του Ian Buruma
δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate

Νέα Υόρκη – Μία προσφιλής εξήγηση για την παγκόσμια άνοδο των δεξιών δημαγωγών είναι πως πολλοί άνθρωποι νιώθουν “ριγμένοι”  από την παγκοσμιοποίηση, την τεχνολογία, την αποβιομηχάνιση, τους υπερ-εθνικούς θεσμούς, κ.α. Νιώθουν εγκαταλειμένοι από τις “φιλελεύθερες ελίτ”, οπότε ψηφίζουν ακραίους πολιτικούς που υπόσχονται να “πάρουν πίσω” την πατρίδα τους και να αποκαταστήσουν το “χαμένο τους μεγαλείο”.

Αυτή η εξήγηση είναι πιστευτή για εξαθλιωμένες περιοχές της ανατολικής Γερμανίας, τις αφιλόξενες παλιές πόλεις των ανθρακορυχείων βόρεια της Βρετανίας, ή του Rust Belt (παρηκμασμένη βιομηχανική ζώνη) στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής. Αλλά αφήνει έξω τον μεγάλο αριθμό των λαϊκών ψηφοφόρων που είναι σχετικά εύποροι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι συνήθως πέραν της μέσης ηλικίας και στη συντριπτική τους πλειοψηφία λευκοί. Επίσης, και αυτοί μπορεί να νιώθουν ότι έχουν μείνει πίσω από τις αλλαγές που τους υπερβαίνουν: η άνοδος μη δυτικών δυνάμεων και η αυξανόμενη προβολή των μη λευκών μειονοτήτων· εξ ου και η αντιπάθεια στον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και η δεκτικότητα σε μύθους – εξαπλωμένους από τον Τραμπ, ανάμεσα σε άλλους – ότι ο Ομπάμα δεν είχε στ’ αλήθεια γεννηθεί στις ΗΠΑ.

Δυσκολότερη να εξηγηθεί είναι η αναπάντεχη επιτυχία ενός νέου ακροδεξιού κόμματος στην Ολλανδία. Το Forum voor Democratie (FvD) δεν υπήρχε καν πριν τρία χρόνια, αλλα κέρδισε ένα 15% των ψήφων  στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, κάνοντάς το μία από τις μεγαλύτερες παρατάξεις στην Άνω Βουλή. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα μπορούσε σύντομα να γίνει το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα.

Συγκρινόμενο με τα περισσότερα μέρη, ακόμα και της Δυτικής Ευρώπης, η Ολλανδία είναι υπέρμετρα πλούσια και, στο περισσότερο μέρος της, αρκετά ήρεμη και ειρηνική. Κάποιοι άνθρωποι που ψήφισαν το FvD μπορεί να νιώθουν σχετικά παραγκωνισμένοι, αλλά πολλοί είναι όσο άνετοι όσο και ο υψηλής μόρφωσης, αστός ηγέτης του κόμματος, Thierry Baudet. Ούτε αυτός, ούτε πολλοί από τους πιο δυναμικούς υποστηρικτες του, είναι δυσαρεστημένοι επαρχιώτες. Πολλοί από αυτούς μοιάζουν με αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν τυπικά frat boys, μέλη σπουδαστικών αδελφοτήτων που εξυμνούν τα προνόμια του πλούτου και κύρους.
Όμως ο Baudet είναι ένας τύπος πολιτικού που πιο συχνά συναντάται στην Ευρώπη πάρα στις Ηνωμένες Πολιτείες: ένας δεξιός δανδής, ντυμένος με τον ματαιόδοξο τρόπο ενός εμπόρου παλιών αυτοκινήτων. Η σκέψη του κλίνει σε μεγάλο βαθμό προς τους ιδεολόγους των αρχών του εικοστού αιώνα, που ανησυχούσαν για την παρακμή του Δυτικού πολιτισμού, κάτι το οποίο, κατά τη δική τους άποψη μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με απολυταρχική ηγεσία. Όπως ο Μουσολίνι, έτσι και ο Baudet πιστεύει στην «άμεση δημοκρατία», εκεί που η φωνή του λαού εκφράζεται στα δημοψηφίσματα.

Κατά τη δική του άποψη, οι μετανάστες, ειδικά οι μουσουλμάνοι, αραιώνουν την αγνότητα των αυτόχθονων πληθυσμών και υποβιβάζουν τις Δυτικές κουλτούρες με τους ξενόφερτους τρόπους τους. Πιστεύει ότι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός απειλείται εξίσου από τους «πολιτιστικούς Μαρξιστές», οι οποίοι θα έπρεπε να απομακρυνθούν από σχολεία και τους εθνικούς φορείς. Ο Baudet επιθυμεί να περιφρουρήσει την εθνική ταυτότητα βγάζοντας την Ολλανδία εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, όπως και ο Τραμπ, τον οποίο θαυμάζει, είναι της άποψης πως η κλιματική αλλαγή είναι μια απάτη.

Γιατί κάτι τέτοιο να φαίνεται ελκυστικό σε τόσους ανθρώπους σε μια τόσο σταθερή, εύπορη χώρα; Και γιατί οι πολιτικοί που ανησυχούν για τους μετανάστες και την εθνική παρακμή σχεδόν αυτόματα υποθέτουν πως η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί πρόβλημα; Βρήκα μια πιθανή απάντηση, όχι στο Άμστερνταμ, αλλά στο Λονδίνο, όπου βρέθηκα σε πορεία πριν λίγες εβδομάδες με εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου σε διαμαρτυρία εναντίον του Brexit.

