Αγγούρια με καύλες, φάλτσα ακόρντα, γόνατα γδαρμένα, κλεμμένους αναπτήρες. Αγγούρια με κοινοκτημοσύνη αναπτήρων.

Αγγούρια σε επισφαλείς δουλειές, υβριδικές σχέσεις, νοικάρικα δυάρια με ξαναπερασμένα μωσαϊκά.

Αγγούρια ευπαθή, αποστειρωμένα, στείρα και στειρωμένα, αγγούρια φοβισμένα.

Αγγούρια αδέσποτα και δεσποζόμενα. Αγγούρια δεσποτικά, ημεδαπά και ξενόφερτα. Ταξικά άνισα.

Αγγούρια σε camps, αγγούρια στις φλόγες, στις χωματερές, αγγούρια στον δρόμο, αγγούρια στον ζόφο, στο μνήμα, στο όσο και για όσο.

Αγγούρια στον βυθό του Αιγαίου. Της ομορφιάς και του θανάτου.

Αγγούρια σε γυάλες, οθόνες, μόνιτορ, αγγούρια στα μέιλ, σε βιντεοκλήσεις και τηλεδιασκέψεις. Αγγούρια του Instagram και του YouTube. Ταλαιπωρημένα αγγούρια.

Αγγούρια υποτελή του επιτελικού κράτους, γονυπετή του θρησκευτικού άχθους, δουλοπρεπή του αφεντικού πάτου, σε στάση προσοχής στο στρατιωτικό πάσο.

Αγγούρια σε τέσσερεις τοίχους. Σε μαιευτήρια, σε ιδρύματα, σε σχολεία, σε νοσοκομεία, σε φυλακές, σε στρατώνες, σε περιστερώνες.

Αγγούρια σε ρόδες, σε ράγες, σε κύματα, σε σύννεφα, σε τούνελ, σε λύματα.

Αγγούρια γιώτα 5, μυωπικά αγγούρια, αγγούρια με εθνόσημα και σιρίτια, αγγαρεία και σκοπιά νούμερο γερμανικό.

Αγγούρια φρεσκοπλυμένα, αγγούρια ιδρωμένα, αγγούρια που αιμορραγούν, που φτύνουν, που δακρύζουν, που χύνουν.

Αγγούρια που χορεύουν αντικρυστά, που λιάζονται σε βραχάκια σαν τις πεταλίδες, αγγούρια που φιλιούνται, αγκαλιάζονται, μοιράζονται τα υγρά τους. Μα, δεν πρέπει. Ποτέ δεν έπρεπε αλλά τώρα ακόμα πιο πολύ.

Αγγούρια παρανοϊκά, αγγούρια σε πένθος, στις απώλειες του εαυτού και των άλλων, αγγούρια μόνα που ψάχνουν για παρέα.

Αγγούρια με στοίβα τα άπλυτα και τ’ ασιδέρωτα γραμμή, με ανοικτή την TV, με κλειστή τη φωνή. Ολοένα και πιο κλειστή η φωνή, πριν γίνει κραυγή, πριν γίνει σιωπή.

Αγγούρια.

Δροσερά. Άγευστα γευστικά. Ξυδάτα, όξινα, καυστικά. Απαραίτητα στη μετατροπή της ντοματοσαλάτας σε Greek Salad, ουσιωδώς αναγκαία, μες στη γευστική τους ουδετερότητά, στην επίτευξη της trademark εξαγόμενης ελληνικότητας.

Πάνω από όλα, είμαστε αγγούρια με επιθυμίες. Αγγούρια που επιθυμούν, που λαχταρούν. Τι είναι η επιθυμία; 29 (χιλιάδες) κατασκευαστές πλυντηρίων έψαξαν να τη βρουν και συνιστούν Jacques Lacan. Ο Lacan διακρίνει την επιθυμία από την ανάγκη και από την απαίτηση. Η ανάγκη είναι ένα βιολογικό ένστικτο όπου το υποκείμενο εξαρτάται από τον Άλλο για να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες: για να πάρει τη συνδρομή του Άλλου, δηλαδή για να γίνει η ανάγκη αντιληπτή και κατανοητή, πρέπει η ανάγκη αυτή να αρθρώνεται ως «απαίτηση». Όμως η παρουσία του Άλλου δεν διασφαλίζει μόνο την ικανοποίηση της «ανάγκης», αλλά αναπαριστά και την αγάπη αυτού του Άλλου. Για παράδειγμα, ένα βρέφος μαθαίνει να μιλάει, εισάγεται στο συμβολικό, στη γλώσσα δηλαδή, για να εκφράσει μια ανάγκη του, π.χ. την ανάγκη του για φαγητό η οποία μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο μέσα από έναν φροντιστή, τον Άλλο. Όταν η ανάγκη του βρέφους ικανοποιηθεί χάρη στον Άλλο, βιώνεται ως αγάπη προς το υποκείμενο (και αντίστοιχα ως μίσος σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί, ακριβώς γιατί όπως λέει και η Melanie Klein, μια άλλη σπουδαία ψυχαναλύτρια, στα πρώτα στάδια της ζωής ο κόσμος βιώνεται ως διασπασμένος μεταξύ απόλυτου καλού και απόλυτου κακού, αγάπης και μίσους). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον Lacan, η «απαίτηση» αποκτά μια διπλή λειτουργία: από τη μία πλευρά, εκφράζει την «ανάγκη» (το βιολογικό ένστικτο δηλαδή) και, από την άλλη, ενεργεί ως «απαίτηση για αγάπη». Όμως, ακόμα και μετά την ικανοποίηση της «ανάγκης» που έχει εκφραστεί ως απαίτηση, η «απαίτηση για αγάπη» παραμένει ανικανοποίητη καθώς ο Άλλος δεν μπορεί να προσφέρει την άνευ όρων αγάπη που επιδιώκει το υποκείμενο. Ο φροντιστής, στο παράδειγμά μας, ας πούμε μια μαμά που έχει άλλες σκέψεις πέρα από το μωρό της, που αφορούν την πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα η δουλειά και ο βιοπορισμός της, αλλά και το φαντασιακό όπως η σεξουαλική της επιθυμία, εισπράττεται ως ανεπαρκής και ανίκανη να ικανοποιήσει την απαίτηση για άνευ όρων αγάπη του μωρού της. Η επιθυμία, μας λέει ο Lacan, δεν είναι ούτε η όρεξη για ικανοποίηση, ούτε η απαίτηση για αγάπη, αλλά η διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση του πρώτου από το δεύτερο. Στο δικό μας παράδειγμα, επιθυμία είναι αυτό που μένει από την απαίτηση για άνευ όρων αγάπη αφού ικανοποιηθεί η (βιολογική) ανάγκη του βρέφους από τον φροντιστή. Με άλλα λόγια, η επιθυμία είναι ένα πλεόνασμα, ένα απομεινάρι που παράγεται από την άρθρωση της ανάγκης στην απαίτηση, δηλαδή αρχίζει να διαμορφώνεται στο περιθώριο όπου η απαίτηση διαχωρίζεται από την ανάγκη. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με την ανάγκη, η οποία μπορεί να ικανοποιηθεί (η ανάγκη του βρέφους για λήψη τροφής, για παράδειγμα, από τον φροντιστή), η επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί: πιέζει σταθερά και εις τον αιώνα τον άπαντα. και αιώνιος. Η επίτευξη της επιθυμίας δεν συνίσταται, δηλαδή, στην εκπλήρωσή της, αλλά στην αναπαραγωγή της ως έχει.

