«Το πάρκο ήταν γεμάτο κόσμο, όταν έφτασε ο πατήρ Τανιμότο, με τη λεκάνη ακάμα στα χέρια. Δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσει τους ζωντανούς από τους νεκρούς, διότι οι περισσότεροι άνθρωποι κείτονταν εκεί ακίνητοι, με τα μάτια ανοιχτά. Για τον πατέρα Κλαϊνσόργκε, έναν Δυτικό, η σιωπή στο άλσος δίπλα στο ποτάμι, όπου εκατοντάδες φριχτά τραυματισμένοι υπέφεραν όλοι μαζί, ήταν ένα από τα πιο τρομαχτικά φαινόμενα που είχε βιώσει σε όλη τη ζωή του. Οι πληγωμένοι παρέμεναν ήσυχοι. Κανείς δεν έκλαιγε, πολύ περισσότερο δεν ούρλιαζε από τον πόνο. Κανείς δεν παραπονιόταν. Κανένας από τους πολλούς που πέθαναν δεν έκανε κάποιο θόρυβο. Ούτε τα παιδιά έκλαιγαν. Ελάχιστοι μόνο μίλαγαν».

Ο Τζον Χέρσεϋ ήταν από τους πρώτους δημοσιογράφους που είδαν με τα μάτια τους τη Χιροσίμα μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας, και το βιβλίο του βασίζεται σε μαρτυρίες από πρώτο χέρι που συνέλεξε ο ίδιος. Δεν ξέρω αν χρειάζεται να πω ότι αναφέρομαι σε αυτή την ιστορία με μια μεγάλη πινακίδα που γράφει «τηρουμένων των αναλογιών», αλλά νομίζω ότι έτσι κι αλλιώς μια τέτοια ιστορία διαβάζεται μόνο ως αλληγορία, τέτοια είναι η φρίκη που αποπνέει. Με ενδιαφέρει όμως εδώ για έναν λόγο: με ενδιαφέρει η εικόνα αυτών των ζωντανών νεκρών, που κείτονται με τα μάτια ανοιχτά, ανέκφραστοι και αμίλητοι, τόσο που δεν μπορείς να καταλάβεις αν ζουν. Δεν έχει πέσει ατομική βόμβα στη χώρα μας (θα ήθελα να πω «ακόμα», αλλά δεν θέλω να θεωρηθώ απαισιόδοξος), αλλά μπορώ να αντιληφθώ τη σιωπή που ακολουθεί το σοκ. 

Όταν ήμουν φοιτητής, είχα επισκεφθεί το Άγιο Όρος, με δύο φίλους, έναν μετέπεια ιερέα και έναν ποιητή. Κάποιο βράδυ είμαστε έξω από ένα παρεκκλήσι και βλέπουμε του λάκκου το ανοιχτό στόμα, έναν τάφο από αυτούς που ετοιμάζουν οι μοναχοί, ο φίλος μου ξαπλώνει μέσα και απαγγέλλει το απόσπασμα του Ηρακλείτου: «αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντες των εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες». Είναι μια αρχαιοελληνική εκδοχή του συνθήματος «υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο;» 

Βλέπεις γύρω σου ανθρώπους που δεν έχουν ανάσα, ξεκινάνε τη μέρα τους και είναι ήδη σαν να έχουν τρέξει μαραθώνιο. Κανείς δεν συγκινείται με τίποτα. Πέρασε μια γενοκτονία από δίπλα μας και δεν καταφέραμε να κάνουμε μία γαμημένη διαδήλωση με κόσμο. Στην καλύτερη περίπτωση ο κόσμος μας περηφανεύεται για τη δάνεια χαρά που του δίνει το θάρρος μιας χούφτας ανθρώπων που έφτασαν μέχρι εκεί. Τους παρακολουθεί, τους εκθειάζει, τρώει το φαΐ του, αγαπάει το κελί του. Είναι παντού γύρω μας αυτά τα βλέμματα που αναρωτιέσαι αν ανήκουν ή όχι σε πτώματα, και προσπαθούμε να κρατηθούμε από οτιδήποτε θα μπορέσει να μας κουνήσει, έστω για λίγο. 

Ο Oscar Wilde στα φοιτητικά του χρόνια αντέγραφε πανηγυρικά την καταληκτική παράγραφο του βιβλίου του καθηγητή του για την Αναγέννηση, Τα μεγάλα πάθη μπορούν να μας δώσουν αυτή την έντονη αίσθηση της ζωής, η έκσταση και οι λύπες του έρωτα, οι ποικίλες μορφές εντατικής δραστηριότητας, αφιλοκερδώς ή μη, που έρχονται αβίαστα σε πολλούς από εμάς.

Βεβαιώσου όμως ότι πρόκειται για πάθος — ότι πράγματι σου αποδίδει τους πλούσιους καρπούς μιας έντονης, πολλαπλής συνειδητότητας.

Παρατηρώντας τη συζήτηση για τη νίκη Μαμντάνι, έβλεπες πάλι το ίδιο μοτίβο: όλοι εξηγούν το φαινόμενο  συγκαταβατικά στους υπόλοιπους, που τους θεωρούν κατά βάση ηλίθιους, υπάρχει μια γενικευμένη υπεροψία. Το ουσιαστικό όμως είναι ότι αυτό περνάει και στα πολιτικά αντανακλαστικά μας. Η κοινωνία μας είναι έτοιμη να κρατηθεί από οπουδήποτε πολιτικά, ευκαιριακά από περαστικούς αστέρες της λαμπερής ασημαντότητας σαν τον Κασσελάκη, μέχρι την ειρωνεία να γίνονται συνεχώς δημοσκοπήσεις για ανύπαρκτα κόμματα, γιατί κανείς δεν παλεύει το ενδεχόμενο να πρέπει να συνδεθεί με τα υπαρκτά. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, συνυπάρχει η πιο αφελής αισιοδοξία, όπως μαρτυρά η ψήφος σε φανταστικά κόμματα, με τον πιο μπλαζέ πεσιμισμό, που αρνείται ακόμα και να χαμογελάσει. Δεν λέω να δώσει όρκους αιώνιας πίστης, δεν λέω να βάλει στοίχημα ότι όλα θα πάνε καλά, λέω απλώς να χαμογελάσει. Μένουν κάτι περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς να μιλούν με μια προγραμματική αισιοδοξία που θυμίζει μεθυσμένους καψούρηδες που περιμένουν απάντηση σε μήνυμα, και βεβαίως δεν αγγίζει κανέναν, γιατί ορθώνεται με τίμημα το διαζύγιο με την πραγματικότητα.

Η εικόνα αυτή των ζωντανών νεκρών που περιφέρονται χωρίς τόλμη και χωρίς χαρά είναι το βασικό χαρακτηριστικό μας. Δεν επιχειρώ καμία πρόβλεψη, δεν έχω ιδέα τι θα μπορούσε να μεταστρέψει αυτό το κλίμα, ούτε βεβαίως αν αυτή η μεταστροφή θα φέρει αυτόν τον κόσμο πιο κοντά μας ή πιο κοντά στους ακροδεξιούς εφιάλτες μας. Εκτιμώ όμως ότι μια πρώτη διαπίστωση είναι  χρήσιμη: αυτοί που βλέπουμε γύρω μας χρειάζεται να τους κουνήσεις να δεις αν αναπνέουν.