Της Anna Shea, ερευνήτριας των δικαιωμάτων των μεταναστών/ριών και των προσφύγων στη Διεθνή Αμνηστία

Σήμερα, όντας εξόριστη από την πατρίδα μου τον Καναδά (η οποία ουσιαστικά έκλεισε τα σύνορά της), νιώθοντας αποκομμένη από τους αγαπημένους/ες μου στο εξωτερικό, γεμάτη άγχος για τη ζωή τους καθώς και για τη δική μου, νιώθω μια νέα και βαθιά εκτίμηση για τις εμπειρίες των ανθρώπων που εγκλωβιστεί σε καταστροφές.

Δεν θέλω να μειώσω την απερίγραπτη οδύνη και καταστροφή σε μέρη όπως η Συρία και η Βενεζουέλα, τα οποία έχουν εγκαταλείψει εκατομμύρια άνθρωποι. Οι καταστάσεις αυτές δεν είναι σε καμία περίπτωση συγκρίσιμες με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες χώρες που πλήττονται από την πανδημία.

Αλλά για εκατομμύρια ανθρώπους σε πλούσια έθνη, η πανδημία μπορεί να αντιπροσωπεύει την πρώτη φορά που έχουν βιώσει έστω σε απειροελάχιστη αναλογία αυτό που υπομένουν άλλοι/ες που είναι παγιδευμένοι σε καταστροφές εντελώς διαφορετικής φύσης και σοβαρότητας.

Στα ευημερούντα έθνη του κόσμου, οι προηγουμένως οικείοι και ασφαλείς χώροι – λεωφορεία, καταστήματα, εστιατόρια – αποτελούν πλέον τόπους φόβου και κινδύνου. Οι άνθρωποι ξυπνούν χωρίς να γνωρίζουν αν θα έχουν μισθό, εάν τα παιδιά τους μπορούν να πάνε σχολείο, αν τα παντοπωλεία και τα φαρμακεία θα έχουν επαρκή αναλώσιμα για τις βασικές ανάγκες τους. Οι άνθρωποι με συγκεκριμένα διαβατήρια, που θα μπορούσαν προηγουμένως να πάνε σε σχεδόν οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, δεν μπορούν πλέον να ταξιδεύουν. Ο βιοπορισμός πολλών ανθρώπων διατρέχει σοβαρό κίνδυνο. Για τους ηλικιωμένους/ες και άλλους ευάλωτους ανθρώπους, η ίδια η ζωή τους μπορεί να κινδυνεύει.

Θα μπορούσαν αυτές οι εμπειρίες να συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση του πως είναι άραγε να είσαι πρόσφυγας; Θα μπορούσε αυτή η πρωτοφανής κατάσταση να προκαλέσει τη συμπόνια και συμπάθεια για εκείνους/ες που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους; Δεν είναι καθόλου αδύνατο.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του ’30. Αυτή η οικονομική κρίση προκάλεσε τεράστια επίπεδα οδύνης σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρόλο που τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας υπήρχαν σε πολλές χώρες την εποχή εκείνη, ήταν εντελώς ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της κλίμακας του προβλήματος. Μόλις κατέστη εμφανής η έκταση και η σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης, οι κυβερνήσεις αποδέχτηκαν τελικά ότι είχαν την ευθύνη να προστατεύσουν την ευημερία ολόκληρης της κοινότητας. Κατανόησαν την ανεπάρκεια των αποσπασματικών, εξατομικευμένων απαντήσεων σε μια συλλογική πρόκληση.

Όλοι και όλες μας – άτομα, κοινότητες, κυβερνήσεις – έχουμε τη δυνατότητα της επιλογής αυτή τη στιγμή. Δεν είμαστε ανίσχυροι/ες. Μπορούμε να επιλέξουμε την αλληλεγγύη και τη συμπόνια, να προστατεύσουμε και να βοηθήσουμε τους πιο ευάλωτους/ες μεταξύ μας και να ενεργήσουμε για το ευρύτερο καλό. Μπορούμε να σώσουμε πολλές ζωές.

Υπάρχουν λόγοι να ελπίζουμε ότι θα σταθούμε αντάξιοι στη συλλογική πρόκληση που αντιμετωπίζουμε και ότι η αλληλεγγύη θα θριαμβεύσει. Για παράδειγμα, σήμερα το πρωί στο Λονδίνο, είδα τους πελάτες και το προσωπικό σε μια μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ να βοηθούν μια ηλικιωμένη γυναίκα που ψώνιζε μόνη της. Ο καταστηματάρχης πήρε τον αριθμό της και τη διαβεβαίωσε ότι θα φυλάσσει για εκείνη προϊόντα πρώτης ανάγκης στην άκρη.

Μόλις περάσει αυτή η κρίση και ακόμα εν μέσω αυτής, υπάρχουν και άλλες υφιστάμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε και επιλογές που μπορούμε να κάνουμε.

Όταν οι καταστροφές πλήττουν τους συνανθρώπους μας, θα τους περιορίσουμε σε άθλιους καταυλισμούς, θα τους πετάξουμε δακρυγόνα, θα τους χωρίσουμε από τα παιδιά τους, θα τους καταδιώξουμε για το «έγκλημα» της προσπάθειας να οικοδομήσουν μια ασφαλέστερη ζωή αυτούς και τις οικογένειές τους; Ή θα θυμόμαστε την εποχή που αισθανθήκαμε ευάλωτοι/ες και ανίσχυροι/ες, όταν ανησυχούσαμε για την κάλυψη των βασικών μας αναγκών, όταν τα διαβατήριά μας ήταν άχρηστα, όταν παραλύσαμε από το βασανιστικό άγχος και την αβεβαιότητα; Θα επιλέξουμε τον φόβο ή την αγάπη; Εξαρτάται από εμάς.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Euronews.