της Δανάης Καρυδάκη

Γυναίκα του εαυτού της

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1881 (28 χρόνια πριν καθιερωθεί ως παγκόσμια ημέρα φόρου τιμής στους αγώνες των γυναικών) στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 1962 (δηλαδή 11 χρόνια πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου) στην Αθήνα. Η τυχαιότητα, φυσικά, των σημαδιακών ημερομηνιών γέννησης και θανάτου της αποτελεί πρόσχημα να αναδειχτούν κάπως χονδρικά δύο βασικοί άξονες της ζωής της: η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν μια μαχητική χειραφετημένη γυναίκα, φεμινίστρια για τα μέτρα της εποχής, με ενεργό δράση και ακόμα πιο ζωντανή γραφή (ήταν, άλλωστε, υπέρμαχος του Δημοτικισμού και έγραψε μερικά από τα πρώτα αναγνωστικά στη δημοτική γλώσσα) που αφιέρωσε τη ζωή της στο κομμουνιστικό κίνημα και τους αγώνες της Αριστεράς—ο κομμουνιστής δημοσιογράφος και πολιτικός Τάκης Αδάμος την χαρακτήρισε, μάλιστα, ως την «πρώτη Ελληνίδα σοσιαλίστρια συγγραφέα».

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη δεν είναι, όμως, γνωστή γι’ αυτή τη δράση και το έργο της. Δεν είναι καν γνωστή ως αδελφή της αριστερής αγωνίστριας, παιδαγωγού και συγγραφέως Έλλης Αλεξίου. Είναι γνωστή, απλά, με την ιδιότητά της ως «πρώτη γυναίκα του Νίκου Καζαντζάκη».

Η πρώτη επαφή των δύο, τουλάχιστον στα ελληνικά γράμματα, γίνεται με την κριτική του Καζαντζάκη στη νουβέλα της Γαλάτειας Ridi Pagliaccio [Γέλα Παλιάτσο], την ιστορία μιας γυναίκας που ωθεί τον εραστή της στις αγκαλιές άλλων γυναικών ώστε να γελά η ίδια, που δημοσιεύτηκε στα τεύχη 340-343 του περιοδικού Ο Νουμάς το 1909. Αν και σε γενικές γραμμές η κριτική του ήταν θετική διαβάζουμε από εκεί:

«Κι ακόμα πιο πολύ – δεν ξέρω – η δυσφορία που μου γεννά το Ridi Pagliaccio, αναβρύζει ίσως από κάποια βαθύτερη, μυστικότερη πηγή. Η Γυναίκα που, όταν αγαπήσει, αντί να συρθεί στα πόδια του κυρίαρχού της, σκλάβα, υψώνεται τόσο ανδιάντροπα και βεβηλώνει την αγάπη της δημοσιεύοντάς τηνε – μου κάνει κακό, είναι σα ν’ανοίγει την κάμαρά της, είναι σαν ν’ανασηκώνει τις κουρτίνες του κρεβατιού της και προσκαλεί όλο τον κόσμο να σκύψει απάνω στα σεντόνια και να δει και να λερώσει με τα χέρια του τα τσαλακωμένα, μουσκεμμένα προσκεφάλια και να μολύνει με τα περίεργά του, τ’ακάθαρτα βλέμματα, τις ιερές σεμνότητες της ασεμνότατης ηδονής. Όχι, πιο ντροπαλή και πιο συμμαζεμένη και πιο σεβαστή πρέπει να είναι η γυναικίσια αγάπη. Ό, τι κι αν λέμε, ο αληθινός ρόλος της γυναίκας είναι ν’αγαπά, να πονεί, να χαίρεται και να σωπαίνει. Και όχι να σηκώνεται και να δρασκελίζει το κατώφλι του σπιτιού της και να βγαίνει στα τρίστρατα μεσόγυμνη και να δείχνει σ’ όλους τους διαβάτες κλαψιάρα, τα μπράτσα της τα μπλαβισμένα από τα φιλήματα του Αγαπητικού, και την ψυχή της την κουρελιασμένη και καταξεσκισμένη από μιαν άσπλαχνη κι ανελεήμονη αγάπη…Μας έρχεται να πάρουμε τη γυναίκα αυτή και να την πάμε σπίτι της και να διπλοκλειδώσουμε…Γι’ αυτό μου κάνει κακό και προσβάλλει πολλές μέσα μου λεπτότητες, η Γυναίκα που ξεπετιέται έτσι ανυπόταχτα στους φυσιολογικούς της νόμους και μιλά τόσο θαρρετά και με τόση τρομακτική ειλικρίνεια για ό, τι ιερό και λειτουργικότατο έχει η γυναικεία ζωή – για την Αγάπη» (Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ridi Pagliaccio(2012), Αθήνα: Καστανιώτης).

