«Αυτά γιατί τα βάζεις; Είναι προπαγάνδα!». Οι ειδήσεις και τα κείμενα που έκρινε ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος – αριστερότερος εμού, κατά την γενικότερα αποδεκτή οπτική – αναφέρονταν στο Ιράν και τη Συρία. Τα χαρακτήριζε «προπαγάνδα» γιατί οι πηγές μου (οι οποίες σαφώς αναφέρονταν), ήταν Ρωσικές, Συριακές και Ιρανικές. Μέχρι σήμερα ποτέ δεν είχε τεθεί ζήτημα, από τον ίδιο, κι ας τα λέμε συχνά, για ειδήσεις με πηγή διεθνή πρακτορεία, μεγάλα Αμερικάνικα μέσα, πολυεθνικές του Τύπου. Αυτές αυτομάτως, άνθρωποι του επαγγέλματος, με χρόνια στην καμπούρα τους, για κάποιο λόγο τις θεωρούν «αντικειμενικές». Ειδικά αν πετάνε στη συνταγή και μερικές ΜΚΟ με φανταχτερά, ανθρωπιστικά ονόματα, τις οποίες δεν ελέγχει κανείς – και, όχι, δε μιλώ για εγνωσμένης αξίας και ρόλου οργανώσεις. Ο καθένας δοκιμάζεται και αποκτά θέση. Μιλώ για αυτές που κατασκευάζονται, δοκιμάζονται, κι αν πετύχει η συνταγή καθιερώνονται, ως πάρα μα πάρα πολύ χρήσιμες.

Η πρώτη απώλεια

Φόρος τιμής στο δάσκαλο Φίλιπ Νάιτλυ

Η πιο «ένδοξη» από τις δημοσιογραφικές δουλειές, η πολεμική ανταπόκριση γεννιέται, με μορφή κοντινή σε αυτήν που ξέρουμε σήμερα, στην Κριμαία. Ο πρώτος διδάξας, ο «άθλιος γονιός μιας άτυχης φάρας», όπως περιέγραψε τον εαυτό του, ο Ουίλλιαμ Ράσελ Χάουαρντ, των Τάιμς, ποτέ δεν παρέστησε τον αντικειμενικό. Άλλωστε, ένας στόχος της ιδιοκτησίας των Τάιμς ήταν να αυξηθεί ο αριθμός των εθελοντών στον πόλεμο, όπως ζητούσε η Βρετανική κυβέρνηση. Και, ο αργότερα σερ, Ουίλιαμ, όφειλε να βοηθήσει την αυτοκρατορική προσπάθεια, παρουσιάζοντας τον πόλεμο ως πεδίον δόξης λαμπρό για αληθινούς άνδρες, από ανταπόκριση σε ανταπόκριση.

Η πολεμική ανταπόκριση διαμορφώνεται σε αυτό που ακριβώς ξέρουμε σήμερα το πρωί της 25ης Οκτωβρίου του 1983. Εκείνη τη μέρα, οι ΗΠΑ εισέβαλαν στη Γρενάδα, ένα ακόμη «αγκαθάκι» στην λατινική αυλή τους. Το ίδιο απόγευμα, ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Ρήγκαν, Τζωρτζ Σουλτς, ανακοίνωνε ότι, ο λόγος της εισβολής ήταν «η ανησυχία για τη ζωή αμερικάνων πολιτών» και το κάλεσμα των κρατών «που χρειάζονταν τη στήριξη των ΗΠΑ για να διατηρήσουν την σταθερότητα στην περιοχή», μετά τη δολοφονία του Μόρις Μπίσοπ, σοσιαλιστή πρωθυπουργού της Γρενάδα, από πραξικοπηματίες. Η επίθεση εξελίχθηκε απέναντι σε έναν εν πολλοίς άμαχο πληθυσμό, αριστερής αποκλίσεως, η σορός του Μπίσοπ δε βρέθηκε ποτέ και όλα παρουσιάστηκαν, προς τον Τύπο, με όρους ψυχρού πολέμου και σύγκρουσης υπερδυνάμεων.

