Άρθρο του Ρέμι Μπρουλιν*, που δημοσιεύτηκε στο Mondoweiss

«Με τις πλάτες του Σαρόν, έχουν γίνει φρικτά πράγματα. Δεν είμαι χορτοφάγος κι έχω υποστηρίξει και μετάσχει σε μερικές από τις επιχειρήσεις δολοφονίας που έχει κάνει το Ισραήλ. Αλλά εδώ μιλάμε για μαζικές δολοφονίες γιατί έτσι, για να σπείρουμε χάος και πανικό μεταξύ και των αμάχων. Από πότε στέλνουμε γαϊδούρια που κουβαλάνε βόμβες να ανατινάζουν λαϊκές αγορές;». Αξιωματικός της Μοσάντ, δήλωση στο Ρόνεν Μπέργκμαν

Στις 29 Αυγούστου του 1982, ο Αριέλ Σαρόν υπερασπίστηκε μέσα από τις σελίδες των Νιου Γιορκ Τάιμς την άποψη ότι «το πιο πρόσφατο κατόρθωμα» του Ισραήλ, μετά την εισβολή στο Λίβανο, ήταν η «σύνθλιψη» της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Palestine Liberation Organization, PLO). Λόγω αυτού, όπως εξηγούσε ο τότε υπουργός Αμύνης του Ισραήλ, είχαν πάψει να πλήττουν ισραηλινά χωριά πύραυλοι κατιούσα «από καταφύγια τρομοκρατών στο Λίβανο». Το «βασίλειο του τρόμου», έλεγε, που είχε ιδρύσει η οργάνωση του Γιάσερ Αραφάτ σε Λιβανέζικο έδαφος «δεν υπήρχε πια» και ο Ισραηλινός στρατός «έλαβε υποδοχή απελευθερωτή γιατί έδιωξε τους τρομοκράτες που βίαζαν, λεηλατούσαν και πλιατσικολογούσαν». Αυτή ήταν η αλήθεια, επέμενε ο Σαρόν, «παρά τις απώλειες, που ήταν αδύνατον να μην υπάρξουν στον πόλεμο κατά των τρομοκρατών της PLO, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν άμαχους ως ανθρώπινες ασπίδες και επί τούτου έβαζαν τα όπλα τους και τα πυρομαχικά τους μέσα σε διαμερίσματα, σχολεία, στρατόπεδα προσφύγων και νοσοκομεία».

«Κανένας στρατός στη νεώτερη παγκόσμια πολεμική ιστορία δεν έφτασε σε τέτοια άκρα, για να προστατέψει αμάχους, σαν αυτά που έφτασαν οι Δυνάμεις Άμυνας του Ισραήλ (Israel Defense Forces, ΙDF)». Μια εβραϊκή έκφραση «τοχάρ χανεσέκ», εκφράζει απόλυτα αυτή την πρακτική, προσέθετε ο υπουργός αμύνης. Σημαίνει «την ηθική διεξαγωγή πολέμου» και όλοι οι Ισραηλινοί «ήταν περήφανοι που οι στρατιώτες μας ακολούθησαν σχολαστικά αυτό το εβραϊκό δόγμα». Είχαν προειδοποιήσει τους αμάχους ότι έρχονταν πάρα «το βαρύ τίμημα» που θα πλήρωναν, επετέθησαν αποκλειστικά κατά «προκαθορισμένων θέσεων της PLO» και βομβάρδισαν ή ανατίναξαν μόνον «κτίρια που αποτελούσαν φρούρια της Οργάνωσης» των Παλαιστινίων. «Αυτή η πολιτική», κατέληξε ο Σαρόν, βρίσκεται σε «πλήρη αντίθεση με την πρακτική της PLO να επιτίθεται μόνο σε αμάχους».

Την περίοδο 1979-1984 το Ισραήλ είχε εξαπολύσει ξεκίνησε μια τεράστια καμπάνια δημοσίων σχέσεων, καταδικάζοντας το κακό της «τρομοκρατίας». Το άρθρο του Σαρόν κυκλοφόρησε ενώ αυτή η εξαιρετικά επιτυχημένη καμπάνια είχε ως στόχο να επηρεάσει την αμερικάνικη οπτική επί της «τρομοκρατίας», με τρόπους που θα συνέπιπταν με τα συμφέροντα του Ισραήλ.

Τον Ιούλιο του 1979, στην Ιερουσαλήμ, συνήλθε μια σημαντική Συνδιάσκεψη για τη «διεθνή τρομοκρατία», που την είχε οργανώσει το Ινστιτούτο Τζόναθαν, μια ομάδα με πολύ στενούς δεσμούς με την ,κυβέρνηση του Ισραήλ, που έφερε το όνομσ του Τζόναθαν Νετανυάχου [αδελφού του σημερινού πρωθυπουργού, ο οποίος έχασε τη ζωή του στο Έντεμπε].

Ο Μπένζιον Νετανυάχου [πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ], ιστορικός του Ιουδαϊσμού και πρώην προσωπικός γραμματέας του Ζεεβ Τζαμποτίνσκυ, ήταν η εξέχουσα δύναμη πίσω από το ινστιτούτο και αυτός που, με την τοποθέτησή του, άνοιξε τις εργασίες. Η σύσκεψη, εξήγησε, αποτελούσε την απαρχή «μιας νέας διαδικασίας, της διαδικασίας που θα επιστρατεύσει τις δημοκρατίες του κόσμου σε έναν αγώνα κατά της τρομοκρατίας και των κινδύνων που αυτή αντιπροσωπεύει». Ο πατέρας του Τζόναθαν και του Μπένιαμιν είπε πως «Απέναντι στο διεθνές μέτωπο της Τρομοκρατίας πρέπει να χτίσουμε το διεθνές μέτωπο της Ελευθερίας – αυτό της οργανωμένης κοινής γνώμης που θα υποχρεώσει τις κυβερνήσεις να δράσουν».

Οι ομιλητές της συνδιάσκεψης εκείνης αντιπροσωπεύουν ένα πραγματικό who is who συντηρητικών πολιτικών ηγετών, ακαδημαϊκών και αναλυτών, προερχόμενων κυρίως από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Ο ένας μετά τον άλλο, επέμεναν ότι μια σταθερή στάση κατά της «τρομοκρατίας» σήμαινε την επίδεξη «ηθικής καθαρότητα» και η «ηθική καθαρότητα» απαιτούσε ξεκάθαρη γλώσσα. Ο όρος «τρομοκρατία» όφειλε λοιπόν να οριστεί επακριβώς και όφειλαν να προσπαθήσουν ώστε να εμποδίσουν τους «τρομοκράτες» από τη «σύγχιση που επιφέρουν στη γλώσσα» υποστηρίζοντας ότι παλεύουν για την Ελευθερία.

Κατόπιν, ο Μπένζιον Νετανιάχου καταδίκασε «τον εύκολο ηθικό σχετικισμό του ‘Ο τρομοκράτης του ενός είναι αγωνιστής της Ελευθερίας για τον άλλο’» και επέμεινε ότι «ήταν σημαντικό να τεθεί ξεκάθαρα εξαρχής ότι υπάρχει ένα σαφές οριστικό πλαίσιο [ορισμού της τρομοκρατίας], ανεξάρτητα από πολιτικές απόψεις». εξήγησε ότι «Τρομοκρατία είναι η συστηματική και ηθελημένη σφαγή αμάχων, έτσι ώστε να σπείρει το φόβο». Είναι, «πέρα από διαφωνίες, ένα ηθικό κακό», το οποίο «μολύνει όχι μόνο εκείνους που διαπράττουν τέτοια εγκλήματα, αλλά και εκείνους που τους ανέχονται, λόγω κακότητας, άγνοιας ή απλής άρνησης να σκεφτούν». Πήγε και ένα βήμα παραπέρα, επιμένοντας ότι τα μέσα και οι στόχοι των «τρομοκρατών» ήταν «άρρηκτα συνδεδεμένα, και δείχνουν προς μια ενιαία κατεύθυνση: την αποστροφή προς την Ελευθερία και την απόφαση για την καταστροφή του δημοκρατικού τρόπου ζωής».

Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν, υποστήριξε ότι η PLO ήταν «η πιο πλατιά εξοπλισμένη οργάνωση από τον καιρό των Ναζί». Η σοβαρότητα της «τρομοκρατικής» απειλής που αποτελούσαν οι Παλαιστίνιοι και οι Άραβες σύμμαχοί τους, είπε, που δικαιολογεί την προληπτική χρήση στρατιωτικής ισχύος. «Τι μπορούμε να κάνουμε;» αναρωτήθηκε ο Μπέγκιν. «Να προβαίνουμε μόνο σε αντίποινα, να περιμένουμε μεταξύ επιθέσεων κατά Ισραηλινών αμάχων στη χώρα μας, με άλλα λόγια να καταδικάζουμε σε θάνατο έναν άγνωστο αριθμό των ίδιων μας των πολιτών;». Όχι, απήντησε, «τους χτυπάμε [πρώτοι] κι αυτή είναι η πιο μεγαλειώδης, η πιο νομιμοποιημένη εθνική αυτοάμυνα».

Το Ινστιτούτο διοργάνωσε μία δεύτερη συνδιάσκεψη στην Ουάσιγκτον Ντι Σι τον Ιούνιο του 1984. Οι εργασίες του, τα κείμενα των οποίων επιμελήθηκε ο Μπένιαμιν Νετανιάχου, εκδόθηκαν υπό τον τίτλο «Τρομοκρατία: Πως η Δύση μπορεί να Κερδίσει». Το βιβλίο έλαβε καταπληκτικές κριτικές από μεγάλες αμερικάνικες εφημερίδες, όπως έγινε γνωστό το διάβασε ο ίδιος ο πρόεδρος Ρήγκαν, και γνώρισε σημαντική εκδοτική επιτυχία. Όπως εξήγησε ο Νετανιάχου, η σύσκεψη του 1979 αποτελούσε «σημείο καμπής στην κατανόηση της διεθνούς τρομοκρατίας» και «βοήθησε να επικεντρωθεί η προσοχή επιδραστικών κύκλων της Δύσης στην αληθινή φύση της τρομοκρατικής απειλής». Αυτό όμως «δεν επαρκούσε», αφού δεν είχε βρεθεί ακόμη μια «συνεκτική και κοινή διεθνής αντιμετώπιση». «Η προώθηση μιας τέτοιας κοινής πολιτικής και οι προτάσεις για τις συνιστώσες της», κατέληξε ο Νετανιάχου, ήταν «ο κύριος στόχος της δεύτερης διεθνούς συνδιάσκεψης του Ινστιτούτου Τζόναθαν».

Όπως ακριβώς και ο πατέρας του λίγα χρόνια πριν, ο Ισραηλινός πρεσβευτής στα Ηνωμένα Έθνη, επέμενε ότι «η τρομοκρατία είναι πάντοτε άδικη, ανεξάρτητα από τους εκφρασμένους ή τους πραγματικούς στόχους της» και συνέχισε προσθέτοντας ότι «οι πραγματικοί στόχοι των τρομοκρατών πρακτικά σχετίζονται με τις μεθόδους τους».

«Η ιστορία μας έχει προειδοποιήσει επανειλημμένα», εξήγησε. Άτομα που «σκόπιμα σφαγιάζουν γυναικόπαιδα δεν έχουν καμμία απελευθέρωση κατά νου», δήλωσε με αυτοπεποίθηση, προτού προσθέσει: «Δεν είναι μόνο ότι ο σκοπός των τρομοκρατών δεν αγιάζει τα μέσα που επιλέγουν. Είναι ότι η επιλογή των μέσων δείχνει ποιοι είναι οι πραγματικοί τους στόχοι. Οχι μόνο δεν είναι μαχητές της Ελευθερίας οι τρομοκράτες, αλλά είναι πρόδρομοι της τυραννίας».