Με άλλα λόγια, πιστός στην ηγεμονική άποψη της εποχής για τον ρόλο της γυναίκας αλλά λεκιάζοντας, ταυτόχρονα, το προφίλ ενός εθνικού συγγραφέως που, όπως θα έλεγε και ο Σμαραγδής, «απαντά στο σκοτάδι με φως», ο Καζαντζάκης ξεδιπλώνει τις, μισογύνικες τολμώ να πω με τα μέτρα της δικής μας εποχής, ιδέες του για το πώς η γυναίκα οφείλει να σκύβει το κεφάλι, να σωπαίνει και να υποτάσσεται στην επιθυμία του άνδρα, διότι αυτή είναι η φύση και ο προορισμός της. Πιο συγκεκριμένα, μάλιστα, ο Καζαντζάκης απαιτεί τη μη αμφισβήτηση ορισμένων χαρακτηριστικών της επονομαζόμενης «γυναικείας γραφής». «Είναι ίσως πρόληψη, ίσως συνήθεια, ίσως ανάγκη ψυχολογική,» συνεχίζει, «τη γυναίκα να τη θέλουμε τελείως γυναίκα, αδύνατη κ’ευκολόσπαστη κ’ευκολοσυγκίνητη, που να μισεί την αλήθεια ως κάτι τι ενάντια στον προορισμό της και ν’αγαπά «φύσει» την ψευτιά και την υποκρισία και τις χίλιες δυό απόχρωσες του ατλαζιού και τις χίλιες δυό ηδονικές ανατριχίλες της θάλασσας και της γάτας. Κι όταν στην τέχνη εξωτερικευτεί μια γυναίκα ψυχόρμητα, νιώθομε πως τότε μόνο θα δημιουργήσει έργα μεγάλα, όταν αποτυπώσει τέλεια τα κυματιστά της αυτά και ύπουλα και τίγρινά της φυσικά – και όχι όταν το μικρό της το χέρι, που πρέπει πάντα να μας δροσίζει και να μας κλείνει τα μάτια, σμίγει με το μεγάλο το αδρό χέρι του άντρα και θέλει να ρίξει κάτω τα γλυκότατα ξόβεργα, που πλάνα κρύβονται κ’ενεδρέουν ανάμεσα στα φύλλα της ύπαρξης, για να μας γλυκάνουν τη ζωή σκλαβώνοντάς τηνε».

Η γυναίκα οφείλει, λοιπόν, να γράφει «ψυχόρμητα», μισώντας την αλήθεια, αγαπώντας την ψευτιά, να γράφει συγκινησιακά, λυρικά, έμπλεη γλυκερών συναισθημάτων και καλολογικών στοιχείων. Και έρχεται η ίδια η ατάκα του συγγραφέα για τη Γαλάτεια ως «κατακόκκινη και αντάρτισσα παραφωνία μέσα στην ασάλευτη σκλαβοπλανταγμένη ατμόσφαιρα της επαρχιώτικης σταχτόχρωμης ζωής» να μας πείσει, δια παντός, ότι ο λυρισμός είναι, τω όντι, αποκλειστικό χαρακτηριστικό της γυναικείας γραφής.