Η είδηση της εισβολής «ακούστηκε» ώρες μετά την πραγματοποίησή της. Όλα είχαν ετοιμαστεί και γίνει σε απόλυτη μυστικότητα. Οι δημοσιογράφοι δεν είχαν πάρει χαμπάρι. Και αφού πήραν, μαθαίνοντάς το από επίσημα χείλη, είδαν τις αιτήσεις τους για κάλυψη του πολέμου στη Γρενάδα να απορρίπτονται η μία μετά την άλλη. Επί τριήμερο δεν επετράπη σε κανέναν δημοσιογράφο να πατήσει το πόδι του στο νησί. Με απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Που είχε μάθει πολύ καλά το μάθημά της, από το Βιετνάμ. Και που δεν είχε κανένα μα κανένα πρόβλημα να πλήξει την περίφημη και συνταγματική «Ελευθερία του Λόγου» και του Τύπου, όταν χρειαζόταν για …το καλό μιας μικρούλας πρώην Βρετανικής αποικίας στη μέση του πουθενά.

Όταν οι δημοσιογράφοι άρχισαν να φωνάζουν για τον αποκλεισμό τους και τη συνταγματική παραβίαση, ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Τζέημς Μπέηκερ, δήλωνε με περηφάνεια πως, ναι μεν «δε γνώριζε και γι’ αυτό δεν τους είχε πει τίποτε πριν την εισβολή» – πράγμα δύσκολο να το πιστέψει κανείς- αλλά και αν ήξερε «θα συμφωνούσε απόλυτα με τον αποκλεισμό [του Τύπου], και μάλιστα όχι μόνο σε αυτή την περίπτωση, αλλά και όποτε άλλοτε κρίνεται αναγκαίο».

Υπήρχε όμως ένα μικρό ζήτημα να απαντηθεί. Το συνταγματικό. Πως θα μπορούσαν να καλύψουν τα νώτα τους, τις προαναγγελθείσες επόμενες φορές οι αμερικάνικες κυβέρνήσεις, σε νομικό επίπεδο; Και, εγεννήθη ο δημοσιογράφος – ακόλουθος. Όπως σωστά έχει γραφτεί, η αγγλική λέξη, embedded journalist, είναι πολύ χρήσιμη και γεμάτη τη σωστή πληροφορία: σημαίνει ότι αυτός ο δημοσιογράφος βρίσκεται με κάποιον μαζί, στο ίδιο κρεβάτι. Κι αυτός ο κάποιος είναι ο Στρατός. Στην αρχή, της Αυτοκρατορίας. Μετά, το μάθημα το έμαθαν όλοι.

Αυτό που ξεκίνησε σαν ένα μικρό πείραμα στην αυλή τους, έγινε πολύ σύντομα ο κανόνας.

Από τη Γρενάδα ως το Κοσσυφοπέδιο, οι Αμερικάνοι είχαν τελειοποιήσει τη μέθοδο ελέγχου του Τύπου και από κει και πέρα ήταν της λογικής «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει». Από τη Γρενάδα και μετά, λιγότερο ή περισσότερο, οι δυτικές δημοκρατίες ακολούθησαν το παράδειγμα της πρώτης διδάξασας.

Τα κόλπα πέρασαν γρήγορα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η Μάργκαρετ Θάτσερ – ο έτερος νεοφιλελεύθερος πόλος της εποχής- χρησιμοποίησε αντίστοιχες μεθόδους στις Μαλβίνες/ Φώκλαντ. Είχε στο πλευρό της τη Sun που στήριζε «τον ευγενή σκοπό της κυβέρνησης» και είχε φτάσει η ίδια η πρωθυπουργός να τα βάλει με το BBC, που αντί να αναφέρεται «στους στρατιώτες μας, αναφερόταν σε Βρετανικό στρατό» και «που δεν ενδιαφερόταν για την ασφάλεια των ανδρών μας», επιμένοντας να καλύπτει και ανεξάρτητα από τις αρχές τα τεκταινόμενα. Η απάντηση του BBC ήταν «Δεν είμαστε η Βρετανία, είμαστε το BBC» (τότε- και ναι, τα μόνα που μπορούν να αντισταθούν κατά το δυνατόν, από όσα μέσα θεωρούμε συστημικά, και εφόσον υπάρχει το προσωπικό και το θέλημα, είναι τα κρατικά μέσα που προστατεύονται από καθαρό νομικό πλαίσιο.).