Στο τέλος της πρώτης θητείας του Ρόναλντ Ρήγκαν, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι είχαν αποδεχθεί και υιοθετήσει τις κύριες θέσεις και συμπεράσματα που, για χρόνια, βρίσκονταν στον πυρήνα της Ισραηλινής άποψης για την «τρομοκρατία». Ο «τρομοκράτης» είναι μη δυτικός «άλλος». Είναι «αυτός» που χρησιμοποιεί κακά, ανήθικα μέσα για να υπηρετήσει κακούς, ανήθικους σκοπούς. Υπό αυτή την οπτική, ο «τρομοκράτης» ανήκε στον προ-, μη-πολιτισμένο κόσμο. Σε αντίθεση, «εμείς» είμαστε αντίθετοι, καταδικάζουμε και απορρίπτουμε «κάθε τρομοκρατία». «Εμείς» υποστηρίζουμε την ηθική καθαρότητα, και έχουμε βαθύτατο σεβασμό στην ιερότητα της ζωής των αθώων και των αμάχων. Οι σκοποί «μας» όπως και τα μέσα «μας» είναι αγνά. Η δική «μας» χρήση βίας είναι νομιμοποιημένη και πάντα εν αμύνη. Είναι απάντηση ή άμυνα απέναντι στην «τρομοκρατική απειλή» και πάντα έχει ως στόχο να μη χαθούν ζωές αμάχων.

Το άρθρο του Αριέλ Σαρόν αντιπροσωπεύει μία από τις πιο ολοφάβερες περιπτώσεις που η διαπραγμάτευση ενός θέματος δεν είναι παρά ξεκάθαρη ιδεολογία. Όντως, από το 1979 ως το 1983, δηλαδή ακριβώς την περίοδο μεταξύ των δύο συσκέψεων, της Ιερουσαλήμ και της Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Ισραήλ επιδίδονταν σε μια εκτεταμμένη καμπάνια με τη χρήση παγιδευμένων οχημάτων, που δολοφόνησαν εκατοντάδες Παλαιστίνιους και Λιβανέζους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν άμαχοι. Μάλιστα, ως την δημοσίευση του άρθρου του, ο Σαρόν είχε ο ίδιος διευθύνει αυτές τις «τρομοκρατικές» επιχειρήσεις επί ένα ολόκληρο έτος. Ακόμα χειρότερα, ένας από τους στόχους αυτής της μυστικής επιχείρησης ήταν ακριβώς να οδηγήσει την PLO να καταφύγει στην «τρομοκρατία», ώστε να δώσει στο Ισραήλ μια δικαιολογία για να εισβάλει στον Λίβανο.

Παγιδευμένα αυτοκίνητα, φορτηγά, γαϊδούρια

Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είναι προϊόν ενός άρρωστου νου, που κατασκευάζει συνομωσίες. Μια σε βάθος περιγραφή αυτής της μυστικής επιχείρησης δημοσιοποιήθηκε από τον Ρόνεν Μπέργκμαν, έναν ιδιαίτερα σεβαστό Ισραηλινό δημοσιογράφο, στο περιοδικό των Νιου Γιορκ Τάιμς, της 23ης Ιανουαρίου 2018. Το άρθρο αποτελούσε περίληψη του βιβλίου «Σήκω και Σκότωσε Πρώτος: η μυστική ιστορία των στοχευμένων δολοφονιών του Ισραήλ» (Rise and Kill First: The Secret History of Israel’s Targeted Assassinations), το οποίο εξ ολοκλήρου βασίζεται σε συνεντεύξεις Ισραηλινών αξιωματούχων που μετείχαν ή γνώριζαν την επιχείρηση τη στιγμή που λάμβανε χώρα.

Όπως εξηγεί ο Ρίτσαρντ Τζάκσον στο «Γράφοντας τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» (Writing the War on Terrorism), η πολιτική διαπραγμάτευση [όπως αυτή στο άρθρο του Σαρόν] είναι ένας τρόπος να νοηματοδοτήσεις από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία γεγονότα και εμπειρίες. Η ανάλυση της πραγμάτευσης της «τρομοκρατίας», λέει ο Τζάκσον, εμπεριέχει «την εκτίμηση των κανόνων που καθορίζουν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ειπωθεί και τη γνώση όσων έχουν εξαιρεθεί όπως και όσων έχουν συμπεριληφθεί». «Όσα αποσιωπά ένα κείμενο», προσθέτει, «είναι συχνά τόσο σημαντικά όσο και αυτά που λέει».

Η μυστική επιχείρηση με παγιδευμένα αυτοκίνητα που οι Ισραηλινοί πραγματοποίησαν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 στο Λίβανο, αντιπροσωπεύει ένα αξιοσημείωτο ιστορικό παράδειγμα τέτοιων «αποσιωπήσεων», και των «κανόνων» που υποφώσκουν της διαπραγμάτευσης της «τρομοκρατίας» όπως και της βεβαιότητας ότι συγκεκριμένα πράγματα, απλώς «δε λέγονται», συγκεκριμένα γεγονότα δεν αναφέρονται ποτέ. Το «Σήκω και σκότωσε πρώτος» έχει λάβει εξαιρετικές κριτικές από τους κριτικούς του Αμερικάνικου Τύπου. Τους τελευταίους τρεις μήνες [αρχές του 2018] ο συγγραφέας του έχει λάβει μέρος σε αμέτρητες συνεντεύξεις και έχει δώσει σημαντικές ομιλίες ανά τη χώρα. Κι όμως, σε αυτές τις κριτικές, τις συνεντεύξεις και τις ομιλίες αυτή η μυστική επιχείρηση δεν αναφέρεται ούτε μία φορά. Είναι λες και οι αποκαλύψεις που γίνονται στο βιβλίο δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ. Η αντίθεσή «μας» στην «τρομοκρατία» είναι θέμα αρχών και απόλυτη. «Εμείς» εξ ορισμού δεν καταφεύγουμε στην «τρομοκρατία». Εάν και όταν παρουσιαστούν στοιχεία για το αντίθετο, η αντίδραση είναι: σιωπή.

Στο περιοδικό των Νιού Γιορκ Τάιμς, ο Ρόνεν Μπέργκμαν, έμπειρος αρθρογράφος για στρατιωτικά θέματα και θέματα μυστικών υπηρεσιών στην Ισραηλινή εφημερίδα Γεντιόθ Αχρονόθ, περιγράφει πως, στις 22 Απριλίου του 1979 μία «ομάδα τρομοκρατών» της PLO έπιασε στην ακτή της Ναχαρίγια, μιας Ισραηλινής πόλης λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με το Λίβανο. Μπήκαν σε ένα σπίτι και, στο τέλος της επιδρομής τους, ο πατέρας του σπιτιού και οι δύο από τις κόρες του, δύο και τεσσάρων ετών, είχαν δολοφονηθεί με αγριότητα.

«Μετά το έγκλημα της Ναχαρίγια», εξηγεί ο συγγραφέας, ο στρατηγός Ραφαέλ Εϊτάν «έδωσε στον περιφερειακό διοικητή Αβιγκντόρ Μπεν-Γκαλ μια πολύ απλή εντολή: ‘Σκοτώστε τους όλους’, εννοώντας όλα τα μέλη της PLO και οποιονδήποτε είχε σχέση με την οργάνωση στο Λίβανο». Με την έγκριση του Εϊτάν, ο Μπεν-Γκαλ επιστράτευσε τον Μέιρ Ντάγκαν, «κορυφαίο ειδικό στις ειδικές επιχειρήσεις» του Ισραηλινού στρατού, και «οι τρεις μαζί δημιούργησαν το Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Λιβάνου από τους Ξένους».

Κατόπιν, ο Μπέργκμαν αναφέρει λέξη προς λέξη όσα είπε ο Νταβίντ Αγκμόν, επικεφαλής της ισραηλινής στρατιωτικής Βόρειας Διοίκησης [στα σύνορα με το Λίβανο] , ένας από τους λίγους που γνώριζαν τα της επιχείρησης, εξηγώντας ως εξής το ζητούμενο: «Στόχος ήταν να προκαλέσουμε χάος μεταξύ των Παλαιστινίων και των Σύριων στο Λίβανο, χωρίς να αφήνουμε κανένα ίχνος που να δείχνει προς το Ισραήλ, να τους κάνουμε να νοιώθουν ότι βρίσκονται διαρκώς υπό επίθεση και να τους ενσταλάξουμε αίσθηση ανασφάλειας». Για να μπορέσει να γίνει αυτό, ο Εϊτάν, ο Μπεν-Γκαλ και ο Νταγκαν «στρατολόγησαν ντόπιους Λιβανέζους, Δρούζους, Χριστιανούς και Σιίτες που αντιπαθούσαν τους Παλαιστίνιους και ήθελαν να τους διώξουν από το Λίβανο». Μεταξύ 1979- 1983 «το Μέτωπο δολοφόνησε εκατοντάδες ανθρώπων».

Στο άρθρο αυτό, ο Μπέργκμαν δεν μπαίνει σε λεπτομέρειες για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μυστική επιχείρηση. Και αόριστα αναφέρεται στην ταυτότητα των θυμάτων («άνθρωποι»).

Ωστόσο, γι’ αυτούς που γνωρίζουν τα της σύγκρουσης στο Λίβανο, η αναφορά στο Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Λιβάνου από τους Ξένους (ΜΑΛΞ) είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί αυτή η ομάδα, από την αρχή της δεκαετίας του ’80, ήταν διαβόητη και είχε αναλάβει την ευθύνη για δεκάδες εξαιρετικά βίαιες και καταστροφικές επιθέσεις με παγιδευμένα οχήματα που είχαν ως στόχο Παλαιστίνιους και Λιβανέζους συμμάχους των Παλαιστινίων. Οι επιθέσεις αυτές καλύπτονταν ευρέως στον αμερικάνικο Τύπο της εποχής. Συχνότατα, οι αμερικάνοι δημοσιογράφοι περιέγραφαν το ΜΑΛΞ ως «μυστηριώδη» και «άπιαστη δεξιά οργάνωση». Κατά καιρούς σημείωναν ότι οι Παλαιστίνιοι και οι σύμμαχοί τους ήταν πεπεισμένοι ότι η οργάνωση αυτή ήταν δημιούργημα του Ισραήλ για να κρύψει την εμπλοκή του σε τέτοιες δραστηριότητες.

Όμως, αν διαβάσει κανείς το βιβλίο, δε χρειάζεται να ξέρει τίποτε για την σύγκρουση στο Λίβανο, ώστε να κατανοήσει το μέγεθος και τη σημασία όσων αποκαλύπτει ο Μπέργκμαν. Στο πρώτο της στάδιο, εξηγεί ο Μπέργκμαν, η επιχείρηση [των Ισραηλινών] χρησιμοποιούσε κυρίως «εκρηκτικά μέσα σε [άδειες] κονσέρβες από λάδι ή μαρμελάδες», βόμβες που φτιάχνονταν σε ένα μεταλλουργείο στο κιμπούτζ Μαχαναγήμ, όπου ζούσε παλιότερο ο Μπεν-Γκαλ. Τα εκρηκτικά αυτά καθ’ αυτά έρχονταν από την μονάδα εξουδετέρωσης βομβών του Ισραηλινού στρατού, ώστε «να ελαχιστοποιείται κατά το μέγιστο η πιθανότητα να υπάρξει οποιαδήποτε σύνδεση με το Ισραήλ σε περίπτωση που κάποια βόμβα έπεφτε σε εχθρικά χέρια». Ο Μπεν-Γκαλ είπε του Μπέργκμαν: «Πηγαίναμε εκεί τη νύχτα. Ο Μέιρ [Ντάγκαν] και εγώ και τα άλλα παιδιά, με τον αρχιμηχανικό της Βόρειας Διοίκησης, που έφερνε τα εκρηκτικά, και γεμίζαμε τα μικρά δοχεία και συνδέαμε τα ηλεκτρολογικά».