Η Γαλάτεια Αλεξίου γνωρίζεται λοιπόν με τον Καζαντζάκη το 1909 και, δύο χρόνια, αργότερα παντρεύονται στην εκκλησία του νεκροταφείου του Ηρακλείου, χώρος που θεωρήθηκε από τον Καζαντζάκη ως «ο μόνος χώρος που δε θα μπορούσε να τον ανακαλύψει [ο αυταρχικός πατέρας του], για να εμποδίσει το γάμο με την ‘αντάρτισσα’». Πορεύονται μαζί για τα επόμενα 15 χρόνια, συγγράφοντας μάλιστα από κοινού κείμενα με τα ψευδώνυμα Πέτρος και Πετρούλα Ψηλορείτη. Η «θυελλώδης σχέση τους», όπως συχνά αναφέρεται στην κλισέ εκφορά του λόγου, θα γίνει αντικείμενο του μυθιστορήματος της Γαλάτειας Καζαντζάκη Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι που εκδίδεται το 1957, έτος θανάτου του Καζαντζάκη, όπου οι ήρωες Δανάη Φραντζή και Αλέξανδρος Αρτάκης δύσκολα μασκαρεύονται σαν κάτι άλλο από το διάσημο ζευγάρι συγγραφέων (Γαλάτεια Καζαντζάκη, Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι (2007), Αθήνα: Καστανιώτης).

Το 1926 το ζευγάρι χωρίζει οριστικά και η Γαλάτεια θέτει ως ρητό όρο στο διαζύγιο να κρατήσει το επίθετο με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστή, «παρότι φεμινίστρια», όπως διαβάζουμε σε άρθρο της Καθημερινής από το 2007. Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της εποχής, η Γαλάτεια είχε υποχρεωτικά πάρει το επώνυμο του άνδρα της με το οποίο και έγινε ευρύτερα γνωστή κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους, πολύ ευρύτερα, μάλιστα, από τον ίδιο τον Καζαντζάκη ο οποίος εξέδωσε το πρώτο του διάσημο έργο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά το 1946, δηλαδή 20 χρόνια μετά το διαζύγιό τους. Μάλλον, λοιπόν, ακριβώς επειδή, και όχι παρότι, ήταν φεμινίστρια, και είχε χτίσει μια καταδική της πορεία, σε συνθήκες ιδιαίτερα δυσχερείς για μια σκεπτόμενη γυναίκα, χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο επώνυμο, αρνήθηκε να υποταχθεί στις επιταγές της εποχής και να παραχωρήσει τη μητρότητα του παρελθοντικού της έργου σε ένα ταυτοτικά ξένο προς αυτήν όνομα.

Απαντώντας στο σκοτάδι με φως

Δέκα χρόνια αργότερα από το διαζύγιο, στις παραμονές του Μεταξικού πραξικοπήματος και μεσούσης της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στις 20 Ιουλίου του 1936, ο Νίκος Καζαντζάκης δημοσιεύει ένα άρθρο στην Καθημερινή υπό τον τίτλο «Ο φόβος και η πείνα». Διαβάζουμε από εκεί:

«Να σκέπτεσαι με αποχρώσεις θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα κι από τις δυο παρατάξεις—δεξιά κι αριστερά—που αποτελούν τη συμπαγή, απλοϊκή και βελάζουσα μάζα του «σκεπτομένου όχλου». Το ναι ή το όχι είναι γι’ αυτούς οι δυο μονάχα επιτρεπόμενες απαντήσεις. Το άσπρο ή το μαύρο. Ανάμεσα στα δυο αυτά ακρότατα όρια, που οφείλουν να τα κατέχουν μονάχα οι μαχόμενοι άνθρωποι της ενέργειας, δεν επιτρέπουν καμιά απόχρωση, μήτε συνθετική προσπάθεια στον σκεπτόμενο ανεξάρτητον άνθρωπο. Να κοιτάζεις με αθόλωτο μάτι—αθόλωτο κι από το μίσος κι από την αγάπη—τη σημερινή ελληνική ή παγκόσμια πραγματικότητα, να ομολογείς την αρετή και συνάμα και την ατιμία, το φως και το σκοτάδι που αποτελούν εδώ στη γη το κάθε ζωντανό, είτε άνθρωπος είναι είτε ιδέα—να είσαι, με μια λέξη, ελεύθερος, γίνεται ολοένα και περισσότερο δύσκολο όχι μονάχα στον τόπο μας παρά και σε όλο τον κόσμο…Από τα μεγάλα Έθνη σήμερα η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Ιταλία πνίγονται στα σύνορά τους, δεν έχουν πού ν’ απλωθούν, πεινούνε• η Γαλλία και η Αγγλία είναι παραχορτασμένες, μοιράστηκαν τον κόσμο και κοιτάζουν με φόβο τους ακτήμονες και πεινασμένους λαούς…Πώς ένας αμερόληπτος νους, που δεν καταδέχεται να θολωθεί μήτε από αγάπη μήτε από μίσος μπορεί να αντικρίσει την ενέργεια των δύο τούτων ομάδων;

