωστικών εξετάσεων του ΕΟΠΥΥ και άρα από το μηχανισμό του clawback
  5. Υποχρεωτική δήλωση στον ΕΟΔΥ του συνόλου των διαγνωστικών τεστ (PCR ή rapid) που διενεργούνται σε ιδιωτικά εργαστήρια και φυσικά όλων των θετικών δειγμάτων.

«Μόνο έτσι μπορεί να διασφαλιστεί η ευχερής και δωρεάν πρόσβαση σε τεστ όλων των ανθρώπων που έχουν ένδειξη και άρα η έγκαιρη διάγνωσή τους και η αποτελεσματική ιχνηλάτηση των επαφών τους», υπογραμμίζει και καταλήγει αναφέροντας: «Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι ο απλός έλεγχος των τιμών στα διαγνωστικά τεστ αλλά μια ολοκληρωμένη παρέμβαση που θα εγγυηθεί την αξιοπιστία των εξετάσεων, την ισότιμη πρόσβαση με μηδενική επιβάρυνση και την προστασία της Δημόσιας Υγείας».