Αυτά τα «μικρά δοχεία» μετά «αποστέλλονταν σε μεταφορείς σε μεγάλα σακκίδια, ή, αν ήταν ογκώδη, [αποστέλλονταν] με μοτοσικλέτες, ποδήλατα ή γαϊδούρια». Όπως τα περιγράφει ο Μπέργκμαν: «Σύντομα οι βόμβες άρχισαν να εκρήγνυνται στα σπίτια των συνεργατών της PLO στο νότιο Λίβανο, σκοτώνοντας όλους όσους βρίσκονταν εκεί, καθώς και σε θέσεις και σε γραφεία της PLO, κυρίως στην Τύρο, στη Σιδώνα και στα Παλαιστινιακά στρατόπεδα προσφύγων σε κείνη την περιοχή, προκαλώντας θύματα και τεράστιες ζημιές».

Η επιχείρηση δρούσε σε απόλυτη μυστικότητα, σύμφωνα με το Μπέργκμαν. Δεν είχε ποτέ λάβει επίσημη έγκριση από την κυβέρνηση και «δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε» κατά πόσον ο υπουργός Άμυνας, Εζερ Βάισμαν, ήξερε για την επιχείρηση εξ αρχής.

Παρά τις προσπάθειές τους, ο Εϊτάν, ο Μπεν-Γκαλ και ο Ντάγκαν δεν μπόρεσαν να κρατήσουν απολύτως μυστική την επιχείρησή τους, οδηγώντας αρκετούς ανώτερους αξιωματικούς από το AMAN [το εβραϊκό ακρωνύμιο του Τμήματος Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου του Ισραηλινού Στρατού] να αντιδράσουν και να εκφράσουν εντονώτατες αντιρρήσεις.

Ο Άμος Γκιλμπόα, επικεφαλής της ομάδας έρευνας του ΑΜΑΝ, περιέγραψε στο Μπέργκμαν τον «διαρκή αγώνα» μεταξύ του ΑΜΑΝ και της Βόρειας Διοίκησης. «Ο Γιανός [Μπεν-Γκαλ] μας είχε τρελλάνει στα ψέμματα. Δεν πιστεύαμε καμμία από τις εκθέσεις τους», είπε ο Γκιλμπόα. «Ήταν μία από τις πιο άσχημες περιόδους στην Ιστορία της χώρας». Αργότερα, το ΑΜΑΝ έμαθε «από τις πηγές του στο Λίβανο» για τις «βομβιστικές επιθέσεις με αυτοκίνητα και γαϊδούρια» αλλά, σημειώνει ο Μπέργκμαν, αποφάσισαν τελικά να το αφήσουν να περάσει έτσι.

Αντιδράσεις υπήρξαν επίσης από την ίδια την κυβέρνηση του Ισραήλ, χαρακτηριστικά όταν ο υφυπουργός Άμυνας, Μορντεχάι Ζιππόρι, έμαθε για μια επίθεση που έγινε τον Απρίλιο του ’80, στην οποία, έκρηξη αυτοκινήτου στο νότιο Λίβανο δολοφόνησε γυναικόπαιδα. Ο στόχος ήταν, σύμφωνα με τον Μπέργκμαν, να πλήξουν τα «μέλη της PLO».  Σε μια σύσκεψη στο γραφείο του Μπέγκιν, τον Ιούνιο, ο Ζιππόρι κατηγόρησε τον Μπεν- Γκαλ ότι «φέρει σε πέρας ενέργειες στο Λίβανο χωρίς καμμία εξουσιοδότηση» και ότι «σε αυτές τις ενέργειες, δολοφονήθηκαν γυναίκες και παιδιά». Η απάντηση του Μπεν-Γκαλ ήταν: «Δεν έχεις δίκηο. Σκοτώσαμε τέσσερις ή πέντε τρομοκράτες. Ποιος οδηγεί στο Λίβανο μερσεντές στις δύο τα ξημερώματα; Μόνο τρομοκράτες.».

Ο Μπέγκιν αποδέχθηκε τις διαβεβαιώσεις του Μπεν-Γκαλ ότι είχε λάβει άδεια για την ενέργεια και εκεί τελείωσε η σύσκεψη. Σύμφωνα με το Μπέργκμαν, δεν είναι ξεκάθαρο αν ο πρωθυπουργός γνώριζε για αυτές τις ενέργειες. Ωστόσο, από αυτή τη σύσκεψη και μετά, «οι κορυφαίοι στρατιωτικοί κατάλαβαν ότι δεν είχε κανένα νόημα να ζητούν από τον πρωθυπουργό να διορθώσει την κατάσταση». Η σύσκεψη αυτή στο Τελ Αβίβ έβαλε τέλος σε κάθε εσωτερική αντίδραση κατά της μυστικής επιχείρησης των Εϊτάν, Μπεν- Γκαλ και Ντάγκαν, μια μοιραία εξέλιξη καθώς η επιχείρηση έμελλε να μπει στη δεύτερη και ακόμη πιο βίαιη φάση της, μετά την τοποθέτηση ενός νέου [Ισραηλινού] υπουργού Αμύνης.

Στις 16 Ιουλίου του 1981, πύραυλοι Κατιούσα των Παλαιστινίων σκότωσαν τρεις Ισραηλινούς άμαχους στο χωριό Κιριάτ Σμόναχ. Την επόμενη μέρα, η Ισραηλινή αεροπορία απάντησε με το μαζικό βομβαρδισμό του στρατηγείου της PLO στο κέντρο της Βηρυτού, όπως και πολλών γεφυρών περί τη Σιδώνα, σκοτώνοντας 200-300 ανθρώπους, κυρίως Λιβανέζους άμαχους, και τραυματίζοντας πάνω από 800.

Ο ρόλος του Σαρόν

Ο Φίλιπ Χαμπίμπ, ειδικός απεσταλμένος του Προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν στην περιοχή, διαμεσολάβησε επιδιώκοντας την κατάπαυση του πυρός, υπό τον όρο ότι η PLO  θα όφειλε να σταματήσει οποιαδήποτε μορφή επίθεσης εντός του Ισραήλ. Για τους ισραηλινούς ηγέτες, μια τέτοια συμφωνία ήταν απαράδεκτη. Η PLO ήταν «τρομοκρατική» οργάνωση, και η απόφαση των Αμερικάνων, να θεωρήσουν τον Αραφάτ ισότιμο εταίρο σε μια συμφωνία, ήταν αληθινά προσβλητική. Στις λεπτομέρειες της συμφωνίας, υποστήριξαν ότι η PLO πρέπει να σταματήσει όλες τις επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ και των Ισραηλινών συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων που έλαβαν χώρα στα κατεχόμενα ή σε μέρη όπως η Ευρώπη. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Μπέργκμαν, «ο υπόλοιπος κόσμος είδε τα πράγματα διαφορετικά, και ο Χαμπίμπ κατέστησε σαφές στους Ισραηλινούς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστηρίξουν εισβολή [του Ισραήλ] στο Λίβανο μόνο ως απάντηση σε μια βαριά πρόκληση από την PLO».

Στις 5 Αυγούστου του 1981, ο Μπέγκιν τοποθέτησε τον Αριέλ Σαρόν στη θέση του υπουργού Αμύνης. Για το επόμενο δεκάμηνο, όπως έχουν αποδείξει απο καιρό Ισραηλινοί Ιστορικοί σαν τον Ζηβ Σήφ και τον Εχουντ Γιάρι, τον Μπένι Μόρρις, τον Άβι Σλάιμ ή το Ζηβ Μαόζ, το Ισραήλ προχώρησε στην υλοποίηση πολλών στρατιωτικών επιχειρήσεων, με ξεκάθαρο στόχο να προκαλέσει κάποια μορφή στρατιωτικής αντίδρασης των Παλαιστινίων, την οποία, κατόπιν, το Ισραήλ θα μπορούσε να καταδικάσει ως «τρομοκρατική» επίθεση που δικαιολογούσε μια ευρεία επίθεση κατά του Λιβάνου.

Το «Σήκω και Σκότωσε Πρώτος» αποτελεί τεράστια συμβολή στην κατανόηση της συγκεκριμένης Ιστορικής στιγμής, βασίζεται σε μαρτυρίες των Ισραηλινών αξιωματικών που μετείχαν ή είχαν λόγο στην επιχείρηση, και δείχνει πως οι επιθέσεις με παγιδευμένα αυτοκίνητα πολλαπλασιάστηκαν μόλις έγινε υπουργός Αμύνης ο Σαρόν,μέσα στο πλαίσιο ακριβώς της ευρύτερης στρατηγικής με στόχο την πρόκληση [των Παλαιστινίων].

Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Σαρόν αποφάσισε να «ενεργοποιήσει το μυστικό εργαλείο του Ντάγκαν στη Βόρεια Διοίκηση». Τοποθέτησε τον Εϊτάν ως «προσωπικό του απεσταλμένο» που «θα επιτηρούσε τις μυστικές δραστηριότητες στο βορρά» και, όπως εξηγεί ο Μπέργκμαν, «ως τα μέσα του Σεπτεμβρίου του ’81, παγιδευμένα αυτοκίνητα εκρήγνυντο συχνά στις παλαιστινιακές γειτονιές της Βηρυτού και άλλων Λιβανέζικων πόλεων».

Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται συγκεκριμένα στις βόμβες που έσκασαν στη Βηρυτό και τη Σιδώνα, στις αρχές Οκτωβρίου, σημειώνοντας ότι «μόνο τον Δεκέμβριο του 1981, έσκασαν κοντά σε γραφεία της PLO ή σε παλαιστινιακές συγκεντρώσεις, δεκαοκτώ βόμβες σε αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες, ποδήλατα ή γαϊδούρια, προκαλώντας δεκάδες θανάτους» και προσθέτει ότι «ένας νέος και άγνωστος οργανισμός που ονομάζεται Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Λιβάνου από τους Ξένους ανέλαβε την ευθύνη για όλα αυτά τα περιστατικά».

Όπως γράφει ο Μπέργκμαν: «Ο Σαρόν ήλπιζε ότι αυτές οι επιχειρήσεις θα έκαναν τον Αραφάτ να επιτεθεί στο Ισραήλ, το οποίο, με τη σειρά του, θα μπορούσε να απαντήσει εισβάλλοντας στο Λίβανο, ή τουλάχιστον να κάνει την PLO να επιτεθεί κατά της Φάλαγγας, οπότε το Ισραήλ θα ήταν σε θέση να μπει στο παιγνίδι δυνατά, ως υπερασπιστής των Χριστιανών».

Ο συγγραφέας προσθέτει σημαντικές λεπτομέρειες για τις επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, τα εκρηκτικά «συσκευασμένα σε σακκούλες σκόνης πλυντηρίου Αριέλ» έτσι ώστε να φαίνονται «αθώα προϊόντα» περνούσαν από τους ελέγχους στα οδοφράγματα. Κάποιες φορές προτιμήθηκε να οδηγήσουν τα [παγιδευμένα] αυτοκίνητα γυναίκες «για να μειώσουν την πιθανότητα των αυτοκινήτων να εντοπιστούν καθ’ οδόν προς την περιοχή του στόχου». Τα αυτοκίνητα, δε, «ανακατασκευάζονταν στο τμήμα Ειδικών Επιχειρήσεων του Ισραηλινού Στρατού (Maarach Ha-Mivtsaim Ha-Meyuchadim)».