Πριν από λίγους μήνες οι «διανοούμενοί» μας περιέφεραν μιαν εξοργισμένη και ανώδυνη διαμαρτυρία εναντίον της Ιταλίας που χύθηκε να φάει την Αβησσυνία. Κάποιος με ρώτησε αν θα την υπέγραφα.

-Σίγουρα, του αποκρίθηκα, πονώ την Αβησσυνία που υπερασπίζεται την ελευθερία της, μα συνάμα αναγνωρίζω και το δικαίωμα που έχει η Ιταλία να ζήσει, να μην πνιγεί μέσα στα στενά σύνορα που δεν τη χωρούν. Όλοι οι λαοί που εδημιούργησαν τους μεγάλους πολιτισμούς, ακολούθησαν τα ίδια αδηφάγα, απάνθρωπα, σκοτεινά τους ένστικτα: στην πρώτη τους σωματική ανάπτυξη αδίκησαν, άρπαξαν, έφαγαν• κι άμα εστερέωσαν το σώμα τους κι έπαψε η πείνα, άρχισαν να δημιουργούν. Το ίδιο κάνει και σήμερα η Ιταλία, τους ίδιους ακολουθώντας απάνθρωπους νόμους. Το πνεύμα είναι το πιο σαρκοβόρο όρνεο».

Έξι ημέρες αργότερα, μια επιστολή-απάντηση της Γαλάτειας Καζαντζάκη, δημοσιεύεται στην αριστερή εφημερίδα Ελευθέρα Γνώμη, όπως αλιεύτηκε από τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας:

«Φίλε κ. Διευθυντά,

Η «Ελευθέρα Γνώμη» προ ημερών εκριτικάρισε και εκαυτηρίασε μερικά φαινόμενα του εγωκεντρισμού της ελληνικής διανοήσεως, που κάνουν συχνά μερικούς λογοτέχνες, λακέδες του κεφαλαίου και της «αρχούσης τάξεως». Στην «Καθημερινή» της περασμένης Δευτέρας δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Ν. Καζαντζάκη, που επιχειρεί να δικαιώσει κι εκείνος και να νομιμοποιήσει μ’ έναν τρόπο τον φασισμό. Νομίζω πως δεν πρέπει να περάσει και το φαινόμενο αυτό ασχολίαστο. Είναι μια άλλη μορφή εγωκεντρισμού, που οδηγεί όμως στα ίδια αποτελέσματα. Στην αντίδραση και στην εξυπηρέτηση των ισχυρών εις βάρος των συμφερόντων του Λαού.

Σε ύφος κηρύγματος και με αμίμητη αυταρέσκεια και κομπορρημοσύνη, αρχίζει πρώτα-πρώτα να βάζει σύνορα μεταξύ του εαυτού του και των πολλών. Ο «σκεπτόμενος όχλος», η «βελάζουσα αυτή μάζα», όπως την ονομάζει, σαν πρωτόγονη και βάρβαρη που είναι, σκέπτεται χονδροειδώς «μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι» ενώ εκείνος σκέπτεται «συνθετικά» και «με αποχρώσεις», δηλαδή σαν υπερπολιτισμένος και ραφινάτος. Τώρα αν παρακάτω βρίσκει πως «πολύ δίκαια» αυτή η βελάζουσα μάζα σκέπτεται και ότι μάλιστα σκέπτεται «πολύ γόνιμα», δεν έχει σημασία. Οι αντιφάσεις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σκέψεως του κ. Καζαντζάκη.

Λέει, λοιπόν, πως αν ήταν «άνθρωπος της ενέργειας», θα ήταν με την αριστερή παράταξη, γιατί προς τα εκεί τον σπρώχνει η… ιδιοσυγκρασία του! Η ίδια όμως ιδιοσυγκρασία του αναγνωρίζει πιο κάτω ότι ο φασισμός και ο χιτλερισμός πηγάζουν από «βαθιές ψυχικές και οικονομικές ανάγκες των λαών» και πως «είναι φαινόμενα άξια του πιο μεγάλου σεβασμού», ο δε Μουσολίνι και ο Χίτλερ μέσα στο δράμα της ζωής «είναι δυο μεγάλοι πρωταθλητές, όπως ο Λένιν ή ο… Γκάντι!».