Η Πρώτη Απώλεια του Πολέμου, έχει ειπωθεί από το 1917, είναι η Αλήθεια. Αν αντικειμενικότητα δεν υπάρχει στη Δημοσιογραφία (εξαιρείται ο Σκάι, που ως εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα), στη δημοσιογραφία του Πολέμου όχι μόνον δεν υπήρχε εξ αρχής, αλλά επειδή είναι η πιο κρίσιμη μορφή όταν εμπλέκονται μεγάλες δυνάμεις και ακόμη μεγαλύτερα συμφέροντα, ειδικά σε αυτήν, το παιγνίδι ποτέ δεν μπορεί να αφήνεται στην τύχη. Αν για την υπόλοιπη, καθημερινή δημοσιογραφία, οι επεμβάσεις μπορούν να είναι πιο «άνωθεν» (βλέπε παρακάτω), εδώ οι επεμβάσεις όφειλαν να είναι άμεσες και άμεσα επιβαλλόμενες. Τα χαϊρια της δεύτερης φάσης του πολέμου του Βιετνάμ δεν τα ξαναήθελαν οι Αμερικάνοι – ακόμη και σήμερα υπάρχουν επίσημες φωνές και ιστορικοί που κατηγορούν τον Τύπο για εκείνη τη μεγάλη τους ήττα. Η μετατροπή του δημοσιογράφου σε μέρος του στρατεύματος ήταν, όπως αποδείχθηκε, η λύση. Κι αυτό μόνο και μόνο γιατί, ο πλήρης αποκλεισμός της παρουσίας του δημοσιογράφου ήταν αδύνατη.

Παλιές, ξεχασμένες ιστορίες από το αρχείο

Ο πόλεμος του Βιετνάμ στάθηκε το μεγάλο σχολείο για το στρατό της αυτοκρατορίας, όμως η Δημοσιογραφία είχε μπει πολύ νωρίτερα στο στόχαστρο. Λόγω Ψυχρού Πολέμου. Η «Επιχείρηση Κοτσύφι» (Operation Mockingbird), για την οποία έχω γράψει και πριν κάποια χρόνια στο The Press Project, ξεκίνησε το 1948 και ανήκε στα βασικά όπλα του Ψυχρού Πολέμου. Άρχισε να ακούγεται τα χρόνια του Βιετνάμ, έπεσε η γνωστή και κατευθυνόμενη λάσπη περί ψεκασμένων και θεωριών συνομωσίας, ώσπου, το 2007, μάθαμε όλοι περιχαρείς πως δεν έκανε ποτέ κρύο και τσίφι για το συγκεκριμένο κοτσύφι. Mέχρι και σήμερα, ναι.

Στόχος της επιχείρησης, ήταν ο έλεγχος του Τύπου από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και ειδικώς τη CIA. Το 1948 παίρνει σάρκα και οστά το ειδικό γραφείο της Αμερικάνικης υπηρεσίας πληροφοριών, του παρέχονται τερατώδη κονδύλια, και, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, το Γραφείο Πολιτικού Συντονισμού της CIA πληρώνει αδρά συγκροτήματα Τύπου και αρχισυντάκτες πρακτορείων ειδήσεων, για λόγους «προπαγάνδας, οικονομικού πολέμου» και για την εξυπηρέτηση των αναγκών «υποταγής εχθρικών κρατών». Πληρώνει δημοσιογράφους απ’ ευθείας – όσο μεγαλύτερο το όνομα, τόσο καλύτερα. Πληρώνει διευθυντές για να «κρατούν τα γκέμια», ρίχνει χρήμα στην πεινασμένη αγορά…

Η «Επιχείρηση Κοτσύφι» είχε ως πρώτο και βασικό στόχο την προπαγάνδα σε ΜΜΕ άλλων κρατών, αλλά δεν έμεινε ασυγκίνητη μπρος σε όσες ευκαιρίες της προσφέρθηκαν και σε ντόπια, αμερικάνικα μέσα. Ειδικά για αυτά, και ειδικά για μεγαλοδημοσιογράφους, ο εκάστοτε διευθυντής της CIA έδινε αυτοπροσώπως τις παραγγελιές ― τι να γράψουν και πότε.  Και μάλιστα, όχι μόνο καλοπλήρωνε τους μεγαλοδημοσιογράφους, με χιλιάδες δολάρια για κάθε «εξυπηρέτηση», αλλά τους έδινε αποκλειστικά και από τις for his eyes only πληροφορίες, για να χτίσουν την καριέρα τους ως …λαγωνικά.