Αυτές οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν και μια πρώιμη γενιά εναέριων μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones), που παρακολουθούσαν όταν οι πράκτορες του Ντάγκαν οδηγούσαν και πάρκαραν τα αυτοκίνητα, και κατόπιν ενεργοποιούσαν από απόσταση τις [εκρηκτικές] συσκευές. Το ΜΑΛΞ «άρχισε επίσης να επιτίθεται σε συριακές εγκαταστάσεις στο Λίβανο», προσθέτει ο Μπέργκμαν και μάλιστα «ανέλαβε την ευθύνη για επιχειρήσεις εναντίον μονάδων του Ισραηλινού Στρατού». Σύμφωνα με τον Ντάγκαν, το ΜΑΛΞ δεν έκανε ποτέ καμμία επιχείρηση κατά των Ισραηλινών, αλλά «αναλάμβανε την ευθύνη για να φανεί αξιόπιστο, λες και δρούσε εναντίον όλων των ξένων δυνάμεων στο Λίβανο».

Ολυμπία ένα και δύο

Παρόλο που παρέχει αξιοσημείωτες λεπτομέρειες για την Ισραηλινή πλευρά αυτής της μυστικής επιχείρησης, η καταγραφή του Μπέργκμαν παραμένει ιδιαίτερα ασαφής σχετικά με τις ίδιες τις επιθέσεις και, ακόμη περισσότερο, τα θύματά τους. Τα Μέσα Ενημέρωσης της εποχής, δίνουν μια πολύ σαφέστερη εικόνα του μεγέθους της βίας και της καταστροφής από τις βομβιστικές επιθέσεις στη Βηρυτό και τη Σιδώνα, τον Οκτώβριο του 1981, στις οποίες αναφέρεται συγκεκριμένα.

Την 1η Οκτωβρίου, ένα αυτοκίνητο «παγιδευμένο με 110 κιλά ΤΝΤ (220 pounds TNT) και 20 γαλόνια βενζίνης» εξερράγη κοντά στα γραφεία της PLO, σε αυτό που ένας δημοσιογράφος του UPI περιέγραψε ως «έναν πολυσύχναστο δρόμο στη μουσουλμανική δυτική Βηρυτό, γεμάτο με μανάβικα και νοικοκυρές που κάνουν τα πρωινά τους ψώνια». Η βόμβα «διέλυσε την πρόσοψη από τα κτίρια, κατέστρεψε 50 αυτοκίνητα και μετέτρεψε το δρόμο σε ένα σωρό συντρίμμια και διαμελισμένα σώματα».

Αμέσως μετά την έκρηξη, μια δεύτερη βόμβα, βάρους 330 κιλών, που είχε τοποθετηθεί σε άλλο αυτοκίνητο, παρκαρισμένο στον ίδιο δρόμο, βρέθηκε και αποσυναρμολογήθηκε από ειδικούς στην εξουδετέρωση βομβών. Αργότερα την ίδια μέρα, «έξι ακόμη αυτοκίνητα φορτωμένα εκατοντάδες κιλά εκρηκτικών βρέθηκαν και εξουδετερώθηκαν στη Βηρυτό και τη Σιδώνα, εκρηκτικά που προφανώς θα δημιουργούσαν την εντύπωση μιας καταστροφικής επίθεσης εναντίον Παλαιστινίων και αριστερών Λιβανέζων μαχητών, από δεξιούς τρομοκράτες».

Όπως έγραψαν στους Νιου Γιορκ Τάιμς οι Μπάρμπαρα Σλάβιν και Μιλτ Φροντενχάιμ, ένα «ανώνυμο τηλεφώνημα» εκ μέρους του ΜΑΛΞ [που αναλάμβανε την ευθύνη], ενημέρωνε «ξένα πρακτορεία ειδήσεων ότι οι επιθέσεις εναντίον Παλαιστινιακών και Συριακών στόχων στο Λίβανο θα συνεχιστούν» έως «να μην έχει μείνει ξένος». Έγαψαν Επίσης ότι τόσο ο Μαχμούντ Λαμπάντι, εκπρόσωπος της PLO, όσο και ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Τσαφικ Βαζζαν «κατηγόρησαν το Ισραήλ και τους χριστιανούς συμμάχους του στο Λίβανο για τη βομβιστική επίθεση», ενώ «το Ισραήλ απέδωσε τον βομβαρδισμό σε σύγκρουση μεταξύ αντιμαχόμενων παρατάξεων στην PLO».

Όμως, ο Αραφάτ διέβλεψε τους στόχους της στρατηγικής του Ισραήλ και έλαβε μέτρα ώστε τα μέλη της PLO να μην απαντήσουν [στη βία]. Όπως γράφει ο Ισραηλινός ιστορικός Μπένυ Μόρρις στο βιβλίο του Δίκαια Θύματα [Righteous Victims], «η PLO έκανε πολλές και μεγάλες θυσίες ώστε να μην παραβιάσει τη συμφωνία του Ιουλίου 1981». «Όντως», προσθέτει, «παρά την Ισραηλινή προπαγάνδα, μεταξύ Ιουλίου 1981 και Ιουνίου 1982, η περιοχή των συνόρων γνώρισε κατάσταση ειρήνευσης που δεν είχε ζήσει από το 1968».

Ο Σαρόν άρχισε να χάνει την υπομονή του. Όπως γράφει ο Μπέργκμαν, «μπροστά σε αυτή την αυτοσυγκράτηση των Παλαιστινίων, οι ηγέτες του Μετώπου αποφάσισαν να το πάνε ακόμη παραπέρα». Το 1974, η Μοσάντ είχε αποφασίσει να βγάλει το όνομα του Αραφάτ από τον κατάλογο καταζητουμένων, γιατί, αποφάσισε, θα έπρεπε να θεωρηθεί πολιτική προσωπικότητα και συνεπώς να μην δολοφονηθεί. Ο υπουργός Άμυνας [Αριέλ Σαρόν] ξανάβαλε τον πρόεδρο της PLO στη λίστα [των προς δολοφονία] και, μαζί με τον Μπεν-Γκαλ και τον Εϊτάν, ξεκίνησαν να σχεδιάζουν την “Επιχείρηση Ολυμπία’, που ήλπιζαν ότι «θα άλλαζε την πορεία της ιστορίας της Μέσης Ανατολής».

Σύμφωνα με το σχέδιο, φορτηγά φορτωμένα με, συνολικά, δύο τόνους εκρηκτικών θα έπρεπε να τοποθετηθούν γύρω από μια περιοχή της Βηρυτού, όπου η ηγεσία της PLO επρόκειτο να δειπνήσει τον Δεκέμβριο. «Μια τεράστια έκρηξη που επρόκειτο να εξαλείψει ολόκληρη την ηγεσία της PLO», γράφει ο Μπέργκμαν. Η ιδέα εγκαταλείφθηκε (ο Μπέργκμαν δεν εξηγεί γιατί) και αντικαταστάθηκε αμέσως με ένα ακόμη πιο φιλόδοξο (και ενδεχομένως πιο καταστροφικό) σχέδιο. Το σχέδιο με τον Κωδικό «Ολυμπία2», θα υλοποιούνταν την 1η Ιανουαρίου 1982. Στόχος, το στάδιο της Βηρυτού όπου η PLO σχεδίαζε να γιορτάσει την επέτειο της ίδρυσής της.

Δέκα ημέρες πριν από την επίθεση, οι πράκτορες που στρατολόγησε ο Ντάγκαν τοποθέτησαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών, «ελεγχόμενων εξ αποστάσεως», κάτω από τη θύρα των επισήμων (VIP), όπου θα κάθονταν οι Παλαιστίνιοι ηγέτες. Και, ούτε αυτό αρκούσε. «Σε μια από τις βάσεις της μονάδας, τρία μίλια από τα σύνορα», εξηγεί ο Μπέργκμαν, «βρίσκονταν έτοιμα τρία οχήματα – ένα φορτηγό φορτωμένο με ενάμισυ τόνο εκρηκτικά και δύο Μερσεντές σεντάν με περίπου 225 κιλά το καθένα (550 pounds)».

Την ημέρα του εορτασμού, «τρεις Σιίτες, μέλη του Μετώπου για την Απελευθέρωση του Λιβάνου από τους Ξένους» θα οδηγούσαν αυτά τα οχήματα και θα τα πάρκαραν έξω από το στάδιο. «Επρόκειτο να πυροδοτηθούν με τηλεχειριστήριο περίπου ένα λεπτό μετά τα εκρηκτικά κάτω από τη θύρα», σημειώνει ο συγγραφέας, «όταν ο πανικός θα ήταν στο απόγειό του και οι άνθρωποι που είχαν επιζήσει θα προσπαθούσαν να ξεφύγουν», προτού προσθέσει: «Ο θάνατος και η καταστροφή αναμενόταν να είναι ‘άνευ προηγουμένου’, ακόμη και για το Λίβανο», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός ιδιαίτερα υψηλόβαθμου αξιωματούχου της Βόρειας Διοίκησης [του Ισραηλινού Στρατού]».

Ο Σαρόν, ο Ντάγκαν και ο Εϊτάν δεν μπορούσαν να κρατήσουν απόλυτη μυστική την επιχείρησή τους. Τα όσα σχεδίαζαν έφτασαν στο Ζιππόρι, και ο υφυπουργός ενημέρωσε για το θέμα τον [πρωθυπουργό] Μπέγκιν, ο οποίος κάλεσε έκτακτη σύσκεψη στις 31 Δεκεμβρίου, μία μέρα πριν ξεκινήσει, βάσει σχεδιασμού, η Επιχείρηση Ολυμπία2. Ο Εϊτάν και ο Ντάγκαν υποχρεώθηκαν να παρουσιάσουν το σχέδιό τους, και ο Ζιππόρι είχε την ευκαιρία να εξηγήσει τις αντιρρήσεις του. Ο Μπέγκιν ανησυχούσε περισσότερο για το γεγονός ότι, μπορεί ο πρέσβυς της ΕΣΣΔ να παρευρίσκονταν στο στάδιο. Ο Ντάγκαν τον διαβεβαίωνε ότι «είναι πολύ μικρή η πιθανότητα είτε ο συγκεκριμένος είτε οποιοσδήποτε άλλος διπλωμάτης να παραστεί» ενώ ο [στρατηγός] Σαγκί επέμενε ότι ήταν πολύ μεγάλη η πιθανότητα και ότι «αν συνέβαινε κάτι στον πρέσβυ είναι πιθανότατο να μπούμε σε πολύ άσχημη κρίση με την ΕΣΣΔ».

Ο Σαρόν, ο Ντάγκαν και ο Εϊτάν προσπάθησαν να πείσουν τον Μπέγκιν ότι τέτοια ευκαιρία, να καταστρέψουν μια κι έξω όλη την ηγεσία της PLO, μπορεί να μην παρουσιάζονταν ποτέ ξανα, αλλά, όπως γράφει ο Μπέργκμαν «ο πρωθυπουργός θεώρησε πολύ σοβαρή την ρωσική απειλή και τους διέταξε να εγκαταλείψουν» τα σχέδιά τους. Όπως του είπε ο Σαγκί, χρόνια μετά «Το καθήκον μου ως επικεφαλής του ΑΜΑΝ ήταν να φροντίζω όχι μόνο για όσα αφορούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και για τα διπλωματικά θέματα. Είπα στο Μπέγκιν ότι ήταν αδύνατο να ανατινάξεις ένα ολόκληρο στάδιο, έτσι. Και τι θα συμβεί την επόμενη μέρα, μετά μια τέτοια σφαγή; όλος ο κόσμος θα τα βάλει μαζί μας. Δεν θα είχε καμμία σημασία αν θα αναλαμβάναμε την ευθύνη. Όλοι θα ήξεραν ποιός ήταν από πίσω».