Για να δικαιώσει τον φασισμό ο… από ιδιοσυγκρασίας αριστερός, επιστρατεύει την παλιά βολική εξήγηση της ιστορίας με την πείνα και τον φόβο.Ονομάζει λοιπόν τα φασιστικά έθνη, έθνη πεινασμένα και «προλεταριακά» που θέλουν να χορτάσουν! Και ξεχνά πως από την αρπαγή, την κτηνώδη βία, την κυνική περιφρόνηση της διεθνούς ηθικής, που εξασκούν αυτά τα έθνη, και τις κατακτήσεις που επιδιώκουν, οι μόνοι που έχουν να ωφεληθούν είναι βέβαια πάλι οι χορτάτοι κεφαλαιοκράται των λαών αυτών. Ο λαός ο προλετάριος τι θα βάλει στην τσέπη του από τον μαζεμένο πλούτο; Οι αγρότες, οι εργάτες, η μάζα, τι έχει να κερδίσει από τις κατακτήσεις αυτές; Σε τι θ’ αλλάξει η τύχη τους;

Εν τω μεταξύ, αντί να αλλάξουν τύχη οι τάξεις αυτές, το εναντίον, υποδουλώθηκαν και εκμηδενίστηκαν τέλεια στο κεφάλαιο, στους πάντοτες χορτασμένους. Αλλά και σε τι άλλαξε η τύχη των προλεταρίων στα «χορτασμένα κράτη»; Κι εκεί αν είναι κάποιος χορτασμένος είναι πάλι το κεφάλαιο. Έτσι ο φασισμός και ο χιτλερισμός είναι μόνο υποδουλωτές των μαζών και μια εκδήλωση, όχι των πεινασμένων, αλλά των χορτάτων, του αφηνιασμένου κεφαλαίου.

Ο κ. Καζαντζάκης, καθώς βλέπετε, μπερδεύει και συσκοτίζει τα πάντα, γιατί δεν βρίσκεται «στον πρώτο βαθμό της μυήσεως», όπου το καλό και το κακό είναι αμείλικτοι εχθροί, αλλά στον δεύτερο, όπου «το κακό και το καλό συνεργάζονται», ή στον τρίτο βαθμό, όπου «το καλό και το κακό συνταυτίζονται», όπως λέει. Τι καλό, τι κακό; Το ίδιο κάνει. Επομένως, τι αριστερισμός, τι φασισμός. Κι αφού είναι το ίδιο, γιατί ο κ. Καζαντζάκης θέλει να ‘ναι με τους αριστερούς; Μπορεί περίφημα να είναι με όλα τα κόμματα. Άλλη αντίφαση με τον εαυτό του! Χαίρε λοιπόν οπισθοδρομική διανόηση, που βουλιάζεις ολοένα στη σύγχυση και το μηδέν. Γιατί τι θα πει «το καλό και το κακό είναι ένα»; ‘Η ότι το καλό είναι κακό και το κακό καλό, πράγμα που είναι ολότελα παράλογο, ή ότι και τα δύο είναι μηδέν; Πάντα η βαθυστόχαστη αντιδραστική διανόηση για ν’ αποφύγει τα ενοχλητικά ναι και όχι κατασταλάζει στο χάος και στο μηδέν, όταν δεν οδηγεί στη βαρβαρότητα και στην κτηνωδία.