Για τους κονδυλοφόρους εξωτερικού, τα χρήματα προέρχονταν από τα λεφτά του «φιλάνθρωπου» Σχεδίου Μάρσαλ (τη «βοήθεια» του οποίου δέχθηκε μεταπολεμικά και η χώρα μας). «Δεν υπήρχε όριο στα χρήματα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν [για λάδωμα], δεν υπήρχε όριο στον αριθμό ανθρώπων προς εξαγορά, δεν υπήρχε φραγμός στο είδος των πρακτικών που κρίνονταν απαραίτητες για τον πόλεμο αυτό [της προπαγάνδας]», αποκάλυψε χρόνια αργότερα ο ίδιος ο πρώτος επικεφαλής της Επιχείρησης για τα ξένα ΜΜΕ, Τόμας Μπρέιντεν.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ιστορίας της «Επιχείρησης Κοτσύφι», όπως καταγράφεται σε σχετικές μελέτες, είναι ότι βρήκε πιο πρόσφορο έδαφος στα ιδιωτικά ΜΜΕ. Βέβαια, τις πρώτες δεκαετίες, που έδρασε σε χώρες με δικτατορίες ή απολύτως ελεγχόμενα από κρατικές μηχανές ΜΜΕ, τα κρατικά και δημόσια ΜΜΕ δεν αποτελούσαν πρόβλημα για τη CIA. Και πάλι η Λατινική Αμερική ήταν το πεδίο των πειραμάτων, και ακόμη και σήμερα εκεί ο Τύπος, στην πλειονότητά του, αποτελεί αμερικάνικο χωραφάκι.

Ύστερα, ήρθε και η «αποχαύνωση», όπως τη λέμε. Θυμίζω: στην «Εκπαίδευση της Αμάθειας» ο Ζαν-Κλώντ Μισεά μιλάει για μια σύσκεψη των ισχυρών του πλανήτη στην οποία εξέταζαν πως θα αντιμετωπίσουν την οργή του κόσμου στο προσεχές μέλλον, όταν η πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού (η κατεστραμμένη μεσαία τάξη, οι στρατιές των ανέργων, οι περιθωριοποιημένοι, εμείς όλοι) θα είναι πλέον υπεράριθμη και άχρηστη για την οικονομία τους. «Η λύση που επικράτησε στη σύσκεψη ως πιο λογική, ήταν αυτή που πρότεινε ο [νεοφιλελεύθερος γκουρού] Ζμπίγκνιου Μπρζίνσκυ. Και της έδωσε το όνομα tittytainment [άρτος και θέαμα]. Με αυτόν τον νεολογισμό επρόκειτο να ορισθεί ένα κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης και επαρκούς διατροφής που θα επέτρεπαν να διατηρηθεί σε καλή διάθεση ο αποστερημένος πληθυσμός του πλανήτη». Δεν αξίζει εδώ να σπαταλήσω χώρο για παραδείγματα…

Για την Αλήθεια

Φόρος τιμής στο δάσκαλο Ισίδωρο Στόουν

H διαπλοκή ΜΜΕ και ιδιοτελών συμφερόντων είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Η Αμερικάνικη Επέμβαση στα ΜΜΕ είναι παλιά, γνωστή και ερευνημένη (ναι, υπάρχουν και αυτοί οι δημοσιογράφοι) ιστορία.  Συμφέροντα που κυμαίνονται από μικρά (να προβάλλουμε τον «κολλητό»), σε μεγαλύτερα (να εξασφαλίσει ο ιδιοκτήτης τους ένα δημόσιο έργο), σε τεράστια, τα οποία ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις και ξεπουλάνε λαούς.

Σε αυτή την δυστοπική πραγματικότητα για τα ΜΜΕ, σε αυτή την άγρια, βάρβαρη πραγματικότητα για τους λαούς, ξανά, ναι, υπάρχουν δημοσιογράφοι, γνωστοί ή άγνωστοι, έμπειροι ή άπειροι, μικροί ή μεγάλοι, που μπαίνουν σε αυτή τη δουλειά έχοντας στο νου τα λόγια ενός μεγάλου μας δασκάλου, του Ι.Φ. Στόουν. «Η Δημοσιογραφία υπάρχει γιατί οι Κυβερνήσεις ψεύδονται».  Και θέλουν να παράγουν δημοσιογραφία που να τιμά τους δασκάλους μας.

Το The Press Project θέλει να παράγει, αγωνίζεται να παράγει δημοσιογραφία που να αντιστοιχεί στις κουβέντες των δασκάλων μας. Αυτόνομη, καθαρή, ειλικρινή – αντικειμενικότητα μην περιμένετε, την Αλήθεια μας όμως και να περιμένετε και να απαιτείτε. Από μας. Εδώ. Και πέραν των δυνατοτήτων μας, όπως ήδη κάνουμε, είτε σας το λέμε είτε όχι.

Βοηθήστε μας , λοιπόν, να μεγαλώσουμε, να δυναμώσουμε και να παραμείνουμε ανεξάρτητοι. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. Και η Αλήθεια να μην πνίγεται στο βρεφικό της λίκνο. Σας χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο, την ενότητα και το δικαίωμα σε ένα δημοσιογραφικό βλέμμα όλο και πιο ρωμαλέο.