«Είναι όλοι τους PLO!»

Την 3η Ιουνίου 1982, πυροβόλησαν σε δρόμο του Λονδίνου το Σλόμο Αργκόβ, πρέσβυ του Ισραήλ στη Βρετανία. Επέζησε, αλλά ο Σαρόν και ο Μπέγκιν είχαν τώρα την ευκαιρία που ζητούσαν για να επιτεθούν στο Λίβανο. Οι Ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες ήξεραν από την πρώτη στιγμή ότι η δολοφονία ήταν εντολή του Αμπού Νιντάλ, ορκισμένου εχθρού του Αραφάτ, που ο στόχος του για την καταστροφή της PLO συνέπιπτε κατά τύχην με του Ισραήλ. Την επομένη της απόπειρας, το πρωί, συνήλθε το Ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο, και, όπως έχουν καταγράψει πολλοί Ισραηλινοί Ιστορικοί, ούτε ο Μπέγκιν ούτε ο Εϊνταν δείξαν να ενδιαφέρονται για το γεγονός ότι η δολοφονία δεν είχε σχεδιαστεί από την PLO.

Όταν ο Γεδεών Μαχαναϊμι, σύμβουλος του Μπέγκιν σε ζητήματα τρομοκρατίας, άρχισε να εξηγεί τη φύση της οργάνωσης Αμπού Νιντάλ, το αφεντικό του τον διέκοψε αυστηρά: «Είναι όλοι τους PLO!». Λίγο πριν, ο Εϊταν είχε αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο, όταν ένας αξιωματικός της Μοσάντ τον βεβαίωσε ότι ήταν οι άνδρες του Αμπού Νιντάλ πίσω από την επίθεση. «Αμπου Νιντάλ, Αμπού Σμιντάλ», ήταν η διαβόητη απάντησή του «εμείς την PLO πρέπει να χτυπήσουμε!».

Το υπουργικό συμβούλιο διέταξε μαζικό εναέριο βομβαρδισμό των θέσεων της PLO μέσα και γύρω από τη Βηρυτό, σκοτώνοντας 45 ανθρώπους. Αυτή τη φορά ο Αραφάτ απάντησε, και οι Ισραηλινές κοινότητες στα βόρεια σύνορα [του Ισραήλ] δέχτηκαν πυρά από βαρύ πυροβολικό. Την 5η Ιουνίου, ο Σαρόν παρουσίασε το σχέδιό του στο υπουργικό συμβούλιο, το «Επιχείρηση Ειρήνη για τη Γαλιλαία», όνομα «επιλεγμένο», όπως γράφει ο Μπέργκμαν «να δίνει την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια σχεδόν διστακτική επιχείρηση αυτοπροστασίας».

Την επομένη, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνήλθε για να συζητήσει την στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ.

Ο Ισραηλινός εκπρόσωπος εξήγησε ότι εάν ο Λίβανος ήταν «απρόθυμος ή ανίκανος να εμποδίσει την φιλοξενία, την εκπαίδευση και τη χρηματοδότηση των τρομοκρατών της PLO» που «επιχειρούσαν ανοιχτά από το Λίβανο με σκοπό να βλάψουν το Ισραήλ, τους Ισραηλινούς και τους Εβραίους παγκοσμίως», τότε η χώρα [ο Λίβανος] πρέπει να «είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει το Ισραήλ, το οποίο θα λάβει τα απαραίτητα αντίμετρα για να σταματήσει τέτοιες τρομοκρατικές επιχειρήσεις».

Τα επιχειρήματα του Ισραήλ απορρίφθηκαν κάθετα από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Όπως εξήγησε ο εκπρόσωπος της Βρετανίας, η απόπειρα δολοφονίας του πρέσβυ Αργκόφ, «όσο άθλια κι αν είναι, δεν δικαιολογεί με κανέναν τρόπο τις μαζικές επιθέσεις εναντίον πόλεων και χωριών του Λιβάνου από την Ισραηλινή πολεμική αεροπορία, επιθέσεις που έχουν ήδη προκαλέσει εκατοντάδες θανάτους, θύματα και ζημίες σε περιουσίες». Το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 509, που απαιτούσε από το Ισραήλ να αποτραβηχθεί από το Λίβανο και καλούσε όλες τις πλευρές να σταματήσουν τις εχθροπραξίες.

Οι Ισραηλινές δυνάμεις συνέχισαν να προχωρούν και την 8η Ιουνίου το Συμβούλιο Ασφαλείας συνεδρίασε και πάλι. Ένα σχέδιο ψηφίσματος που καταδίκαζε το Ισραήλ γιατί παρέλειψε να συμμορφωθεί και επαναλάμβανε την έκκληση προς όλες τις πλευρές να σταματήσουν τις εχθροπραξίες, τέθηκε αμέσως σε ψηφοφορία. Δεκατέσσερα κράτη μέλη ψήφισαν υπέρ, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν βέτο. Τα στρατεύματα του Ισραήλ συνέχισαν την πορεία τους προς τη Βηρυτό.

Τα παγιδευμένα αυτοκίνητα του ΜΑΛΞ και η «Τρομοκρατία»

Οι ειδησεογραφικές καταγραφές των βομβαρδισμών για τους οποίους ανέλαβε την ευθύνη το ΜΑΛΞ, μεταξύ 1980 και 1983, είναι σαφώς το είδος των επιθέσεων που ταιριάζουν στους πιο κοινά αποδεκτούς ορισμούς της «τρομοκρατίας», μεταξύ των οποίων και εκείνος που υιοθετήθηκε στη διάσκεψη της Ιερουσαλήμ το 1979: «Η τρομοκρατία είναι η σκόπιμη και συστηματική δολοφονία πολιτών, με στόχο να σκορπίσει τον φόβο».

Παρόμοιο συμπέρασμα συνάγεται και από τον ισχυρισμό του Μπέργκμαν ότι αμέτρητες ισραηλινές βόμβες εξερράγησαν σε «στρατόπεδα προσφύγων», «Παλαιστινιακές γειτονιές» ή «Παλαιστινιακές συγκεντρώσεις», υποδηλώνοντας καθαρή στόχευση αμάχων. Στο κείμενο του βιβλίου του, ο Μπέργκμαν δεν χρησιμοποιεί τον όρο «τρομοκρατία» όταν αναφέρεται στη συγκεκριμένη μυστική επιχείρηση. Ωστόσο, σε μια υποσημείωση του προλόγου του, περιγράφει το ΜΑΛΞ ως «τρομοκρατική οργάνωση που το Ισραήλ χρησιμοποιούσε στο Λίβανο μεταξύ 1980-83, και η οποία αφ’ εαυτής επετέθη σε πολλά μέλη της PLO και Παλαιστίνιους άμαχους».

Πάντως, είναι πολύ πιθανό, αν ο Σαρόν, ο Μπεν-Γκαλ, ο Ντάγκαν και ο Εϊτάν ήταν ακόμη ζωντανοί, να απέρριπταν την ιδέα ότι επρόκειτο για «τρομοκρατία».

Ο Εϊτάν πέθανε το 2004 και, όπως σημειώνει ο Μπέργκμαν στο άρθρο του στους Τάιμς [που προαναφέρθηκε], δεν δέχθηκε να του μιλήσει για αυτήν την επιχείρηση. Ο συγγραφέας όμως σημειώνει ότι ο Μπεν-Γκαλ και ο Ντάγκαν «αρνήθηκαν έντονα» και οι δύο τους «ότι το Μέτωπο σχεδίαζε σε οποιαδήποτε φάση να βλάψει αμάχους».

Ο Μπεν-Γκαλ τον διαβεβαίωσε ότι, πολύ απλά, «οι στόχοι ήταν πάντα στρατιωτικοί», αλλά ο Ντάγκαν υποστήριξε ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση από την χρήση υποχείριων (proxies), και φάνηκε να κατηγορεί τον Μπεν-Γκαλ για οποιεσδήποτε επιθέσεις κατά αμάχων. «Μπορείς να του δώσεις εκρηκτικά και να του πεις να ανατινάξει κάποια γραφεία της PLO», είπε ο Ντάγκαν στον συγγραφέα, «αλλά  διευθετεί δικούς του λογαριασμούς, και τώρα έχει και μια βόμβα για να τους διευθετήσει. Μερικές φορές λοιπόν συνέβη η βόμβα να εκραγεί αλλού γι’ αλλού».

Δε χρειάζεται να πούμε ότι ένα τέτοιο επιχείρημα είναι δύσκολο να συνάδει με την επιμονή του πρωθυπουργού Μπέγκιν, στη Διάσκεψη της Ιερουσαλήμ το 1979, ότι «η τρομοκρατία» ήταν «πέρα από διαφωνίες, ένα ηθικό κακό», το οποίο «μολύνει όχι μόνο εκείνους που διαπράττουν τέτοια εγκλήματα, αλλά και εκείνους που τους ανέχονται, λόγω κακότητας, άγνοιας ή απλής άρνησης να σκεφτούν»..

Επίσης, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι Ισραηλινοί από τη δεκαετία του 1960, κάθε φορά που η χρήση στρατιωτικής βίας από το Ισραήλ συζητούνταν στο Συμβούλιο Ασφαλείας και, ειδικότερα, με τα επιχειρήματα που εξέφρασε ο Ισραηλινός εκπρόσωπος την 6η Ιουνίου 1982. Με την ίδια τους τη λογική, είναι απολύτως παράλογη η προσπάθεια του Ντάγκαν να αποφύγει ευθύνη για τις πράξεις των υποχειρίων (proxies), που δεν ήταν απλώς «απρόθυμος» ή «ανίκανος» να σταματήσει, αλλά ενεργητικά χρησιμοποιούσε, εκπαίδευσε και τους προμήθευσε με παγιδευμένα αυτοκίνητα.

Τέλος, όπως αναφέρει ο Μπέργκμαν, ο Ντάγκαν παρέμεινε πεπεισμένος ότι η επιχείρηση Ολυμπία2 έπρεπε να είχε προχωρήσει. «Στο τέλος, φυσικά, αποδείχθηκε ότι έχω δίκιο», είπε ο Ντάγκαν στον συγγραφέα, «και δεν υπήρχε κανένας σοβιετικός πρέσβυς ή άλλος ξένος διπλωμάτης εκεί». «Αλλά τι θα μπορούσαμε να κάνουμε;» κλαψούρισε. «Ο πρωθυπουργός είπε να ματαιώσουμε, οπότε ματαιώσαμε. Και μετά έπρεπε να κάνουμε και μια ιδιαίτερα πολύπλοκη δουλειά, για να αφαιρέσουμε τα εκρηκτικά».

Αυτή η επιχείρηση θα είχε έρθει σε πέρας από Ισραηλινούς και ΜΑΛΞ που θα δούλευαν από κοινού, για να πυροδοτήσουν μια βόμβα, σε συγκεκριμένο χρόνο, μέσα σε ένα γεμάτο γήπεδο, καθώς και ένα φορτηγό και δύο αυτοκίνητα γεμάτα με εκρηκτικά, τοποθετημένα έξω απο το φήπεδο, για να πλήξουν τυχόν επιζώντες, σκορπώντας θάνατο και καταστροφή «πρωτοφανούς μεγέθους», ακόμη και για τα δεδομένα του Λιβάνου. Το γεγονός ότι ο Ντάγκαν μετανοιώνει για την ματαίωση μιας τέτοιας επιχείρησης, εγείρει σημαντικά ερωτήματα ως προς το πραγματικό νόημα των επανειλημμένων Ισραηλινών ισχυρισμών για το τοχάρ χανεσέκ, την «ηθική διεξαγωγή του πολέμου» που επαίνεσε ο Αριέλ Σαρόν (ο εγκέφαλος πίσω από την Ολυμπία2) το 1982.