Ο κ. Καζαντζάκης στο βάθος του, χωρίς να το καταλαβαίνει, δεν πιστεύει σε τίποτα. Πιστεύει μόνο στον εαυτό του! Είναι το κέντρο του παντός. Όλη η τακτική του είναι εγωκεντρική. Μόνο στα ατομικά του συμφέρονται βρίσκει η ζωή του τη δικαίωσή της. Αυτό το αναφέρομε γιατί είναι γενικό φαινόμενο στους αντιδραστικούς διανοουμένους. Στον «ερημίτη της Αίγινας» η κατάσταση αυτή του πνευματικού και ηθικού μηδενισμού, επειδή εκφράζεται με εξαιρετικό ναρκισσισμό και φιλαρέσκεια, εκδηλώνεται γι’ αυτό τον λόγο εναργέστερα. Ετσι, μέσα στην αυταρέσκειά του, βρίσκει πως η δράση για τα συμφέροντα της ανθρωπότητος π.χ. είναι πολύ βολική ασχολία και ένας εύκολος ηρωισμός. Μ’ άλλα λόγια, το να πεθαίνει κανείς στις φυλακές και στις εξορίες είναι πολύ βολικό και εύκολο πράμα, εν αντιθέσει με τη δική του ηράκλεια πάλη γύρω από το «εναγώνιο εάν», όπως λέει. Είναι άθλος ακατόρθωτος πραγματικά να μιλάει κανείς με «αποχρώσεις». Αλλά αυτές τις αποχρώσεις, που τις θεωρεί το αποκορύφωμα της σκέψεως καθώς φαίνεται, ο λαός τις συνόψισε θαυμάσια στο ανέκδοτο του Τούρκου Καδή. Ετσι κι εκείνος, όπως κι ο κ. Καζαντζάκης, έβρισκε πως όλοι έχουν δίκιο. Κι ο φονιάς κι ο σκοτωμένος, κι ο ίδιος που δεν ήξερε τι ν’ αποφασίσει!

Η ληστρική επιχείρηση της Ιταλίας στην Αιθιοπία βρίσκει στη σκέψη του κ. Καζαντζάκη την καλύτερή της δικαίωση. Είναι, λέει, σύμφωνη με τα ανώτερα «συμφέροντα του πνεύματος»! «Το πνεύμα είναι το πιο σαρκοβόρο όρνεο». «Ακολουθεί απάνθρωπους νόμους!» Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, ο ληστής που σκοτώνει και γδύνει τους διαβάτες εξυπηρετεί τα ανώτερα συμφέροντα του πνεύματος. Το καλό και το κακό συνταυτίζονται, και εδώ σύμφωνα με τον τρίτο βαθμό της «μυήσεως». Ο κ. Καζαντζάκης καυχιέται πως και η δική του σκέψη είναι απάνθρωπη! Δηλαδή δεν είναι πια ανθρώπινη, σαν της Ρόζας Λούξεμπουργκ π.χ. που ήταν γεμάτη τρυφερότητα για τα πάντα. Αλλά είναι υπεράνθρωπη ή θεία, δηλαδή ανήκει στη χώρα των Χιμαιρών. Ο καθένας βλέπει απ’ αυτά τι πελάγωμα παθαίνει ο διανοούμενος που ενδιαφέρεται προπαντός για την ησυχία του και το λογοτεχνικό του κηπάριο. Εδιάλεξε το πιο δύσκολο κι αχάριστο έργο και «πληρώνει βαριά», όπως λέει, αυτή του την πνευματική διαύγεια, τη νηφαλιότητά του αυτή! Εν αντιθέσει με τους έξαλλους αριστερούς, που καλοπερνούνε στα μπουντρούμια και στα νησιά του θανάτου. Αυτός δεν ενδιαφέρεται για τη δράση, καθώς λέει. Και τι είναι τότε η «δημοσιολογημένη σκέψη» που με τόση καμποτινίστικη ικανότητα επιδεικνύει κάθε φορά που θα βρει ευκαιρία; Δεν είναι κι αυτή μια μορφή κοινωνικής δράσεως και μάλιστα όχι από τις κατώτερες;