Ο σκοπός της ψυχανάλυσης, για όσους μπορούν να την υποστηρίξουν υλικά και συναισθηματικά, είναι να οδηγήσει τον αναλυόμενο να αναγνωρίσει την επιθυμία του και έτσι να αποκαλύψει την αλήθεια για την επιθυμία του. Ωστόσο, αυτό είναι δυνατό μόνο εάν η επιθυμία εκφράζεται μέσω της γλώσσας διότι μόνο όταν δημιουργηθεί και ονομαστεί παρουσία του Άλλου, αυτή η επιθυμία εμφανίζεται με την πλήρη έννοια του όρου. Το υποκείμενο, λοιπόν, πρέπει να μπορεί να αναγνωρίζει και να ονομάζει την επιθυμία του. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, αυτή η επιθυμία, δε μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί ολοκληρωτικά, απλά με την ονομασία της, δημιουργείται μια νέα παρουσία στον κόσμο.

Οι επιθυμίες αυτές, οι οποίες σύμφωνα με τον Lacan είναι πάντα ασυνείδητες, μπορεί να είναι πολύ τρομαχτικές καθώς αγγίζουν τις πιο μύχιες ενορμήσεις μας, που, όπως λέει ο παλιός καλός και αγαπημένος Sigmund Freud, αφορούν δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: τον έρωτα και τον θάνατο ή, αλλιώς, αυτό που μας οδηγεί προς την επιβίωση αλλά και τη χαρά της ζωής και αυτό που μας τραβάει πίσω προς την ανόργανη ύπαρξη. Και επειδή πέρα από τον, συνήθως ερμητικά κλειστό, χώρο μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, και πέρα από το ατομικό, οι επιθυμίες έχουν και κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, παρακολουθούμε τρομαγμένοι το θέατρο των εκπεφρασμένων επιθυμιών στον δημόσιο λόγο τον τελευταίο καιρό.

Η επιθυμία ενός άνδρα για βιασμό των γυναικών που δεν συναινούν στο «άδειασμα του πακέτου του». Η επιθυμία φασιστοαναθρεμμένων οπαδών της ησυχίας-τάξης-και-ασφάλειας για απέλαση ή και κάψιμο των 13.000 προσφύγων που ξεριζώθηκαν, για άλλη μια φορά, από την άθλια φυλακή τους. Αφού δεν μ’ αγαπάς άνευ όρων, θα σε λιώσω, θα σε κάψω, θα σε κόψω, θα σε διώξω, θα σε βιάσω, θα σε κατακτήσω, θα σε πληγώσω, θα σε χαράξω, θα σε αφανίσω, θα σε… Επιθυμία που δεν εκπληρώνεται, ακόμα κι αν ικανοποιηθεί, επιθυμία μίσους και αφανισμού που αναπαράγεται ως έχει στο διηνεκές. Όλες οι επιθυμίες μπορούν να είναι τρομαχτικές, ακόμα και οι επιθυμίες που διψούν για έρωτα και ζωή και όχι για μίσος και θάνατο. Και όλες οι επιθυμίες έχουν ένα κόστος. Για τον εαυτό ή για τους άλλους. Όταν, όμως, αυτό το κόστος της επιθυμίας παραβιάζει τόσο βάναυσα την ύπαρξη, τη ζωή, το σώμα του Άλλου, αυτή η επιθυμία δεν μπορεί να επιτραπεί να ικανοποιηθεί, έστω και κατά προσέγγιση. Το όπλο μας; Οι δεσμοί συλλογικής αγάπης, ή μάλλον όχι αγάπης, μακριά από εμάς η φιλανθρωπία, οι δεσμοί συλλογικής και οριζόντιας υποστήριξης όχι μόνο προς τον οικείο αλλά και προς τον ξένο, τον αδύνατο, τον ανήμπορο, τον κάθε Άλλο.

Γιατί τι μπορούμε να είμαστε οι άνθρωποι;

Αγγούρια αλληλέγγυα.