Δηλώσεις που έγιναν ανώνυμα στον Μπέργκμαν από δύο πράκτορες της Μοσάντ επιβεβαιώνουν επίσης ότι πολλές βομβιστικές επιθέσεις του ΜΑΛΞ σαφώς ισοδυναμούσαν με «τρομοκρατία». Η πρώτη τέτοια δήλωση φιλοξενείται στην κορυφή αυτού του άρθρου. Όσο για τον δεύτερο πράκτορα, εξήγησε στον Μπέργκμαν πώς «είδε από απόσταση ένα από τα [παγιδευμένα] αυτοκίνητα να ανατινάζεται και να μετατρέπει σε συντρίμμια έναν ολόκληρο δρόμο», προσθέτοντας: «Διδάξαμε στους Λιβάνους πόσο αποτελεσματική θα μπορούσε να είναι μια βόμβα αυτοκινήτου. Όλα όσα είδαμε αργότερα με τη Χεζμπολάχ ξεπήδησαν από αυτά που είδαν εκείνοι να συμβαίνουν σε αυτές τις επιχειρήσεις».

Προφανέστατα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς Ισραηλινούς ή Αμερικανούς εκλεγμένους αξιωματούχους, πολιτικούς σχολιαστές ή «ειδικούς επί της τρομοκρατίας» να μην ονοματίζουν (και καταδικάζουν) παρόμοιες επιθέσεις ως «τρομοκρατία» αν είχαν γίνει στο Ισραήλ (ή στις Ηνωμένες Πολιτείες) και τις είχαν φέρει σε πέρας Παλαιστίνιοι ή άλλες ομάδες της περιοχής. Και ας μη ξεχνάμε ότι οι επιθέσεις με παγιδευμένα αυτοκίνητα εναντίον Ισραηλινών στρατιωτικών δυνάμεων που έδρευαν στην Τύρο και πεζοναυτών των ΗΠΑ στη Βηρυτό, καταδικάστηκαν σαφώς ως αναντίρρητες πράξεις «τρομοκρατίας» από αυτές τις κυβερνήσεις. Τέλος, οι έντεκα+δεκαπέντε επιθέσεις για τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη το Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Λιβάνου από Ξένους, μεταξύ 1980 και 1983 περιλαμβάνονται στις βάσεις δεδομένων RAND και START, δύο από τις πιο αξιόλογες και αξιόπιστες βάσεις δεδομένων για την «τρομοκρατία».

Κατασκευάζοντας «Τρομοκρατία» στον Λίβανο

Στην πραγματικότητα, το ΜΑΛΞ αναφέρθηκε εκτενώς σε μια αναφορά του Απριλίου του 1983, με θέμα τις «πρόσφατες τάσεις στη διεθνή τρομοκρατία» που έβγαλε η RAND και που επικεντρώνεται στις επιθέσεις των ετών 1980 και 1981.

Στα εισαγωγικά τους σχόλια οι συντάκτες του, Μπράιαν Μάικλ Τζένκινς και Γκέηλ Μπας, σημειώνουν πως υπήρξαν 24 περιστατικά με δεκάδες θανάτους το 1980 και 25 το 1981, πως ο αριθμός των θανάτων αυξήθηκε πολύ, από 159 το 1980 σε 295 το 1981 και προσθέτουν: «Μια σειρά θανάσιμων βομβαρδισμών στη Βηρυτό προκάλεσε τους περισσότερους θανάτους».

Στην επόμενη ενότητα με τίτλο «Οι Τρομοκράτες», οι Τζένκινς και Μπας αφιέρωσαν δύο σελίδες στους «Παλαιστίνιους Τρομοκράτες», σημειώνοντας ότι «συνέχισαν τις επιθέσεις τους εναντίον του Ισραήλ και Ισραηλινών στόχων στο εξωτερικό», ότι «οι μικρής ισχύος βομβιστικές επιθέσεις και οι επιθέσεις με χειροβομβίδες, συχνά θανατηφόρες, αποτελούσαν το πλείστον της τρομοκρατικής δραστηριότητας στο Ισραήλ και στα κατεχόμενα εδάφη» και μεταξύ 1980 και 1981«16 άτομα πέθαναν και 136 τραυματίστηκαν σε 19 εκρήξεις βομβών, επιθέσεις με χειροβομβίδες και ενέδρες ».

Στη συνέχεια, οι συγγραφείς αφιέρωσαν μια σελίδα στο Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Λιβάνου από τους Ξένους, μια «μυστηριώδη νέα ομάδα» που «εμφανίστηκε το 1980 για να αναλάβει την ευθύνη για μια σειρά θανάσιμων βομβαρδισμών στο Λίβανο». Στη συνέχεια, περιέγραψαν λεπτομερώς τις βομβιστικές επιθέσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ 17ης Σεπτεμβρίου και 1ης Οκτωβρίου 1981 και που προκάλεσαν 122 θανάτους και εκατοντάδες τραυματισμούς. Αυτές οι επιθέσεις του ΜΑΛΞ αντιπροσώπευαν, μόνες τους, πάνω από το 40% όλων των θανάτων που οφείλονται σε «τρομοκρατία» ανά τον κόσμο για ολόκληρο το έτος, και για οκτώ φορές περισσότερους θανάτους από όλες τις επιθέσεις «Παλαιστίνιων τρομοκρατών» τα δύο προηγούμενα χρόνια.

Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι αρκετές εκρήξεις σε παγιδευμένα αυτοκίνητα που τοποθέτησε το ΜΑΛΞ περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων RAND, και συζητήθηκαν σε αυτή την έκθεση του 1983, δεν σημαίνει ότι αυτές οι πράξεις είχαν καμία επίδραση στον τρόπο με τον οποίο οι ερευνητές του RAND, τα επόμενα χρόνια, θα έγραφαν για την «τρομοκρατία» στις αναφορές τους για τον Λίβανο ή τη για τη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων.

Οντως, καμία αναφορά ή ανάλυση που συνέταξε το RAND, από αυτή του Απριλίου 1983 και μετά, δεν ανέφερε ξανά το ΜΑΛΞ.

Επιπλέον, αυτή η «εξαφάνιση» της εκστρατείας βομβαρδισμών με παγιδευμένα αυτοκίνητα, από το ΜΑΛΞ, συνέπεσε με τη δημοσίευση εκθέσεων και αναλύσεων που περιέγραψαν αμέσως, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο στο πλαίσιο του ευρύτερου αγώνα που έκανε το Ισραήλ ενάντια στη «διεθνή τρομοκρατία» και σαφώς εξισώνει την «τρομοκρατική απειλή» στον Λίβανο και την περιοχή με τους Παλαιστινίους και τους Άραβες συμμάχους τους. Η εξαφάνιση του ΜΑΛΞ συνέπεσε λοιπόν με την κατασκευή μιας αφήγησης που απεικόνιζε τους Ισραηλινούς ως τα αποκλειστικά θύματα (και ποτέ δράστες) της «τρομοκρατίας» και χαρακτήριζε τους Παλαιστινίους (και τους Άραβες συμμάχους τους) ως υπόδειγμα «τρομοκρατικής» απειλής.

Ομοίως, η εκστρατεία του ΜΑΛΞ με παγιδευμένα αυτοκίνητα, δεν αναφέρθηκε ποτέ σε άρθρα που δημοσιεύθηκαν στα σημαντικότερα περιοδικά που ασχολούνται με τη «μελέτη της τρομοκρατίας», και ειδικότερα το Τρομοκρατία (που εκδίδονταν από το 1979 έως το 1992), το Μελέτες για τη Σύγκρουση και την Τρομοκρατία (που εκδίδονταν την περίοδο 1992-2018) και το Τρομοκρατία και Πολιτική Βία (που εκδίδονταν μεταξύ 1997 και 2018).

Η συνεχιζόμενη εξαφάνιση του ΜΑΛΞ και η κατασκευή της «τρομοκρατίας»

Μετά τη έκδοση του Σήκω και Σκότωσε Πρώτος, ο Ρόνεν Μπέργκμαν έδωσε μια σειρά σημαντικών ομιλιών, ιδίως στην 92η Οδό Υ και στο Κέντρο Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Φόρνταμ (ομιλία που μεταδόθηκε ζωντανά από το C-Span). Εμφανίστηκε στο Fresh Air του NPR και στην Ωρα των Νέων του δημόσιου ραδιοφώνου των ΗΠΑ, έδωσε συνεντεύξεις στα CBSN, MSNBC, CNN, στο περιοδικό GQ και στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα του STRATFOR.

Ο συγγραφέας έγραψε στήλη γνώμης στο Νάσιοναλ Ριβιού (National Review), ένα άρθρο με χτύπημα στην πρώτη σελίδα του Νιούζγουηκ. Το περιοδικό Διεθνής Πολιτική (Foreign Policy) δημοσίευσε ένα μεγάλο άρθρο με βάση το βιβλίο του και του πήρε ραδιοφωνική συνέντευξη. Τέλος, το βιβλίο παρουσιάστηκε στις περισσότερες μεγάλες εφημερίδες της χώρας, από τους Νιου Γιορκ Τάιμε (δύο φορές, η δεύτερη κριτική συνοδευόταν από ραδιοφωνική συνέντευξη) ως την  Ουάσιγκτον Ποστ, το Νιούζγουηκ, την Ουάσιγκτον Ταιμς, το Μπλούμπεργκ, το Νιού Γιόρκερ, το Λωφέαρ (Lawfare), ένα πολύ γνωστό ιστολόγιο για τη διεθνή ασφάλεια και τους νόμους. Επίσης, παρουσιάστηκε στην Γκάρντιαν, τους Λόντον Τάιμς, την Ιντιπέντεντ και το BBC.

Η δημόσια συζήτηση γύρω από το βιβλίο επικεντρώθηκε στην ιστορία, την αποτελεσματικότητα, τη νομιμότητα και την ηθική του προγράμματος «στοχευμένων δολοφονιών» ή «στοχευμένων φόνων» του Ισραήλ. Αυτό το πρόγραμμα, και κάθε έκφανση Ισραηλινής βίας, έχουν συζητηθεί αποκλειστικά στο πλαίσιο της μάχης αυτής της χώρας κατά της «τρομοκρατίας». Παραδόξως, και πολύ αποκαλυπτικά, αυτή η συζήτηση έχει προχωρήσει, στο σύνολό της και χωρίς καμία εξαίρεση, ως να μην είχε συμβεί ποτέ η εκστρατεία του ΜΑΛΞ, ως οι Παλαιστίνιοι να μην ήταν ποτέ θύματα εκτεταμένης εκστρατείας «τρομοκρατίας», ως η εκστρατεία αυτή να μην είχε σκηνοθετηθεί από μερικούς από τους πιο υψηλόβαθμους ισραηλινούς ηγέτες των τελευταίων δεκαετιών, δηλαδή σαν να μην είχαν δημοσιοποιηθεί ποτέ οι αποκαλύψεις που περιέχονται στο βιβλίο.

Σε όλες αυτές τις κριτικές, συνεντεύξεις και δημόσιες ομιλίες, η μυστική επιχείρηση των Εϊτάν, Μπεν-Γκαλ, Ντάγκαν και Σαρόν δεν αναφέρεται ούτε μία φορά. Η άποψη ότι οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να έχουν εμπλακεί στην «τρομοκρατία», στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αντιμετωπίστηκε ως κάτι που απλώς δεν μπορούσες καν να σκεφτείς, ή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του ειδικού στα ΜΜΕ Ντάνιελ Χαλίν, ως «αποκλίνουσα» ιδέα που απλά «δεν ανήκει» στο δημόσιο διάλογο και επομένως πρέπει να αποκλειστεί από αυτόν.