Στη δράση αυτή ο κ. Καζαντζάκης προσφέρει μόνο τη σύγχυση και την αντίδραση, το κήρυγμα της αποχής και της αδιαφορίας για την πάλη του ανθρώπου ν’ αλλάξει η ζωή σύμφωνα με τους ευγενικούς πόθους της καρδιάς του. Εχει δίκιο. Αυτός είναι ο ρόλος των πεινασμένων, κι αυτός θέλει προπαντός να εξασφαλίσει αδιατάρακτο τον ευδαιμονικό του ησυχασμό. Είμαστε βέβαιοι πως ο χαρακτηρισμός του ως ερημίτη της Αίγινας, από τους απλοϊκούς και τους δημοσιογράφους που κυνηγούν τις εντυπώσεις, θα τον εκολάκευσε και θα τον ηυχαρίστησε εξαιρετικά. Οπωσδήποτε για μας που ανήκομε στη «βελάζουσα μάζα» δεν θα πάψει ποτέ να είναι ο κήρυκας παμπάλαιων αναμασημάτων, που τα χαρακτηρίζει ως σύνθεση πνευματική, ως ένα ανώτερο πνευματικό κοκτέιλ για τους «ραφινάτους και τους εστέτ». Για μας είναι πάντα ένα νεκροταφείο ιδεών. Για μας το πνεύμα του είναι γεμάτο από μούμιες κακά διατηρημένες. Κάτω από τη μάσκα της δήθεν ανεξαρτησίας και ελευθερίας του κρύβει την πιο μεγάλη πνευματική στειρότητα, και μια τρομακτική ψυχική κενότητα. «Είναι ήσυχος, ασυνείδητος κι ευτυχής».

Η ζωή για τον κ. Καζαντζάκη είναι γεμάτη νεκρά και αφηρημένα σχήματα που καμιά πνοή αισθήματος δεν μπορεί να ζωντανέψει. Γι’ αυτό είναι πέραν της αγάπης και του μίσους, όπως καυχιέται. Είναι πέραν του φασισμού και του κομμουνισμού (είναι μετακομμουνιστής). Είναι πέρα από τα ανθρώπινα (είναι απάνθρωπος), είναι έξω τόπου και χρόνου. Ανήκει κοντολογίς στη χώρα των παραμυθιών και των κολοκυθοκορφάδων!

Φιλικότατα,
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ»

Ακόμα κι αν προσπαθήσει κανείς να αποδόσει την κριτική της Γαλάτειας Καζαντζάκη σε προσωπική εμπάθεια απέναντι στον πρώην άντρα της, εμφανής ενδεχομένως στον θυμό που αναβλύζει το δημόσιο γράμμα της, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει, εκ των υστέρων, την καθαρότητα της σκέψης της, εν αντιθέσει με την συσκοτίζουσα αμφιθυμία του Καζαντζάκη ως προς τον φασισμό και τον ιμπεριαλισμό. Εκεί που ο φασισμός είναι για τον Καζαντζάκη «φαινόμενο άξιο σεβασμού», για τη Γαλάτεια κάθε δικαιολόγηση είναι προσπάθεια νομιμοποίησής του, και εκεί που ο ιμπεριαλισμός είναι το «δικαίωμα [του Έθνους] να ζήσει, να μην πνιγεί μέσα στα στενά σύνορα που δεν τη χωρούν» για τη Γαλάτεια είναι «ληστρική επιχείρηση».

Παρά το περίφημο επιτύμβιό του, ο Καζαντζάκης φαίνεται, έστω και στιγμιαία, να φοβήθηκε την χειραφετημένη γυναικεία γραφή, να ήλπισε ότι ο φασισμός θα ήταν μια κάποια λύσις, και να μην κατάφερε να απελευθερωθεί από τα δεσμά του (μεγαλο)εθνικισμού. Και για να μην παρεξηγηθώ, μακριά από μας οι εν συνόλω ακυρώσεις του έργου του Καζαντζάκη λόγω του διαφαινόμενού μισογυνισμού και φιλοϊμπεριαλισμού του, όπως άλλωστε και του Martin Heiddeger λόγω του φιλοναζισμού του. Μακριά από μας, όμως, και οι εξιδανικεύσεις και θεοποιήσεις διανοητών με αξιοσημείωτες αρετές μεν αδιαμφισβήτητα ιδεολογικά κουσούρια δε. Την επόμενη φορά που θα αποφασίσει, λοιπόν, κάποιος να απευθυνθεί στο κοινό με μια κινηματογραφική μεταφορά της βιογραφίας ενός «Μεγάλου Έλληνα» ή, αν το θέλετε, ενός «Μεγάλου Κρητικού», ή ενός «Μεγάλου Αριστερού», ίσως θα ήταν γόνιμο να καταπιαστεί με τη ζωή και το έργο αυτής της σπουδαίας γυναίκας, της Γαλάτειας Καζαντζάκη.