Στις συστάσεις του για τις εργασιακές και δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών για το 2019 που δημοσίευσε την Τρίτη το Συμβούλιο της ΕΕ, στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου υπογραμμίζεται, μεταξύ άλλων, πως «παρά την παγκόσμια αβεβαιότητα και τις αντίξοες συνθήκες, για το 2020 προβλέπεται οικονομική ανάπτυξη σε όλα τα κράτη μέλη ενώ το επίπεδο ανεργίας δεν ήταν ποτέ τόσο χαμηλό». «Στο πλαίσιο αυτό, οι συστάσεις ανά χώρα αφορούν κυρίως την εφαρμογή ουσιαστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την προώθηση επενδυτικών στρατηγικών και υπεύθυνων δημοσιονομικών πολιτικών»

Σημειώνεται πως μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, η Ελλάδα συμμετέχει για πρώτη χρονιά στην εν λόγω διαδικασία που στόχο έχει το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών. Ειδικότερα για την Ελλάδα, το Συμβούλιο συνιστά να λάβει μέτρα το 2019 και το 2020 προκειμένου:

  1. Να επιτύχει βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη και να αντιμετωπίσει τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας τις μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο τoυ Eurogroup στις 22 Ιουνίου 2018.
  2. Να επικεντρώσει την επενδυτική οικονομική πολιτική στους τομείς των βιώσιμων μεταφορών και της εφοδιαστικής, της περιβαλλοντικής προστασίας, της ενεργειακής απόδοσης, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των έργων διασύνδεσης, των ψηφιακών τεχνολογιών, της έρευνας και ανάπτυξης, της εκπαίδευσης, των δεξιοτήτων, της απασχολησιμότητας, της υγείας και της ανάπλασης των αστικών περιοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές ανισότητες και την ανάγκη διασφάλισης της κοινωνικής ένταξης.

Υπενθυμίζεται ότι η έκθεση της Επιτροπής τον περασμένο Φεβρουάριο, η οποία συνδέεται με τις σημερινές συστάσεις του Συμβουλίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα εμφανίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Οι ανισορροπίες που εντοπίστηκαν αφορούσαν ιδίως το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών και το ακόμη υψηλό ποσοστό ανεργίας.

«Καμπανάκι» για τις ελαφρύνσεις και τις παροχές

Εξάλλου, η γνώμη που δημοσίευσε την Τρίτη το Συμβούλιο σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας της Ελλάδας για το 2019, αναφέρεται και στον αντίκτυπο των πρόσφατων μέτρων της προηγούμενης κυβέρνησης κυρίως σε ό,τι αφορά την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι «το πρόγραμμα σταθερότητας και οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 δεν περιλαμβάνουν τα νέα μόνιμα μέτρα που ανακοινώθηκαν και εγκρίθηκαν λίγο μετά την ημερομηνία υποβολής και την καταληκτική ημερομηνία, αντιστοίχως. Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των εν λόγω μέτρων θα υπερβεί το 1,0 % του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη».

Επιπλέον, περιλαμβάνεται η εκτίμηση ότι «η έγκριση αυτών των νέων μέτρων θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα, όπως παρακολουθείται βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας».

«Τα νέα μέτρα αναμένεται να μειώσουν το διαρθρωτικό ισοζύγιο, εγείροντας ανησυχίες ως προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου το 2020», υπογραμμίζει η σύσταση. Ωστόσο, καταγράφεται πως «το φθινόπωρο του 2019, θα πραγματοποιηθεί επαναξιολόγηση που θα περιλαμβάνει αναθεώρηση του εφαρμοστέου δείκτη αναφοράς για τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών το 2020».

Τέλος, σε ό,τι αφορά το χρέος, σημειώνεται πως «παρότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να παραμείνει σε καθοδική πορεία, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους». «Αυτό θα πρέπει να επαναξιολογηθεί το φθινόπωρο ως αποτέλεσμα των εν λόγω νεοεγκριθέντων μέτρων», επισημαίνεται στο κείμενο των συστάσεων.

Το βάρος στις μεταρρυθμίσεις

Σύμφωνα με αποσπάσματα της έκθεσης που δημοσιεύει το capital.gr, στο κείμενο της Κομισιόν αναφέρονται τα αγκάθια ανά κλάδο ενδιαφέροντος, ρίχνοντας βάρος τόσο στο ελληνικό δικαστικό σύστημα και την «αναποτελεσματικότητά» του, με αναφορές και στον νόμο Κατσέλη, όσο και στη σύσταση για «αύξηση των επενδύσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη» η οποία «θα συμβάλει στην ενίσχυση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων».

Μάλιστα, η έκθεση εντοπίζει τομείς προτεραιότητας για επενδύσεις με σύμπραξη του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, με ειδικές αναφορές στην εκπαίδευση. «Σε όλα τα επίπεδα, η λογοδοσία και η παρακολούθηση, που είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος λείπουν σε μεγάλο βαθμό» αναφέρεται συγκεκριμένα.

Όπως αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα, η προώθηση της ποιότητας και της συμμετοχικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, η εδραίωση στενότερων δεσμών μεταξύ της εκπαίδευσης και των αναγκών της αγοράς εργασίας, η βελτίωση της ελκυστικότητας της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και η αύξηση της συμμετοχής στη δια βίου μάθηση είναι σημαντικές για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης.

Παράλληλα, γίνονται επίσης ειδικές αναφορές στην εκτεταμένη μεταρρύθμιση του συστήματος πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης του 2017, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό σύστημα μεταφορών, η επεξεργασία στερεών αποβλήτων και των αστικών και βιομηχανικών λυμάτων, στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας, στις επενδύσεις για τη «στήριξη των υποβαθμισμένων αστικών περιοχών, νησιών και ορεινών περιοχών», στον προγραμματισμό των κονδυλίων της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027, για την μακροχρόνια ανεργία και άλλα.

Τέλος, συγκεκριμένα για την αγορά εργασίας, αναφέρεται πως χρειάζεται «αποτελεσματικός κοινωνικός διάλογος και υπεύθυνη κοινωνική εταιρική σχέση. Όπως αναφέρεται, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλές εισοδηματικές ανισότητες και έχει τον μικρότερο αντίκτυπο κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (15,83% το 2017, έναντι 33,98% της ΕΕ)

«Οι επενδύσεις πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες χωρίς αποκλεισμούς, προσιτές και υψηλής ποιότητας, καθώς και στην ανάπτυξη κέντρων ημερήσιας φροντίδας. Η στήριξη των πιο άπορων και η προώθηση της κοινωνικής ένταξης των παιδιών που κινδυνεύουν από τη φτώχεια, των ατόμων με αναπηρίες, των μεταναστών και των προσφύγων, ενώ θα δίνουν προσοχή στις γεωγραφικές ανισότητες, θα βελτιώσουν την κοινωνική ένταξη στην Ελλάδα» αναφέρεται συγκεκριμένα.