*το ρεπορτάζ αποτελεί αναδημοσίευση από τα Χανιώτικα Νέα

Ο Μανούσος Βολάνης γεωπόνος, γιος του αντιστασιακού Λευτέρη Βολάνη, έχει ασχοληθεί πολύ σοβαρά με την ιστορία της περιοχής. «Μετά την κατάληψη της περιοχής, οι Γερμανοί αναζητούσαν τους άνδρες που τους είχαν πολεμήσει στη μάχη της Κρήτης. Πολλοί από αυτούς είχαν φύγει στα βουνά, γιατί ήξεραν τι θα συνέβαινε. Τα χωριά μας τον Ιούλιο του 1941 περιηγούνταν ένας Γερμανός, που τον έλεγαν δόκτωρ Μύλλερ, το πραγματικό του όνομα ήταν Αλφρέντος Σπεράντι, που επειδή είχε κάποιο πτυχίο και διδακτορικό τον έλεγαν “δόκτορα”.

Ο πατέρας μου αλλά και άλλοι χωριανοί είχαν ειδοποιηθεί να μείνουν μακριά του γιατί ήταν πράκτορας της “Γκεστάμπο” που είχε αναλάβει να αποκτήσει σχέσεις με τους κατοίκους και να μάθει από αυτούς ποίοι είχαν εμπλακεί στη Μάχη και που βρίσκονταν» τονίζει.

Στις 19 – 20 Ιουλίου ο δόκτωρ Μύλλερ έκανε μια βραδινή περιπολία στο Σκινέ μαζί με άλλους Γερμανούς με ποδήλατα. «Έκαναν προφανώς κάποια πρόβα για το αν γίνουν αντιληπτοί από τους κατοίκους γιατί ήθελαν να περικυκλώσουν το χωριό νύχτα ώστε να συλλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερους. Τα σκυλιά του χωριού που ήταν πάρα πολλά άρχισαν να γαβγίζουν, βγήκαν στις αυλές οι κάτοικοι, οι γυναίκες τα παιδιά υπήρξε αναστάτωση, κατάλαβε ο Μύλλερ ότι δεν θα μπορούσε να περικυκλώσει αθόρυβα το Σκινέ» τονίζει ο κ. Βολάνης.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ

Ο Ιωσήφ Μιχ. Παπαγιαννάκης, που έζησε τα γεγονότα περιγράφει το περιστατικό στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του «Μάχη της Κρήτης- Έπος και Τραγωδία» που κυκλοφόρησε από την «Περιηγητική Λέσχη Σκινέ». Σε αυτό σημειώνει πως την επόμενη ημέρα ο Μύλλερ πήγε στον πρόεδρο της κοινότητας Σκινέ Νίκο Ζαχαράκη και του ζήτησε «όχι μόνο επιτακτικά αλλά και απειλητικά» να συγκεντρωθούν όλα τα σκυλιά του χωριού την μεθεπομένη ημέρα στις 8 στη θέση Τσακίστρα και ότι όποιος δε θα πειθαρχήσει θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στις φυλακές της Αγιάς.

Στο ερώτημα του προέδρου γιατί τα σκυλιά, ο Μύλλερ ισχυρίσθηκε πως «έχει πέσει ασθένεια επικίνδυνη που κολλάει από τα σκυλιά στον άνθρωπο».

Ο πρόεδρος ειδοποίησε τους χωριανούς: «Το καθορισμένο πρωινό και στην προκαθορισμένη θέση, παιδιά του Σκινέ από 10 έως 15 ετών μετέφεραν τα σκυλιά, διότι οι μεγαλύτεροι δεν πλησίαζαν στον τόπο φοβούμενοι την παρουσία μικρής ομάδας Γερμανών στρατιωτών που φαίνονταν ότι θα αποτελούσε το εκτελεστικό απόσπασμα των σκυλιών. Συγκεντρώθηκαν 30 με 40 σκυλιά, πάσης ηλικίας και ράτσας συγκρατούμενα με το σκοινί που ήταν δεμένα από τα παιδιά στην ορμή τους να τσακωθούν μεταξύ τους. Η ομάδα των Γερμανών παρουσία και του Μύλλερ, με βολές οπλοπολυβόλων και τουφεκιών εκτέλεσε τα σκυλιά και έβαλε τα παιδιά να τα σύρουν νεκρά στα παρακείμενα χαρακώματα της φρουράς… Αυτό το γεγονός με την ιδιαίτερη τραγικότητα του είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία… Προηγήθηκε λοιπόν της εκτέλεσης πολιτών, η εκτέλεση των σκύλων».

ΟΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Για το συμβάν ο Λευτέρης Βουράκης (9 ετών τότε ένα από τα παιδιά που είχε πάει τα σκυλιά στην “Τσακίστρα”) έγραψε στο ίδιο βιβλίο: «…Οι Γερμανοί ήθελαν να εκδικηθούν (σ.σ. για την αντίσταση των κατοίκων) δεν το έπραξαν αμέσως, γιατί ήθελαν να αφήσουν τα πράγματα να ησυχάσουν για να πιάσουν όσο δυνατόν περισσότερους άνδρες και να τους σκοτώσουν. Μέσα στα καταχθόνια σχέδια τους εντάσσεται και ο τουφεκισμός των σκύλων του χωριού. Έδωσαν εντολή στους χωριανούς του Σκινέ αλλά και όσους άλλους διέμεναν τότε εκεί να παραδώσουν μια συγκεκριμένη ημέρα τα σκυλιά τους και έτσι έγινε. Ήταν πολλά σκυλιά (λυκόσκυλα, μαντρόσκυλα, κυνηγετικά και άλλα). Τα σκότωσαν όλα στο περιβόλι του Μαυριδαντώνη κοντά στο τότε ελαιοτριβειό. Τότε δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς γιατί σκότωσαν τα σκυλιά. Αργότερα όταν κύκλωσαν το χωριό (1η Αυγουστου 1941) και έπιασαν τους άνδρες και τους σκότωσαν καταλάβαμε ότι ήθελαν να είναι αθόρυβοι…».

Ο Γεώργιος Ανδ. Δερμιτζάκης, 13 ετών τότε, έγραφε επίσης «…Στο σπίτι μας στη Μεσοκεφάλα Σκινέ είχαμε ένα λυκόσκυλο του θείου μου του Ιωάννη Ποντικάκη. Μου το έδωσαν οι δικοί μου γιατί οι μεγάλοι φοβόντουσαν, να το μεταφέρω εκεί που έλεγε η διαταγή των Γερμανών. Το έσερνα με ένα σχοινάκι και το πήγα στη θέση “Τσακίστρα”. Εκεί είχαν μαζευτεί από τους χωριανούς μου περίπου 40-50 σκυλιά από διάφορες ράτσες και ηλικίες.
Τους σκύλους αυτούς δεμένους κατά σειρά δέκα-δέκα τους εκτελούσαν εν ψυχρώ χωρίς ούτε να γελάσουν, ούτε να κλάψουν οι εκτελεστές, με απόσπασμα όπως γίνονταν η εκτέλεση πολιτών. Το δικό μου επειδή ήταν μεγάλο δεν το βάλανε στη σειρά αλλά το εκτέλεσαν μόνο του με πιστόλι “λούγκερ”. Βέβαια τα σκυλιά ούρλιαζαν και η εικόνα και η σκηνή ήταν φρικιαστική…»