Αυτές οι κριτικές, συνεντεύξεις και δημόσιες συνομιλίες δεν αναφέρουν ούτε μία φορά τις Ισραηλινές πρακτικές στο Λίβανο πριν και κατά τη διάρκεια της εισβολής. Όταν αναφέρεται η χρήση παγιδευμένων αυτοκινήτων, είναι αποκλειστικά στο πλαίσιο της χρήσης μιας τέτοιας τακτικής από το Ισραήλ προκειμένου να δολοφονήσει έναν συγκεκριμένο στόχο, ποτέ για να ξεχωρίσουν οι βομβιστικές επιθέσεις κατά αμάχων.

Οι αναφορές σε «άμαχους» υπογραμμίζουν ακόμη περισσότερο τα στενά όρια περιορισμού της δημόσιας συζήτησης. Όταν συζητιέται η χρήση βίας από το Ισραήλ, και, κατά καιρούς, επικρίνεται, είναι πάντα και μόνο στο πλαίσιο της απάντησης του Ισραήλ στην «τρομοκρατική απειλή». Όταν άμαχοι σκοτώνονται ή τραυματίζονται, είναι πάντα αθέλητα, και οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι ξανά και ξανά περιγράφονται να αγωνιούν για την ηθική αυτών των ενεργειών.

Όντως, οι αναφορές επαναλαμβάνονται πάντα στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι στέκονται θαρραλέα απέναντι στους ανωτέρους τους και αρνούνται να ακολουθήσουν εντολές που θα έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή αθώων αμάχων. Για παράδειγμα, έχουν συζητηθεί και περιγραφεί ξανά και ξανά, μετά τη δημοσίευση του βιβλίου, η άρνηση του Διοικητή της Πολεμικής Αεροπορίας Νταβιντ Ίβρι να υπακούσει εντολές, αρνούμενος την κατάρριψη αεροπλάνου στο οποίο βρίσκονταν ο Γιάσερ Αραφάτ ή ακόμη και η απόφαση του Ουζι Ντάιαν να αλλοιώσει αναφορές πρακτόρων ώστε οι Ισραηλινοί βομβαρδισμοί της Βηρυτού, που είχαν στόχο να δολοφονήσουν τον Αραφάτ, να μη προχωρήσουν, γιατί ο κίνδυνος για τους αμάχους ήταν ιδιαίτερα υψηλός.

Οι πολλαπλές, συχνά εξαιρετικά λεπτομερείς και κατασκευασμένες περιγραφές επιχειρήσεων που διέταξαν ο Εϊτάν ή ο Σαρόν, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν σκοτώσει πολλούς αμάχους, αλλά δεν το έκαναν λόγω της γενναιότητας άλλων ισραηλινών αξιωματικών, παρουσιάστηκαν σε ένα πλαίσιο όπου μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία παγιδευμένων αυτοκινήτων, που διετάχθησαν από αυτούς τους ίδιους Ισραηλινούς αξιωματούχους και που σκότωσαν εκατοντάδες αμάχους, έχουν πολύ απλά και ξεκάθαρα διαγραφεί από την ιστορία.

Στο βιβλίο του 1988 «Κατασκευάζοντας Συναίνεση» για την προπαγάνδα και τα μέσα ενημέρωσης, ο Νόαμ Τσόμσκυ και ο Εντουαρντ Χέρμαν τεκμηριώνουν οτι ο Τύπος τείνει να καλύπτει τα «άξια» και τα «ανάξια» θύματα με εντυπωσιακά διαφορετικούς τρόπους. «Η υπόθεσή μας», γράφουν στην εισαγωγή, «είναι ότι τα άξια θύματα θα παρουσιάζονται τονισμένα και δραματικά, θα εξανθρωπιστούν και η θυματοποίησή τους θα καταγραφεί με λεπτομέρειες και μες στο πλαίσιο δημιουργίας μιας διήγησης, που θα γεννήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τη συμπάθειά του». «Από την άλλη», προσθέτουν, «τα ανάξια θύματα έχουν [στη διήγηση της ιστορίας τους] πολύ λίγες λεπτομέρειες, τον λιγότερο δυνατό εξανθρωπισμό και ελάχιστη δημιουργία πλαισίου ικανού να ενθουσιάσει ή να εξοργίσει».

Η δημόσια συζήτηση γύρω από το Σήκω και Σκότωσε Πρώτος ακολουθεί ακριβώς ένα τέτοιο σενάριο, με μια διαφορά. Παλαιστίνιοι άμαχοι που ήταν πραγματικά θύματα της εκστρατείας παγιδευμένων αυτοκινήτων του Ισραήλ, με εντολή του Σαρόν και άλλων, αντιμετωπίστηκαν ως «ανάξια θύματα». Η μοίρα τους περνάει απαρατήρητη, ενώ η ίδια η ύπαρξη της μυστικής επιχείρησης στην οποία έπεσαν θύματα έχει εξαφανιστεί από παντού. Παλαιστίνιοι που θα μπορούσαν να είναι θύματα συγκεκριμένων επιχειρήσεων που διέταξαν ο Σαρόν και άλλοι, αλλά δεν δολοφονήθηκαν χάρη στους θαρραλέους και αρχηγούς Ισραηλινούς αξιωματικούς αντιμετωπίστηκαν ως «δυνητικά» ή «επίδοξα άξια θύματα». Τιμάται και αναφέρεται η επιβίωσή τους, οι αξιωματικοί που τους «έσωσαν» επαινούνται επανειλημμένα ως ήρωες, οι προσπάθειές τους ώστε τέτοιες επιχειρήσεις να μην υλοποιηθούν περιγράφονται λεπτομερέστατα.

Τέλος, μια μη επιστημονική ανάλυση των μηνυμάτων του τουίτερ με θέμα το βιβλίο του Μπέργκμαν, δείχνει ότι πολλοί εξέχοντες «ειδικοί επί της τρομοκρατίας» έχουν επαινέσει το βιβλίο, αλλά αποσιωπούν απολύτως τις αποκαλύψεις για τις επιθέσεις του ΜΑΛΞ. Για παράδειγμα, ο Μπρους Χόφμαν (που το 1984 και το 1985, συνέταξε αναφορές του RAND, οι οποίες εξαφάνισαν τελείως τις επιθέσεις του ΜΑΛΞ, ενώ εστιάζονταν στο βαθμό στον οποίο η εισβολή του Ισραήλ «διέκοψε» την υποδομή των παλαιστινιακών «τρομοκρατικών οργανώσεων» στο Λίβανο) τουίταρε το εξής στις 19 Φεβρουαρίου [2018]:

«Μεταξύ των σημαντικότερων βιβλίων που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια για την τρομοκρατία / αντιτρομοκρατία. Έχω περάσει σχεδόν ολόκληρο το τριήμερο των διακοπών κολλημένος με αυτό το υπέροχο βιβλίο. Αξίζει να διαβαστεί οπωσδήποτε.

Σε μια αξιοσημείωτη εικόνα της διαδικασίας να περιληφθούν (πράξεις που παρουσιάζουν θετικά τις πολιτικές του Ισραήλ έναντι των αμάχων) και αποκλεισμού (πράξεων που δεν τις παρουσιάζουν θετικά), όπως περιγράφηκαν παραπάνω, ο Μαξ Μπουτ, συνεργάτης του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων και αρθρογράφος της Ουάσιγκτον Ποστ, δημοσίευσε με λινκ το άρθρο του Μπέργκμαν στους Νιού Γιορκ Τάιμε, λέγοντας:

«Πρόκειτααι για ένα πολύ καλό άρθρο ​​για το Ισραήλ. Δείχνει πώς ο Ισραηλινός Στρατός αντιστάθηκε επανειλημμένα στις πολιτικές πιέσεις, ειδικά από τον Αριέλ Σαρόν, να δολοφονήσει τον Αραφάτ, λόγω φόβων για τους αμάχους. Δείχνει ότι ο Ισραηλινός Στρατός σέβεται τους νόμους του πολέμου.

Ο Τόμας Φρίντμαν, ο οποίος τότε κάλυψε αρκετές βομβιστικές επιθέσεις του ΜΑΛΞ, για την πρώτη σελίδα των Νιου Γιορκ Τάιμε, ακόμη δεν έχει γράψει ούτε μια λέξη για τις αποκαλύψεις του Μπέργκμαν.

Εξαφανίζοντας τις εναλλακτικές διηγήσεις

Στο επίκεντρο της σύνθετης, και θεμελιωδώς πολιτικής διαδικασίας, μέσω της οποίας η «τρομοκρατία» απέκτησε την πολύ συγκεκριμένη και αυστηρά οριοθετημένη σημασία της, ήταν η εξαφάνιση των πολλαπλών εναλλακτικών αφηγήσεων σχετικά με την «τρομοκρατία» και, ειδικότερα, όσων αφορούν στην ταυτότητα των δραστών της και των θυμάτων της. Με την πάροδο του χρόνου, συγκεκριμένα δεκαετιών, η πλήρης εξάλλειψη της εκστρατείας παγιδευμένων αυτοκινήτων του ΜΑΛΞ επέτρεψε την κατασκευή της εικόνας που βλέπει τους Παλαιστίνιους (και τους Άραβες συμμάχους τους) αποκλειστικά ως δράστες, και ποτέ θύματα, της «τρομοκρατίας». Από την άλλη, η ίδια σιωπή επέτρεψε την κατασκευής της εικόνας των Ισραηλινών αποκλειστικά ως θυμάτων, και ποτέ ως δραστών «τρομοκρατίας».

Ενέργειες που είναι ολοφάνερα «τρομοκρατία» (βομβιστικές επιθέσεις με τη χρήση αυτοκινήτων!), ενέργειες που είναι λιγότερο προφανώς «τρομοκρατία». Στο Δίκαιο περί Τρομοκρατίας και το Ανθρωπιστικό Δίκαιο, ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Κρίστοφερ Γκρίνγουντ, έχει προτείνει να «χωριστεί σε έναν εσωτερικό πυρήνα και μια περιβάλλουσα περιοχή» η «τρομοκρατία».

Στον «εσωτερικό πυρήνα» είναι «οποιαδήποτε περιγραφή της τρομοκρατίας περιλαμβάνει βίαιες ενέργειες που θεωρούνται τρομοκρατικές λόγω των στόχων που επιλέγουν (όπως άμαχοι, υπήκοοι κρατών που δεν εμπλέκονται άμεσα ή παιδιά) ή λόγω των μεθόδων που επιλέγονται (όπως η δολοφονία κρατουμένων, η ομηρία ή αδιάκριτη χρήση όπλων)». Αυτές οι περιγραφές της «τρομοκρατίας» μοιράζονται ένα σημαντικό χαρακτηριστικό: «θα αποτελούσαν παραβιάσεις των κανόνων του πολέμου, εάν πραγματοποιούνταν από τις ένοπλες δυνάμεις ενός κράτους σε περίοδο ένοπλων συγκρούσεων». Τέτοιες πράξεις, επομένως, «είναι εγγενώς αντίθετες με το Διεθνές Δίκαιο».

Η δυσκολία όμως, όπως εξηγεί παρακάτω, είναι ότι «λίγες περιγραφές της τρομοκρατίας σταματούν σε αυτόν τον εσωτερικό πυρήνα». «Πολλοί σχολιαστές και οι περισσότεροι πολιτικοί», έγραψε το 1989, «συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν ως «τρομοκρατικές» μια σειρά ενεργειών που δεν θα ήταν αντίθετες με το διεθνές δίκαιο εάν πραγματοποιήθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις ενός κράτους που σε ένοπλη σύγκρουση», για παράδειγμα επιθέσεις σε στρατιωτικούς στόχους. Όταν πράξεις που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία ονομάζονται και καταγγέλλονται ως «τρομοκρατία», συνέχισε, «δεν οφείλεται σε κάποια εγγενή αδικία της ίδιας της πράξης, αλλά λόγω της ταυτότητας του δράστη, του καθεστώτος της ομάδας στην οποία ανήκει ή το στόχο που επιδιώκει να επιτύχει». Υπάρχει, και δεν προκαλεί καμμία έκπληξη το γεγονός, «σημαντική διαφωνία σχετικά με το ποιες πράξεις σε αυτήν την εξωτερική κατηγορία περιγράφονται δίκαια ως τρομοκρατικές».

