Ο Πρωθυπουργός της Μάλτας, Joseph Muscat,  δήλωνε τότε πως στόχος του προγράμματος ήταν προσελκύσει ανθρώπους «υψηλής αξίας», οι οποίοι  θα μπορούσαν να επενδύσουν στο νησί.
 
Εκτιμούσε, μάλιστα, πως το εν λόγω πρόγραμμα θα ενίσχυε τα δημόσια έσοδα κατά 30 εκατ. ευρώ, δηλαδή ότι περίπου 45 άτομα θα «αγόραζαν» τη μαλτέζικη υπηκοότητα, και μαζί με αυτή την ευρωπαϊκή υπηκοότητα, δηλαδή δικαίωμα διαμονής και εργασίας στους «28», καθώς η χώρα είναι μέλος της συνθήκης Schengen.

Ο μοναδικός όρος για τη χορήγηση διαβατηρίου υπήρξε σε πρώτη φάση η καταβολή 650.000 ευρώ για επενδύσεις στη Μάλτα, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να διαμένει το άτομο στη χώρα.

 
Από την πρώτη στιγμή, ευρωβουλευτές καταδίκασαν το νόμο, κάνοντας λόγο για ευτελισμό της ευρωπαϊκής υπηκοότητας.

Η Ευρωπαία επίτροπος Δικαιοσύνης, Βίβιαν Ρέντινγκ, παρενέβη για να επισημάνει ότι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να διαθέτουν «έναν αυθεντικό δεσμό με τη χώρα» και όχι μόνο τη δυνατότητα να πληρώνουν.

 
Παρά τις αντιδράσεις, και καθώς ο στόχος της Μάλτας ήταν η αύξηση των εσόδων της μέσα από τις ξένες επενδύσεις, ο όρος του χρηματικού αντιτίμου παρέμεινε και μάλιστα πλέον αφορά επενδύσεις ύψους 1,15 εκατ. ευρώ (αντί για 650.000).
 
Σε κοινή τους ανακοίνωση, η κυβέρνηση της Μάλτας και η ΕΕ αναφέρουν ότι «κανένα πιστοποιητικό πολιτογράφησης δεν θα εκδοθεί, εκτός εάν ο αιτών παρέχει αποδείξεις ότι αυτός / αυτή διαμένει στη Μάλτα για διάστημα τουλάχιστον 12 μηνών, αμέσως πριν από την ημέρα της έκδοσης του πιστοποιητικού πολιτογράφησης».
 
Ο νόμος μένει να περάσει τώρα από το εθνικό κοινοβούλιο.

(Πληροφορίες: in.gr, euractiv.gr)