«Το έθνος μας πήρε έναν όρκο μετά το χτύπημα της 11η Σεπτεμβρίου του 2001, να «μην ξεχάσει» αλλά να θυμάται, ενώ το αναγκαίο χρέος δεν καλύπτεται επαρκώς. Ως Αμερικάνοι, θα πρέπει να ενώσουμε τις φωνές μας όταν το έθνος παραμένει ευάλωτο στις επαναλαμβανόμενες απειλές» ήταν τα λόγια με τα οποία ανακοίνωσε την εκδήλωση στις αρχές Αυγούστου η ιδρύτρια της ακροδεξιάς οργάνωσης, Μπριτζίτε Γκάμπριελ, συντηρητική δημοσιογράφος λιβανέζικης καταγωγής.

Σύμφωνα με το κάλεσμα που δημοσιεύτηκε στον ακροδεξιό ιστότοπο Breidbart, στον οποίο κατέχει εξέχοντα ρόλο ο προσφάτως αποπεμφθείς από το Λευκό Οίκο, Στιβ Μπάνον, οι διαδηλωτές καλούνταν να στηρίξουν:

  • Τη διασφάλιση των συνόρων από τις απειλές για την ασφάλειά μας
  • Τη νίκη κατά του «Ισλαμικού Κράτους», της Αλ Κάιντα και των συμμάχων τους
  • Την κήρυξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε τρομοκρατική οργάνωση
  • Την εξασφάλιση σωστού και αποτελεσματικού ελέγχου των προσφύγων
  • Το σεβασμό του νόμου και της τάξης, της αστυνομία μας, τους στρατιωτικούς μας και εκείνους που διακινδυνεύουν τις ζωές τους κάθε ημέρα

Στην ανακοίνωση της αναβολής της εκδήλωσης, οι διοργανωτές υποστηρίζουν πως έλαβαν μία δύσκολη απόφαση με σκοπό να συμβάλουν στην «αποκλιμάκωση της αυξανόμενης έντασης και βίας στην Αμερική». Σημειώνεται πως, όπως τονίζουν, στόχος των διαδηλώσεων ήταν να δείξουν τη στήριξη της «κοινής λογικής» στο μότο «America First» του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και στις πολιτικές ασφάλειας που προτείνει, οι οποίες «δίνουν προτεραιότητα στην αληθινή προστασία απέναντι στην πολιτική ορθότητα και εξυμνούν την αμερικανική ιδιαιτερότητα».

Μάλιστα, η ακροδεξιά οργάνωση δηλώνει «βαθιά λυπημένη» για το διχαστικό κλίμα μεταξύ των πολιτών, βάζοντας στο ίδιο κάδρο τους νεοναζί, τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν, το «Ισλαμικό Κράτος» και τους αντιφασίστες πολίτες, υπογραμμίζοντας πως λαμβάνει μία «υπεύθυνη απόφαση να αρνηθεί στις παραπάνω ομάδες να εκμεταλλευτούν το κάλεσμά της. 

Υπενθυμίζεται πως στην πρόσφατη διαδήλωση στη Βοστόνη για την «ελευθερία του λόγου», με τις ίδιες αντιμουσουλμανικές και αντιισλαμικές διακηρύξεις, συμμετείχαν μόλις μερικές δεκάδες άτομα, ενώ άμεση ήταν η απάντηση των αντιφασιστών πολιτών, που κατά περισσότεροι από 40.000 βγήκαν στους δρόμους για να διαμηνύσουν πως είναι ανεπιθύμητοι.