Η επίθεση στη Ναχαρίγια, το 1979, που αναφέρεται στο άρθρο του Μπέργκμαν στους Νιου Γιορκ Τάιμς, ήταν αναμφίβολα ενέργεια «τρομοκρατίας» που ανήκει σε αυτόν τον «εσωτερικό πυρήνα», όπως και αμέτρητες άλλες επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ όλα αυτά τα χρόνια. Αντίθετα, οι επιθέσεις εναντίον του ισραηλινού στρατγείου στο Τύρο ή κατά των αμερικανικών πεζοναυτών στη Βηρυτό, τοποθετούνται μάλλον στον «εξωτερικό πυρήνα» και υπάρχει πρόβλημα στην ένταξή τους ή στην καταγγελία τους ως «τρομοκρατία».

Σε αντίθεση με όσα επανειλημμένα ισχυρίστηκαν Ισραηλινοί (και Αμερικανοί) ηγέτες εκείνη την εποχή, δεν υπάρχει τίποτα απλό και ξεκάθαρο σχετικά με την «τρομοκρατία», στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης τόσο πολύ περίπλοκης όσο η σύγκρουση του Λιβάνου στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Άνθρωποι από όλες τις πλευρές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν (και το υποστήριξαν) ότι ήταν θύματα ενεργειών που ανήκαν στον «εξωτερικό πυρήνα» ή στον «εσωτερικό πυρήνα» που περιγράφει ο Γκρήνγουντ, δηλαδή υπήρξαν θύματα της «τρομοκρατίας».

Για να χρησιμοποιήσουμε ένα διαβόητο παράδειγμα, οι Παλαιστίνιοι λένε ότι η σφαγή που διεπράχθη στη Σάμπρα και τη Σατιλα από χριστιανούς Φαλαγγίτες, συμμάχους του Ισραήλ, ήταν σαφώς «τρομοκρατία». Εάν πάρουμε σοβαρά υπόψιν τον ορισμό του Μπενζιον Νετανιάχου για την «τρομοκρατία» ως «σκόπιμη και συστηματική δολοφονία αμάχων για να εμπνεύσει το φόβο», δύσκολα θα διαφωνήσουμε μαζί τους. Αν δεχτούμε τη λογική του για το «ηθικό κακό» της «τρομοκρατίας» που «μολύνει» όχι μόνο εκείνους που διαπράττουν τέτοιες πράξεις αλλά και «εκείνους που, λόγω κακίας, άγνοιας ή απλής άρνησης σκέψης» κλπ, είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τους Παλαιστίνιους που θεωρούν τον Αριέλ Σαρόν (ο οποίος, σύμφωνα με την Επιτροπή Καχάν, φέρει «προσωπική ευθύνη» για αυτό που συνέβη στα στρατόπεδα) ως υπεύθυνο για αυτή τη φρικτή πράξη «τρομοκρατίας».

Η συζήτηση για την «τρομοκρατία» θα μπορούσε φυσικά να επεκταθεί περισσότερο, για να συμπεριλάβει πυραυλικές επιθέσεις χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή και βομβαρδισμούς από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις, πρακτικές για τις οποίες έχουν επιμείνει δεκάδες χώρες ξανά και ξανά, το θέμα συζητήθηκε στα Ηνωμένα Έθνη, ότι ισοδυναμούν με «τρομοκρατία» ή «κρατική τρομοκρατία». Ας σημειωθεί ότι από το 1972 οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ασκήσει επανειλημμένα βέτο ή έχουν απειλήσει βέτο οποιοδήποτε ψήφισμα θα χρησιμοποιούσε την ορολογία της «τρομοκρατίας» για να αναφερθεί σε και να καταδικάσει τις χρήσεις βίας από το Ισραήλ.

Αυτό εδώ το άρθρο, όμως, επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην εκστρατεία με παγιδευμένα αυτοκίνητα της ΜΑΛΞ, ακριβώς επειδή οι αδιάκριτες βομβιστικές επιθέσεις με τη χρήση παγιδευμένων αυτοκινήτων ανήκουν αναμφισβήτητα στον «εσωτερικό πυρήνα» του Γκρηνγουντ, δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο είδος πρακτικών που όλοι συμφωνούν ότι αποτελούν «τρομοκρατία». Είναι ακριβώς για αυτό, δηλαδή ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι επιθέσεις αυτές ήταν «τρομοκρατία», που κάνουν την απόλυτη σιωπή σχετικά με τις αποκαλύψεις του Μπέργκμαν τόσο αποκαλυπτική και ανησυχητική.

Κατασκευάζοντας τον «Ουσιαστικό Τρομοκράτη»

Το 1986, ο Έντουαρντ Σάιντ έγραψε μια εντυπωσιακή κριτική για το βιβλίο του Μπενιαμιν Νετανιάχου «Τρομοκρατία: Πώς μπορεί να κερδίσει η Δύση», ένα κομμάτι που μέχρι σήμερα παραμένει μια από τις πιο ισχυρές κριτικές του πρόσφατα αναδυόμενου λόγου για την «τρομοκρατία».

Σε αυτό το κομμάτι, με τίτλο Ο Ουσιαστικός Τρομοκράτης (The Essential Terrorist), ο Σαϊντ περιέγραψε πώς ένα κεντρικό χαρακτηριστικό αυτών των επιχειρημάτων ήταν ήδη η «επιλεκτικότητά τους»: «”Εμείς” δεν είμαστε ποτέ τρομοκράτες, ανεξάρτητα από το τι έχουμε κάνει», έγραψε. «’Αυτοί’ είναι και θα είναι για πάντα.» Ο κύριος στόχος αυτών των επιχειρημάτων, υποστηρίζει, ήταν να «απομονώσεις τον εχθρό σου από το χρόνο, από τις αιτίες, από προηγούμενες ενέργειες και, έτσι, να τον ζωγραφίσεις ως οντολογικά και παιδιάστικα αποφασισμεένο να προκαλέσουν χάος για το χάος». Οντως, πρόσθεσε, «αν μπορείτε να δείξετε ότι οι Λίβυοι, οι Μουσουλμάνοι, οι Παλαιστίνιοι και οι Άραβες, γενικά, δεν έχουν καμία άλλη αλήθεια, εκτός από αυτό που επιβεβαιώνει ότι ως Λίβυοι, Μουσουλμάνοι, Παλαιστίνιοι και Άραβες είναι ουσιαστικά τρομοκράτες», μετά από αυτό μπορούμε να «προχωρήσουμε και να επιτεθούμε και σε αυτούς και στα “τρομοκρατικά” κράτη τους γενικά, αποφεύγοντας όλες τις ερωτήσεις για τη δική μας συμπεριφορά ή για το ρόλο μας στην μοίρα που τώρα τους επιφυλάσσουμε».

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, στη Νέα Υόρκη, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους έκανε μια, διάσημη, πια, ερώτηση: «Γιατί μας μισούν;», και απάντησε ο ίδιος υποστηρίζοντας ότι «αυτοί» μισούν τη δημοκρατία και τις ελευθερίες μας. Ένας σημαντικός, όντως κεντρικός, στόχος της συζήτησης για την «τρομοκρατία» είναι να αποκλειστούν τυχόν εναλλακτικές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, κυρίως απαντήσεις που θα έδειχναν ως υπεύθυνες τις προηγούμενες και τις νυν πολιτικές «μας».

Ο Άσαντ αμπού Χαλίλ, ΛιβανέζοΑμερικανός που διδάσκει στο πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, έχει ένα ιστολόγιο, που το ονομάζει Ειδησεογραφικό Δίκτυο του Θυμωμένου Άραβα (The Angry Arab News Service). Η αντίδρασή του στη δημοσίευση του άρθρου του Μπέργκμαν στους Τάιμς, καταγράφτηκε στο Mondoweiss. Αντιπροσωπεύει, μέχρι σήμερα, τη μοναδική αναφορά στο ΜΑΛΞ που έχει δημοσιευτεί οπουδήποτε από τότε που εκδόθηκε το βιβλίο.

Γεννημένος στην Τύρο και μεγαλωμένος στη Βηρυτό, ο Αμπού Χαλίλ έζησε στο πετσί του αυτούς τους βομβαρδισμούς. Όσα έγραψε, και όσα αυτά σημαίνουν για την πραγματικότητα της πολιτικής βίας στον κόσμο μας, είναι ακριβώς αυτά που, περισσότερο από τρεις δεκαετίες αργότερα, συνεχίζουν να εξαφανίζονται και να αποκρύπτονται συστηματικά:

«Η ιστορία αναφέρει ότι “εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν” από αυτούς [το ΜΑΛΞ). Αλλά δεν σας τα λένε όλα: αυτό το Μέτωπο εξειδικεύονταν στα παγιδευμένα αυτοκίνητα, που τα τοποθετούσε σε πολυσύχναστες γειτονιές. Φύτευαν βόμβες στη Δυτική Βηρυτό με μόνο στόχο την απόλυτη τρομοκρατία. Υπολογίζω ότι ο αριθμός των αθώων θυμάτων που σκοτώθηκαν από αυτήν την ομάδα ήταν χιλιάδες και όχι εκατοντάδες. Αυτό είναι το έργο του Ισραήλ που πολλοί Λιβανέζοι και μη Λιβανέζοι Άραβες δεν θα ξεχάσουν. Είναι τμήμα των εγκλημάτων πολέμου για τα οποία οι Άραβες θεωρούν το Ισραήλ υπεύθυνο, επιπρόσθετα στην παράνομη κατοχή της Παλαιστίνης – ολόκληρης της Παλαιστίνης.

Στο Τhe Nation, ο Έντουαρντ Σάιντ δηκτικά (και προφητικά) ρωτούσε: «Έχουμε βεβαιωθεί τόσο ότι είναι αδιάφορες εκατομμύρια αραβικές και μουσουλμανικές ζωές, που υποθέτουμε ότι είναι θέμα ρουτίνας ή ασήμαντο θέμα όταν πεθαίνουν είτε στα χέρια μας είτε στα χέρια των αγαπημένων μας Ιουδαίο-Χριστιανών συμμάχων; Πιστεύουμε πραγματικά ότι οι Άραβες και οι Μουσουλμάνοι έχουν την τρομοκρατία στα γονίδια τους;» Πάνω από τρεις δεκαετίες αργότερα, οι ίδιες εξαιρετικά βίαιες πολιτικές συνεχίζουν να εφαρμόζονται στη λεγόμενη Μάχη κατά της «Τρομοκρατίας» και έχουν αποτύχει οικτρά, ξανά και ξανά. Μια σοβαρή, ειλικρινής συζήτηση για την πραγματικότητα της πολιτικής βίας στον κόσμο μας, στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, είναι από καιρό επείγουσα.

 

*Ο Ρεμι Μπρουλίν είναι λέκτορας στο πανεπιστήμιο Τζων Τζέι, και διδάκτορας του πανεπιστημίου Σορμπόν Νουβέλ, ειδικευμένος στην ιστορική ανάλυση της χρήσης του όρου «τρομοκρατία» από τις ΗΠΑ. Το άρθρο μετάφρασε από τα αγγλικά η Λαμπρινή Θωμά.