Το πλήθος ήταν απολύτως πολιτισμένο, σχεδόν εκλεπτυσμένο, και απέπνεε ένα είδος αρετής. Υπήρχε μια εν πολλοίς ανομολόγητη πεποίθηση ότι όσοι ήταν υπέρ του Brexit δεν κάναν απλώς λάθος, αλλά ήταν μισαλλόδοξοι και ξενοφοβικοί. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι αλήθεια για πολλούς από αυτούς, και ειδικά για μερικούς από τους πιο επιφανείς επίσημους, ένθερμους υποστηρικτές τους. Τα δικά μου συναισθήματα ήταν εντελώς μαζί με αυτά όσων βρίσκονταν στην πορεία. Αλλά η υπόθεση της αρετής ανάμεσα σε όσους λογίζουν τους εαυτούς τους προοδευτικούς μπορεί να βοηθήσει στο να εξηγήσει τη δημοτικότητα των δεξιών λαϊκιστών, όπως και τη σύνδεση ανάμεσα στο αντιμεταναστευτικό αίσθημα και την άρνηση της κλιματικής αλλαγής.

Τα κόμματα αριστερά του κέντρου συνήθιζαν να αντιπροσωπεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Η εστίαση άρχισε να αλλάζει τις τελευταίες δεκαετίες  του εικοστού αιώνα, όταν ζητήματα φυλής, φύλου και οικολογίας απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία για την αριστερά. Ο αντιρατσισμός, τα ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες και τις φυλετικές μειονότητες, καθώς και η προστασία του πλανήτη -όλοι πολύ αξιόλογοι στόχοι- εισήγαγαν το ισχυρό αίσθημα του ενάρετου στην προοδευτική πολιτική. Γνωρίζαμε πλέον τι ήταν προς καθολικό όφελος, και αυτοί που αντιτίθονταν σε μας ήταν είτε ηλίθιοι ή κακόβουλοι.

Είναι δύσκολο να ανεχτεί κανείς αυτήν την στάση, ειδικά αν συνοδεύεται από κοινωνικά και μορφωτικά προνόμια, πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά. Η Ολλανδία έχει μια μακρά παράδοση ενάρετης διακυβέρνησης. Μπορούμε να το δούμε στα πορτρέτα του Φρανς Χαλς, όπου απεικονίζονται άτομα της ελίτ των Κάτω Χωρών ντυμένα με σεμνά, πλην  ακριβά, μαύρα ρούχα. Αυτές οι φιγούρες που εμπνέονταν πράγματι συχνά από αγνά κίνητρα, διακατέχονταν από την ισχυρή πεποίθηση ότι η εγγενής προτεσταντική τους αρετή τους έδινε αυτόματα και το δικαίωμα να κυβερνούν.

Κάτι από αυτή την παράδοση επιβίωσε στην Ολλανδία για πολύ καιρό. Τα φιλελεύθερα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ιδιαίτερα, έλεγαν πως οι καλοί πολίτες πρέπει να πιστεύουν στην ευρωπαΐκή ολοκλήρωση, να καλωσορίζουν τους ξένους εργάτες και τους πρόσφυγες, να τρέφονται και να πίνουν υγιεινά, και να κάνουν ό,τι είναι δυνατό  προκειμένου να μετριάσουν τη ζημιά που προκαλούν οι συνθήκες κλιματικής αλλαγής.

Η αντίδραση σε αυτόν τον τύπο πατερναλισμού, λογικού και καλοπροαίρετου πάντα, ήρθε με τη μορφή ενός νευρικού λαϊκισμού. Σαν ένα παιδί που αρνείται να φάει το σπανάκι του μόνο και μόνο επειδή η μαμά του λέει πως κάνει καλό, οι υποστηρικτές του Τραμπ, του Brexit, ή του Μπωντέ (Baudet), θέλουν να φτύσουν στα μούτρα  τις πολιτικές της αρετής. Γι’ αυτό ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο κύριος υποστηριχτής του Brexit, αρέσκεται να φωτογραφίζεται μ’ ένα γεμάτο ποτήρι μπύρα κι ένα αναμένο τσιγάρο: αν η ενάρετη ελίτ θέλει να πίνουμε λιγότερο και να κόψουμε το κάπνισμα, ας πιούμε άλλο ένα ποτηράκι και ας κάνουμε ακόμα ένα τσιγάρο..

Και αυτή η προσωπική εξέγερση γρήγορα μετατρέπεται σε πολιτική. Εάν “αυτοί” μας λένε να μείνουμε στην Ευρώπη, να φύγουμε. Εάν αυτοί μας λένε να δεχτούμε μετανάστες, να τους διώξουμε. Αν αυτοί μας λένε πως η κλιματική αλλαγή είναι μια σοβαρή απειλή, να το αρνηθούμε. Οτιδήποτε είναι  αποδεκτό απ’ ό,τι φαίνεται, εκτός από την παραδοχή ότι οι ειδικοί έχουν δίκιο. Αυτό αληθεύει τόσο στη χώρα του Τραμπ όσο και στη γαλήνια χώρα της αφθονίας, την Ολλανδία.

Η μετάφραση έγινε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.